17.6 C
Athens
Πέμπτη, 25 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΗ έννοια του έννομου συμφέροντος στη διοικητική δίκη

Η έννοια του έννομου συμφέροντος στη διοικητική δίκη


Της Συμέλας Θεοδοσιάδου, 

Η έννοια του εννόμου συμφέροντος αποτελεί μια γνωστή έννοια στο νομικό κόσμο. Η θεμελίωσή της ενέχει σημαντική επίδραση στην ευδοκίμηση ή μη ενός ασκηθέντος βοηθήματος ή μέσου, βάσει του οποίου επιδιώκεται η παροχή αποτελεσματικής και πλήρους έννομης προστασίας στον φορέα του. Ως έννομο συμφέρον μπορεί να νοηθεί η εγγύτητα της σχέσης του αιτούντος με την ανάγκη δικαστικής προστασίας. Αυτή η σχέση είναι τέτοιας φύσεως, ώστε να καθίσταται διαδικαστική προϋπόθεση του παραδεκτού της διοικητικής δίκης· ελλείψει αυτής, το ένδικο βοήθημα ή μέσο απορρίπτεται ως απαράδεκτο και το δικαστήριο δεν προχωρά στην εξέταση της υπόθεσης.

Στη διοικητική δικονομία, ήτοι τους κανόνες δικαίου που διέπουν μία δίκη διοικητικής δικαιοδοσίας, το έννομο συμφέρον θεμελιώνεται στο άρθρο 47 του Π.Δ. 18/1989 για τις ακυρωτικής φύσεως διοικητικές διαφορές και στο άρθρο 64§1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας για τις διοικητικές διαφορές ουσίας ως εξής:

Άρθρο 47 – Έννομο συμφέρον

  1. Αίτηση ακυρώσεως δικαιούται να ασκήσει ο ιδιώτης ή το νομικό πρόσωπο, τους οποίους αφορά η διοικητική πράξη ή των οποίων έννομα συμφέροντα, έστω και μη χρηματικά, προσβάλλονται από αυτήν.
  2. Αίτηση ακυρώσεως δικαιούται να ασκήσει και εκείνος που είναι μέλος του διοικητικού οργανισμού ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, αν κατά την κατάρτιση των αποφάσεών τους έχουν παραβλεφθεί τα νόμιμα δικαιώματά του ως μέλους.

Άρθρο 64 – Ενεργητική νομιμοποίηση

  1. Προσφυγή μπορεί να ασκήσει εκείνος:

α) ο οποίος έχει άμεσο, προσωπικό και ενεστώς έννομο συμφέρον, ή

β) στον οποίο αναγνωρίζεται τέτοιο δικαίωμα από ειδική διάταξη νόμου.

Αρχικώς, θα πρέπει να αποσαφηνιστούν οι λέξεις που συνθέτουν την κεντρική έννοια, ώστε στη συνέχεια μέσα από τα νομοθετικά κείμενα και τις νομολογιακές παρατηρήσεις να αναγνωριστούν και τα γνωρίσματά της. Έτσι, βάσει του άρθρου 47 του Π.Δ. 18/1989, ως συμφέρον νοείται η ωφέλεια που θα είναι απόρροια της άσκησης της δικονομικής οδού. Για να υπάρξει τέτοια ωφέλεια,  προϋπόθεση είναι ο διοικούμενος να υφίσταται βλάβη -υλική ή ηθική- από τη διοικητική πράξη, που βάλλει κατά ορισμένης υπάρχουσας ιδιότητάς του. Το στοιχείο του εννόμου, ενυπάρχει όταν το συμφέρον δεν αντίκειται σε διάταξη του νόμου και δεν είναι μία προσδοκία οφέλους, αλλά ανάγεται σε κάποιο δικαίωμα που προσδίδει στο διοικούμενο κάποια ιδιότητα εκ του νόμου και κατά αυτό το τρόπο ανάγεται σε προστατευτέο συμφέρον μέσω της δικαστικής οδού. Επομένως, το έννομο συμφέρον μπορεί να είναι είτε:

  • Υλικό έννομο συμφέρον, ήτοι η βλάβη του να είναι αποτιμητή σε χρήμα, είτε
  • Ηθικό έννομο συμφέρον, ήτοι η βλάβη να σχετίζεται με έννοιες μη αποτιμητές σε χρήμα όπως ενδεικτικά είναι η προσωπικότητα, η φήμη, το περιβάλλον, η τιμή.

Επιπροσθέτως, το έννομο συμφέρον φέρει τρία ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, τα οποία καταγράφονται στο άρθρο 64§1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας και χρήζουν ερμηνείας. Για να καταφαθεί, λοιπόν, η συνδρομή του εννόμου συμφέροντος, αυτό θα πρέπει σωρευτικά να είναι:

  1. ΑΜΕΣΟ: δηλαδή να ανήκει απευθείας στον αιτούντα τη δικαστική προστασία κι όχι σε κάποιο τρίτο πρόσωπο, ακόμα κι αν το πρόσωπο αυτό τελεί υπό κάποια σχέση με τον αιτούντα. Όταν ο αιτών δεν είναι αποδέκτης της διοικητικής πράξης που τον προσβάλλει, το έννομο συμφέρον κρίνεται ως προσωπικό από την αμεσότητα των εννόμων αποτελεσμάτων της πράξης ως προς την νομική κατάσταση ή την ιδιότητά του.
  2. ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ: να συνδέεται με τον αιτούντα με έναν ιδιαίτερο δεσμό, δηλαδή να έχει σχέση με κάποια υπαρκτή νομική κατάσταση από την οποία θίγεται μία ιδιότητά του.
  3. ΕΝΕΣΤΩΣ: η υφιστάμενη βλάβη να συντρέχει σε τρία χρονικά σημεία που είναι ο χρόνος έκδοσης της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης, ο χρόνος άσκησης του ενδίκου βοηθήματος και ο χρόνος εκδίκασης του ενδίκου βοηθήματος. Εαν σε κάποιο σημείο αρθεί η βλάβη, συμπαρασύρεται και η έννοια του ενεστώτος. Ως ενεστώς λογίζεται και το έννομο συμφέρον που απειλείται με βεβαιότητα στο άμεσο μέλλον.

Δύο περιπτώσεις ιδιαίτερες για την θεμελίωση του εννόμου συμφέροντος προκειμένου για άσκηση ενδίκου βοηθήματος σε διοικητική δίκη εντοπίζονται πρώτον όταν ο προσφεύγων είναι νομικό πρόσωπο ή ένωση προσώπων και δεύτερον όταν πρόκειται για εκδίκαση περιβαλλοντικών διαφορών. Για την πρώτη περίπτωση, νομολογιακώς έχει διαμορφωθεί η συνδρομή εννόμου συμφέροντος όταν το νομικό πρόσωπο ή η ένωση προσώπων υφίσταται ευθέως υλική βλάβη ή ηθικού εννόμου συμφέροντος όταν προσβάλλονται συμφέροντα θεμελιωμένα επί τη βάσει των καταστατικών σκοπών του. Για τη δεύτερη περίπτωση, η νομολογία έχει διαπλάσει ένα διευρυμένο έννομο συμφέρον, λόγω της φύσης του περιβάλλοντος ως συλλογικό έννομο αγαθό. Αυτό διαπιστώνεται και από το άρθρο 24 Συντάγματος που θεμελιώνει το status mixtus του ως δικαίωμα, θέτοντας παράλληλα μία συμμετοχική διάσταση στην προστασία του, αλλά και μία παροχική υποχρέωση στο Κράτος. Εν προκειμένω, έχει κριθεί σε αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας ότι είναι έχουν  έννομο συμφέρον και οι περίοικοι, δηλαδή οι κάτοικοι μίας περιοχής/πόλης εάν υφίστανται βλάβη του περιβάλλοντος, φυσικού ή πολιτιστικού.

Το έννομο συμφέρον αποτελεί συλλήβδην μία σημαίνουσα προϋπόθεση για την αξίωση δικαστικής προστασίας στη διοικητική δίκη, όπως και στις άλλες δικαιοδοσίες. Είναι μία έννοια που επιβάλλεται να υπάρχει, προκειμένου να αποφευχθεί το φαινόμενο της actio popularis, ήτοι του φαινομένου άσκησης λαϊκής αγωγής για την επίτευξη του γενικού καλού. Γι’ αυτό το λόγο και κατέχει θέση προϋπόθεσης του παραδεκτού του ενδίκου βοηθήματος που ασκείται, ώστε ο ασκών το ένδικο βοήθημα να μπορεί να στηρίξει σε νομικό θεμέλιο το ενδιαφέρον του για παροχή δικαστικής προστασίας.


Πηγές
  • Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας
  • Π.Δ. 18/1989
  • Σύνταγμα της Ελλάδος: https://www.hellenicparliament.gr/Vouli-ton-Ellinon/To-Politevma/Syntagma/
  • Επαμεινώνδας Π. Σπηλιωτόπουλος, «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Τόμος 2ος 15η έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2015

Συμέλα Θεοδοσιάδου

Γεννηθείσα το 1996, είναι επί πτυχίω φοιτήτρια στο Τμήμα Νομικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Από ξένες γλώσσες, κατέχει άριστη γνώση της αγγλικής. Έχει παρακολουθήσει ημερίδες και συζητήσεις με νομικό περιεχόμενο. Μέσα από την αρθρογραφία, ευελπιστεί ότι θα κατανοήσει, διευρύνει κι ερευνήσει περαιτέρω το αντικείμενο σπουδών της. Στον ελεύθερό της χρόνο, ανάμεσα στις ασχολίες της, ξεχωρίζει τη δραστηριοποίησή της ως ενεργού μέλους φοιτητικού πολιτιστικού συλλόγου της Θεσσαλονίκης. Συμμετέχει στο εγχείρημα του OffLine Post αρθρογραφώντας κυρίως με νομικό άξονα.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Συμέλα Θεοδοσιάδου
Συμέλα Θεοδοσιάδου
Είναι απόφοιτη της Νομικής του ΑΠΘ και αυτό το διάστημα είναι ασκούμενη δικηγόρος. Από ξένες γλώσσες, κατέχει άριστη γνώση της αγγλικής. Έχει παρακολουθήσει ημερίδες και συζητήσεις με νομικό περιεχόμενο. Μέσα από την αρθρογραφία, ευελπιστεί ότι θα κατανοήσει, διευρύνει κι ερευνήσει περαιτέρω το αντικείμενο σπουδών της. Στον ελεύθερό της χρόνο, ανάμεσα στις ασχολίες της, ξεχωρίζει τη δραστηριοποίησή της ως ενεργού μέλους φοιτητικού πολιτιστικού συλλόγου της Θεσσαλονίκης. Συμμετέχει στο εγχείρημα του OffLine Post αρθρογραφώντας κυρίως με νομικό άξονα.