18.8 C
Athens
Σάββατο, 20 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΙστορίαΗ Μάχη του Σαγγαρίου: το τέλος των επιθετικών επιχειρήσεων του Ελληνικού Στρατού

Η Μάχη του Σαγγαρίου: το τέλος των επιθετικών επιχειρήσεων του Ελληνικού Στρατού


Της Ανδριάνας Γιάτσιου,

Η Μάχη του Σαγγαρίου διεξήχθη τον Αύγουστο του 1921 και, παρόλο που θεωρείται αμφίρροπη, ανέκοψε την πορεία του ελληνικού στρατού προς την Άγκυρα, συντελώντας στη νίκη των κεμαλικών δυνάμεων, μετά από έναν χρόνο. Εκτός αυτού, οι ελληνικές δυνάμεις από επιθετικές μεταβλήθηκαν σε αμυντικές θέσεις, που διατηρήθηκαν έως το 1922.

Μετά από τις επιτυχείς, για την ελληνική πλευρά, μάχες της Κιουτάχειας και του Εσκί Σεχίρ και μετά από πολεμικό συμβούλιο στην Κιουτάχεια, στις 15 Ιουλίου 1921, αποφασίστηκε η συνέχεια της προέλασης προς την Άγκυρα, με την επιχείρηση αυτή να ονομάζεται «Εκστρατεία Σαγγαρίου-Άγκυρας».

Το ελληνικό σχέδιο μάχης προέβλεπε μάχη εκ παρατάξεως, δυτικά του Σαγγαρίου ποταμού και, μετά από την ήττα του εχθρού, προέλαση ενός ελληνικού εκστρατευτικού σώματος προς την Άγκυρα, που θα κατέστρεφε τις αποθήκες υλικού των Τούρκων. Το σχέδιο προέβλεπε, επίσης, ότι εάν οι Τούρκοι επέλεγαν να μην δώσουν μάχη, η διάβαση ή όχι του ποταμού θα αποφασιζόταν εκείνη την στιγμή, με βάση την κατάσταση των γεφυρών, καθώς και την επάρκεια των μεταφορικών μέσων. Στόχος των ελληνικών δυνάμεων ήταν η καταστροφή της σιδηροδρομικής γραμμής, ξεκινώντας από τα ανατολικά έως και το Εσκί Σεχίρ. Μόνο τότε, θα επέστρεφε ο στρατός στις βάσεις του. Το σχέδιο προέβλεπε, πως το Α΄ Σώμα Στρατού, έχοντας και τη στήριξη από το Γ΄, θα επιχειρούσε κατά μέτωπον, δυτικά του Σαγγαρίου, ενώ το Β΄ θα περνούσε τον ποταμό από νοτιότερο σημείο, με σκοπό να υπερισχύσει της άμυνας των Τούρκων και να τους κυκλώσει. Πρόθεση της ελληνικής διοίκησης ήταν ο αιφνιδιασμός των αντιπάλων, δίχως, όμως, αποτέλεσμα, αφού το τουρκικό ιππικό παρακολουθούσε τις ελληνικές ενέργειες και πληροφορούσε τη διοίκησή του. Έχοντας, λοιπόν, τις κατάλληλες πληροφορίες το τουρκικό επιτελείο φρόντισε έγκαιρα να ανασυντάξει τις δυνάμεις του.

Έλληνες στρατιώτες στις όχθες του Σαγγάριου
Σύγκρουση

Ο ελληνικός στρατός, έχοντας ως βάση του το Εσκί Σεχίρ, αρχίζει τις επιθέσεις του στις 13 Αυγούστου (με το νέο ημερολόγιο) και παρόλο που οι τουρκικές δυνάμεις δεν παρενόχλησαν ιδιαίτερα την προέλαση, η κοπιαστική πορεία ταλαιπώρησε αφάνταστα τον στρατό. Μάλιστα, το Β΄ Σώμα Στρατού πραγματοποίησε τη μεγαλύτερη απόσταση, πεζοπορώντας για 300 χιλιόμετρα. Έπειτα, στις 22 Αυγούστου, η τακτική των ελληνικών θέσεων, που βρίσκονταν στον Σαγγάριο, ήταν να κατευθυνθούν βορειοανατολικά, στις κύριες θέσεις άμυνας του τουρκικού στρατού.

Την επόμενη μέρα (23 Αυγούστου), ο ελληνικός στρατός, και πιο συγκεκριμένα το Α΄ και Γ΄ Σώμα, επιτέθηκε, με στόχο τη διάσπαση της γραμμής Ινλάρ Κατραντζή-Ιλιτζά, ενώ το Β΄ Σώμα προχωρούσε σε κυκλωτικό ελιγμό. Επόμενος στόχος ήταν η κατάληψη του Πολατλί, του τελευταίου σιδηροδρομικού σταθμού πριν από την Άγκυρα. Έτσι την 24η Αυγούστου, η 7η Μεραρχία, μαζί με άλλα δυο συντάγματα πεζικού, διέσχισαν τον Σαγγάριο και χτύπησαν προς την κατεύθυνση της σιδηροδρομικής γραμμής Εσκί Σεχίρ-Άγκυρας.

Στις 27 Αυγούστου, η 5η και 13η Μεραρχία από το Β΄ Σώμα Στρατού βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή, για να στραφούν κατά της τουρκικής άμυνας στο καλά οχυρωμένο Καλέ Γκρότο. Η επιτυχία της κατάληψης, που διήρκεσε τέσσερις μέρες, επισκιάστηκε από τον βαρύ φόρο αίματος. Οι δύο μεραρχίες (5η και 13η) τέθηκαν εκτός μάχης, καθώς οι απώλειες ήταν τεράστιες.

Παρόλο που ο ελληνικός στρατός κατάφερε να καταλάβει αρκετές τουρκικές θέσεις, η ελληνική διοίκηση δεν κατάφερε να εκμεταλλευθεί αυτή την κατάσταση και έδωσε έτσι την ευκαιρία στον αντίπαλο να αποτρέψει και άλλες επιζήμιες καταστάσεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η κατάληψη του όρους Μανγκάλ Νταγ. Η 1η Μεραρχία Πεζικού εξαπέλυσε ορμητική επίθεση έναντι των τουρκικών θέσεων και με τον καιρό αντίπαλο, καθώς επικρατούσε έντονη βροχόπτωση. Παρ’ όλα αυτά, ο ελληνικός στρατός κατάφερε να ανατρέψει την αμυνόμενη 5η τουρκική Μεραρχία Πεζικού, ωστόσο η ελληνική διοίκηση δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί έγκαιρα, αφήνοντας ανεκμετάλλευτη αυτή την επιτυχία, με αποτέλεσμα οι τουρκικές δυνάμεις να καλύψουν το ρήγμα.

Μεταξύ 24 Αυγούστου και 6 Σεπτεμβρίου, διεξήχθησαν αιματηρές διαμάχες σε μεγάλο μέρος του μετώπου, με τον ελληνικό στρατό να επιτυγχάνει να διασπάσει δυο τουρκικές γραμμές άμυνας (γραμμή Καρά Νταγ-Τσαλ Νταγ-Αρντίζ Νταγ-Καλέ Γκρότο). Με την κατάληψη του Πολατλί, στις 30 Αυγούστου, οι Έλληνες μπόρεσαν να βρουν ένα μεγάλο μέρος από εφόδια, που άφησαν πίσω τους οι Τούρκοι. Τα γεγονότα μεταφέρονται τώρα 8 χιλιόμετρα βόρεια από το Καλέ Γκρότο, κοντά στην Άγκυρα, την έδρα των κεμαλιστών.

Ωστόσο, ο απολογισμός αυτών των επιχειρήσεων ήταν βαρύς, με τεράστιες απώλειες τόσο ανθρώπων, όσο και εφοδίων. Την κατάσταση δυσχέραινε η αδυναμία της διαχείρισης από τη διοίκηση, η εξάντληση των στρατιωτών, η έλλειψη νέων αξιωματικών και γενικά ο ανεφοδιασμός.

Αυτή η κατάσταση οδήγησε τον ελληνικό στρατό να διακόψει τις επιθέσεις από τις 7 Σεπτεμβρίου, ενώ πλέον οι ελληνικές δυνάμεις θα κρατούν στάση άμυνας, λόγω των προαναφερθέντων δυσκολιών. Προβλήματα υπήρχαν και από την απέναντι πλευρά με μεγάλες απώλειες, αλλά και με τη διάσπαση δυο γραμμών άμυνας. Υπήρχε, επίσης, η σκέψη από την τουρκική διοίκηση να εγκαταλειφθεί η Άγκυρα και να κατευθυνθούν ανατολικότερα, κάτι που, όμως, δεν επικράτησε, καθώς αυτή ήταν η κύρια βάση τους.

Η ελληνική διοίκηση, εκείνη την στιγμή, προσπαθούσε να βρει μια λύση για την πορεία των επιχειρήσεων και έτσι απέστειλε ένα τηλεγράφημα στην ελληνική κυβέρνηση και τον πρωθυπουργό, Δημήτριο Γούναρη, με σκοπό να λάβει οδηγίες για τις επόμενες κινήσεις. Το τηλεγράφημα έστειλε ο αρχιστράτηγος Αναστάσιος Παπούλας, θέλοντας να μάθει, εάν η κυβέρνηση έκρινε σκόπιμη τη συνέχιση της επίθεσης ακόμη και με τον κίνδυνο της ήττας. Ο Γούναρης με έκπληξη απάντησε ότι ήταν αναρμόδιος και συνέστησε να ληφθεί η απόφαση «συμφώνως προς το στρατιωτικόν συμφέρον».


Βιβλιογραφία
  • Συλλογικό έργο, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Νεώτερος ελληνισμός από το 1913 έως το 1941, τόμος ΙΕ΄, Εκδοτική Αθηνών, 2000
  • Νίκος Σβορώνος, Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας, Εκδόσεις Θεμέλιο, 2007

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Ανδριάνα Γιάτσιου
Ανδριάνα Γιάτσιου
Γεννημένη το 1997, κατάγεται από τα Γρεβενά και διαμένει στη Θεσσαλονίκη, όπου σπουδάζει στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας στη Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ. Κατεύθυνση της είναι η Αρχαιολογία, την οποία αγαπά από μικρό παιδί. Έχει άριστη γνώση αγγλικών και μέτρια γνώση γερμανικών. Στον ελεύθερό της χρόνο, μελετά ιστορία με ιδιαίτερη προτίμηση στη νεότερη και διαβάζει αγγλική λογοτεχνία.