24.8 C
Athens
Παρασκευή, 29 Μαρτίου, 2024
ΑρχικήΚοινωνίαΜια αναδρομή στο Ρεμπέτικο, στου «Τζίμη του Χονδρού» και στον παράνομο έρωτα

Μια αναδρομή στο Ρεμπέτικο, στου «Τζίμη του Χονδρού» και στον παράνομο έρωτα


Της Δήμητρας Ροδοβίτου,

Τα χρόνια περνούν. Δεν απέθανε μονάχα ο Κονδύλης μας και ο Βενιζέλος, σαν τον Δεμερτζή πολλοί την επούλεψαν, κι ας μην έφεραν καν το τέλος. Και είναι έπειτα τούτ’ οι μάγκες που πιάσαν τα γιοφύρια, και τα ματόκλαδά τους δε λάμπουν πια. Και είναι και τούτ’ οι μπάτσοι πού’ ρθαν τώρα και συννέφιασαν όλες μας τις Κυριακές. Δεν είμαι εγώ λοιπόν που σου γράφω αυτή τη στιγμή, ούτε εσύ που το αναγιγνώσκεις. Είναι μοναχά «έντε λα μαγκέ ντε Βοτανίκ», κι από εκεί θα ξεκινήσουμε την ιστορική μας αναδρομή στο Ρεμπέτικο.

Απόγονος των «μουρμούρικων» και των «σεβνταλίδικων» ακουσμάτων, το Ρεμπέτικο αποτελεί τη μελοποιημένη φωνή του λαού, που εξελίχθηκε στα λιμάνια της Ελληνικής επικράτειας περί τα τέλη του 19ου αιώνα, όπου κατέκλυζε η εργατική τάξη. Το 1922, με τη μαύρη σελίδα της ιστορίας της Ελλάδας, τη Μικρασιατική Καταστροφή και την ανταλλαγή πληθυσμών βάσει της Συνθήκης της Λωζάνης, τα Σμυρναίικα στοιχεία κυριαρχούν και εμπλουτίζουν το μέχρι τότε μουσικό κίνημα. Η κύρια θεματολογία των Ρεμπέτικων τείνει να συνάδει με το απαγορευμένο (ναρκωτικά, φυλακή) αλλά και έρωτα, ξενιτιά, ξεριζωμό. Δεν είναι τυχαία άλλωστε, η διακοπή της διάδοσης τους, επί λογοκρισία Μεταξά και Κατοχής.

Την έναρξη της Κλασικής περιόδου του Ρεμπέτικου το 1932, ακολουθούν οι πρώτες ηχογραφήσεις του αείμνηστου Μάρκου Βαμβακάρη, ενώ δύο χρόνια μετά, το 1934, δημιουργείται η πρώτη επίσημη ρεμπέτικη κομπανία με την ονομασία «Τετράς η ξακουστή του Πειραιώς» με τον Μάρκο Βαμβακάρη, τον Γιώργο Μπάτη, τον Στράτο Παγιουμτζή και τον Ανέστο Δελιά.

Με τις πολιτικές εξελίξεις να εντείνονται, το πολεμικό στοιχείο δε θα μπορούσε να εκλείψει από τη θεματολογία. Με την κήρυξη του πολέμου του ΄40, νέα ονόματα του πενταγράμμου κάνουν την εμφάνισή τους και πολλά ρεμπέτικα αναδύονται στην επιφάνεια όπως «Ο Μάρκος φαντάρος» (Μ. Βαμβακάρη), «Τους Κενταύρους δεν φοβάμαι», «Στης Πίνδου τα βουνά», «Γλυκό να ‘ναι το βόλι», (και τα τρία του Μπαγιαντέρα), «Τον πόλεμο μας κήρυξες» (του Καρίπη), «Θα πάρω το τουφέκι μου» (του Κηρομύτη), κ.ά.

Η εποχή της μαζικής αποδοχής του Ρεμπέτικου συμπίπτει με την απελευθέρωση, όταν εκείνο αρχίζει να καταξιώνεται ως λαϊκή μουσική ευρείας αποδοχής και βγαίνει από το περιθώριο. Κυρίαρχη προσωπικότητα της εποχής αναδεικνύεται ο Βασίλης Τσιτσάνης και νέα πρόσωπα εμφανίζονται στη μουσική σκηνή, με τη Σωτηρία Μπέλλου να κάνει τη διαφορά. Ενεργή συμμέτοχος στην εθνική αντίσταση στο πλευρό του ΕΑΜ, αφού τραυματίστηκε, φυλακίστηκε, απομονώθηκε, είδε τη ζωή της να αλλάζει μετά τη γνωριμία της με τον Βασίλη.

Ένα είδος μουσικής άρρηκτα συνδεδεμένο με το μπουζούκι, την παρανομία, τις ιδεολογικές συγκρούσεις, τη μαγκιά, την ξενιτιά και τον έρωτα. Ένα είδος μουσικής που έμελλε να χαρακτηρίσει την Ελλάδα του μεσοπολέμου, της κατοχής, του εμφυλίου. Με τις ιαχές του να αναβιώνουν σε μικρά φοιτητικά στέκια, συνδυαζόμενες με αλκοόλη αμφιβόλου ποιότητος, το Ρεμπέτικο ήταν και θα είναι εξώφυλλο στη μουσική ιστορία της χώρας, του πολιτισμού. Κι αν ρωτήσεις που θα’ θελα να περάσω το επόμενό μου Σαββατόβραδο, θα σου απαντήσω «Στου Τζίμη του Χονδρού» επί της Αχαρνών..

Δεν είναι τυχαία η επιλογή τούτης της θρυλικής Ταβέρνας. Εκεί, στα σανίδια της, κυριάρχησε ίσως το μεγαλύτερο δίδυμο του πενταγράμμου, της εποχής, της ζωής. Βασίλης Τσιτσάνης και Μαρίκα Νίνου συνεργάζονται και αποφέρουν ασύλληπτο θέαμα, και ασύλληπτα έσοδα για τα οικονομικά δεδομένα της περιόδου. Ο έρωτας δεν αργεί να τους κρούσει τη θύρα, κι εκείνοι, όντες όχι μόνο παντρεμένοι αλλά και γονείς, δε μοχθούν να το κρύψουν. Μία σχέση υπό την κυριαρχία του πάθους, μα απαράμιλλα θυελλώδης, θα φτάσει στο τέλος, όταν ο καρκίνος θα χτυπήσει τη Νίνου και ο Τσιτσάνης θα αρνηθεί να τη συνοδέψει στην Αμερική για θεραπείες.

Τον Μάρτη του ’54, λίγο πριν η Μαρίκα αποχωριστεί τα πάτρια εδάφη, ο Βασίλης της ζητά να ηχογραφήσει ένα τελευταίο τραγούδι: «Τι σήμερα, τι αύριο, τι τώρα». Ήταν η στιγμή που συνειδητοποίησε πως δεν ήταν απλώς ένα τραγούδι, αλλά ένα αποχαιρετιστήριο γράμμα. Θα το τραγουδήσει μια φορά κι έπειτα θα αποχωρήσει από το στούντιο με λυγμούς. Και ο χρόνος θα συνεχίσει να κυλά αέναα. Τι σήμερα, λοιπόν, τι αύριο, τι τώρα, κι αν περιμένουμε…τι θα κερδίσουμε;

Αναντίρρητα, το Ρεμπέτικο αποτέλεσε και αποτελεί τεράστια σελίδα του ελληνικού πενταγράμμου, της ελληνικής κοινωνίας. Μέσα από τους στίχους εκφράστηκαν ερωτευμένοι, πληγωμένοι, ξενιτεμένοι, κυνηγημένοι. Στίχοι με νόημα και πάθος, τόσο δυνατοί που παρέμειναν επίκαιροι δεκαετίες αργότερα. Στίχοι που εναντιώθηκαν στο κατεστημένο και επιβίωσαν μέσα σε καθεστώτα λογοκρισίας. Στίχοι ιδανικά εμπλουτισμένοι με το «ξενόφερτο» στοιχείο της Μικρασίας, που μας υπενθυμίζει έως σήμερα, πως οι λαοί δεν έχουν να χωρίσουν τίποτε. Το Ρεμπέτικο είναι η φωνή του λαού, το Ρεμπέτικο είμαστε εμείς.


 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Δήμητρα Ροδοβίτου
Δήμητρα Ροδοβίτου
Γεννήθηκε στην Έδεσσα το 2000. Είναι προπτυχιακή φοιτήτρια του Tμήματος Iστορίας & Aρχαιολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Ασχολείται χρόνια ερασιτεχνικά με την αρθρογραφία ενώ, για το OffLine Post, τα άρθρα της φιλοξενούνται στην κατηγορία των Kοινωνικών.