17.6 C
Athens
Παρασκευή, 19 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΠαράνομο εμπόριο άγριων ζώων: Η σκληρή πραγματικότητα και η προστασία του νόμου

Παράνομο εμπόριο άγριων ζώων: Η σκληρή πραγματικότητα και η προστασία του νόμου


Της Μαρίας Μπουλιέρη, 

Δεν υπάρχει καλύτερη εισαγωγή για ένα άρθρο που αφορά αυτό το ζήτημα από τους αριθμούς και τα στατιστικά. Ενδεικτικά 20.000 ελέφαντες σκοτώνονται κάθε χρόνο για τους χαυλιόδοντές τους. 3.890 τίγρεις έχουν απομείνει ελεύθερες στη φύση: 95% λιγότερες απ’ ό,τι πριν 100 χρόνια. Σε 1% ανέρχεται το ποσοστό επιβίωσης των χαμαιλεόντων που πεθαίνουν στοιβαγμένοι σε αμπάρια κατά τη μεταφορά τους από τη Μαδαγασκάρη. Παράνομα κέρδη που αγγίζουν συνολικά τα 20.000.000.000€ το χρόνο.Το λαθρεμπόριο άγριων ειδών αναφέρεται στην εμπορία των ζώων είτε ζωντανών είτε μερών αυτών, όπως κρέας, οστά ή δέρμα, και κατέχει υψηλή θέση στη λίστα των παράνομων οικονομικών δραστηριοτήτων, σε ποσοστό μάλιστα που συγκρίνεται με αυτό του εμπορίου ναρκωτικών και όπλων. Η λαθροθηρία, η ανθρώπινη ματαιοδοξία και το αλόγιστο κυνήγι του πλούτου χωρίς να υπολογίζονται οι συνέπειες κάνει τη φράση «είδος υπό εξαφάνιση» να συνοδεύει όλο και περισσότερα ζώα, θέτοντας, δυστυχώς, σε κίνδυνο την ισορροπία ολόκληρου του οικοσυστήματος.

Στην Ασία, όπου παρατηρείται έντονα η δραστηριότητα πολλών υπαίθριων αγορών (βλ. Wet markets), τα άγρια ζώα που είτε πωλούνται ζωντανά, είτε σφαγιάζονται επιτόπου κατά παραγγελία, είτε πωλείται το κρέας του ή άλλα παράγωγά τους. Συχνά, επίσης, καταλήγουν ως τρόπαια ή σερβιρισμένα σε διάφορα εστιατόρια που χαρακτηρίζουν την άγρια φύση ως «γκουρμέ φαγητό». Ακόμα, έχει παρατηρηθεί το φαινόμενο να χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο της παραδοσιακής κινέζικης ιατρικής (ΤCM), να αιχμαλωτίζονται μέσα σε ναούς ως «θεότητες», όπως έγινε για παράδειγμα στον ναό της Τίγρης στην Ταϊλάνδη, ο οποίος έκλεισε το 2016 ή να πωλούνται ως κατοικίδια. Το ίδιο συμβαίνει και στη Λατινική Αμερική, ειδικά με είδη του Αμαζονίου, όπως εξωτικοί παπαγάλοι και μικρές μαϊμούδες. Στην Αφρική οι λεοπαρδάλεις, τα λιοντάρια, οι ελέφαντες, οι παγκολίνοι και οι ρινόκεροι βρίσκονται στο στόχαστρο των κυνηγών. Τα παράνομα θηράματα διακινούνται εύκολα στην Ευρώπη μέσω του Μαρόκο, λόγω της μικρής του απόστασης από την Ισπανία, ενώ στην Μποτσουάνα, μάλιστα, νομιμοποιήθηκαν ξανά τα σφαγεία ελεφάντων το 2019. Η παράνομη διακίνηση άγριων ειδών, όμως, ανθίζει και on-line μέσω του λεγόμενου σκοτεινού διαδικτύου (dark web).

«Πώς θα ήταν τα όνειρα των παιδιών αν δεν υπήρχαν τα λιοντάρια, οι τίγρεις και τα δελφίνια;», είναι η ερώτηση που θέτει η WWF σε σχετικό της ενημερωτικό κείμενο για τα απειλούμενα είδη και έχει δίκιο. Ενώ πριν από 400 χρόνια εξαφανίζονταν 20 με 25 είδη σε έναν αιώνα, στην εποχή μας εξαφανίζονται χιλιάδες είδη ετησίως, υπολογίζεται σε 140 είδη την ημέρα, πολλά από τα οποία δεν προλαβαίνουμε καν να μάθουμε την ύπαρξή τους. Γίνεται έτσι εύκολα αντιληπτό το μέγεθος της οικολογικής καταστροφής, η οποία συντελείται ήδη και από άλλους παράγοντες, όπως η μόλυνση του περιβάλλοντος, η αποψίλωση των δασών, η υπεραλίευση και άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες εκτός της λαθροθηρίας και του λαθρεμπορίου.

Λύση στο πρόβλημα αυτό έρχεται να δώσει η Σύμβαση CITES (Convention on International Trade in Endangered Species of Wild Fauna and Flora) για το Διεθνές Εμπόριο των Ειδών της Άγριας Πανίδας και Χλωρίδας που κινδυνεύουν με εξαφάνιση. Λόγω του ότι το εμπόριο των άγριων ζώων διαπερνά τα σύνορα των κρατών, η προσπάθεια ρύθμισής του χρειάζεται διεθνή συνεργασία. Στόχος της είναι η προστασία πολλών ειδών άγριων ζώων και φυτών με τον έλεγχο του εμπορίου τους, ώστε να εξασφαλισθεί ότι έτσι δεν απειλείται η επιβίωσή τους στον πλανήτη. Η Σύμβαση αυτή υπογράφηκε το 1973 και τέθηκε σε ισχύ την 1 Ιουλίου του 1975. Η Ελλάδα εφαρμόζει τη Διεθνή Σύμβαση CITES από τις 8 Οκτωβρίου του 1992, την επικύρωσε με το νόμο 2055/1992 και έχει εφαρμοστεί σε ολόκληρη την ΕΕ μέσω κανονισμών, οι οποίοι είναι άμεσα εφαρμοστέοι στα Κράτη Μέλη. Οι τρέχοντες κανονισμοί που ισχύουν στην ΕΕ  σχετικά με την εφαρμογή της Σύμβασης CITES είναι ο Κανονισμός Συμβουλίου (ΕΚ) Αριθ. 338/97 σχετικά με την προστασία των ειδών άγριας πανίδας και χλωρίδας με τον έλεγχο του εμπορίου τους και ο Κανονισμός Επιτροπής (ΕΚ) Αριθ. 865/2006 που προβλέπει λεπτομερείς κανόνες σχετικά με την εφαρμογή του πρώτου.Η Σύμβαση CITES περιλαμβάνει περίπου 33.500 είδη στα Παραρτήματά της. Αναλυτικότερα διαθέτει τρία Παραρτήματα. Το 1ο περιλαμβάνει περίπου 1.200 είδη, τα οποία κινδυνεύουν άμεσα ή μπορεί να κινδυνεύσουν άμεσα από το εμπόριο, συνεπώς αυτό απαγορεύεται. Στα είδη αυτά περιλαμβάνεται ο ρινόκερος, το τζάγκουαρ, ο πάνθηρας, η τίγρης κ.α. Το 2ο περιλαμβάνει περίπου 21.000 είδη, τα οποία δεν απειλούνται απαραιτήτως με εξαφάνιση, αλλά είναι πιθανό, εκτός εάν το εμπόριό τους υπόκειται σε αυστηρή ρύθμιση, ώστε να εξασφαλιστεί η επιβίωσή τους στην άγρια φύση. Στα είδη αυτά περιλαμβάνεται για παράδειγμα ο μεγάλος λευκός καρχαρίας, η αμερικανική μαύρη αρκούδα, το πράσινο ιγκουάνα κ.α. Τέλος το 3ο Παράρτημα περιλαμβάνει είδη ζώα που προστίθενται εκεί κατόπιν αιτήματος κάποιου συμβαλλόμενου κράτους, το οποίο ζητάει ουσιαστικά βοήθεια για τον έλεγχο του εμπορίου του. Έτσι, το εμπόριο επιτρέπεται μόνο με την κατάλληλη άδεια εξαγωγής και πιστοποιητικό καταγωγής από το συμβαλλόμενο μέρος που έχει αναφέρει το είδος. Παράδειγμα τέτοιων ειδών είναι ο διδάκτυλος βραδύποδας και η χελώνα αλιγάτορας των ΗΠΑ.

Αντίστοιχα οι Κανονισμοί διακρίνουν τέσσερα Παραρτήματα (A, Β, Γ και Δ) που αντιστοιχούν σε μεγάλο βαθμό με τα Παραρτήματα I, II και III της Σύμβασης CITES, αλλά περιέχουν επίσης ορισμένα είδη που δεν καταγράφονται σε αυτήν τα οποία προστατεύονται βάσει της εσωτερικής νομοθεσίας της Ε.Ε. Διαφορές που μπορούν να εντοπιστούν μεταξύ της Σύμβασης CITES και των Κανονισμών Εμπορίας Ειδών Άγριας Πανίδας και Χλωρίδας της Ε.Ε. είναι ότι οι κανονισμοί της Ε.Ε. θέτουν αυστηρότερους όρους εισαγωγής και ρυθμίζουν και το εσωτερικό εμπόριο, ενώ η CITES ρυθμίζει μόνο το διεθνές. Επιπλέον, ο Κανονισμός (ΕΚ) 338/97 εξουσιοδοτεί τα κράτη μέλη της Ε.Ε. να αναστείλουν τις εισαγωγές που σχετίζονται με συγκεκριμένα είδη και χώρες, ακόμη και στην περίπτωση που το εμπόριο επιτρέπεται σύμφωνα με τη CITES.Κλείνοντας, το ζήτημα της απαγόρευσης του παράνομου εμπορίου άγριων ειδών ήρθε και πάλι στην επικαιρότητα, καθώς –και όπως έχει γίνει εντόνως γνωστό τους τελευταίους μήνες– το εμπόριο άγριων ζώων φαίνεται ότι συσχετίζεται και με τη μετάδοση ασθενειών στον άνθρωπο. Αυτό οδήγησε στα τέλη του Ιουλίου τον πρωθυπουργό του Βιετνάμ, Νγκουέν Σουάν Πουκ, στη λήψη της απόφασης για την απαγόρευση του εμπορίου άγριων ζώων με σκοπό τον περιορισμό του κινδύνου μιας νέας πανδημίας. Πιο συγκεκριμένα στην περίπτωση του Βιετνάμ, απαγορεύεται πλέον η εισαγωγή ζωντανών άγριων ζώων αλλά και μερών τους, ενώ κλείνουν και οι αγορές στις οποίες πωλούνται αυτά, ακόμη και οι διαδικτυακές. Τέλος και η Κίνα φαίνεται πως έχει δεσμευτεί ότι θα σταματήσει αυτού το είδους το εμπόριο μετά το πέρας της πανδημίας και όταν οι αγορές ανοίξουν πάλι κανονικά.

Η προστασία των ζώων γενικότερα, πόσο μάλλον των απειλούμενων, είναι καθήκον και ευθύνη όλων μας τόσο σε ατομικό όσο και σε κρατικό επίπεδο. Ωστόσο, το σημαντικότερο ρόλο πρακτικά στον αγώνα αυτό τον διαδραματίζουν οι Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις (ΜΚΟ) που ευαισθητοποιούν, ενημερώνουν και κοινοποιούν τις αυθαιρεσίες και τα σχετικά προβλήματα, ασκώντας πίεση για την εφαρμογή της υπάρχουσας νομοθεσίας και τη λήψη ακόμα πιο αυστηρών μέτρων.


ΠΗΓΕΣ

Μαρία Μπουλιέρη

Γεννήθηκε το 1997 στην Αθήνα, όπου και ζει μόνιμα. Είναι ασκούμενη δικηγόρος και μεταπτυχιακή φοιτήτρια στο πρόγραμμα «International & European Legal Studies: Private Law and Business Transactions» της Νομικής Σχολής του ΕΚΠΑ. Τρέφει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το εμπορικό δίκαιο και ιδιαίτερα το δίκαιο της βιομηχανικής ιδιοκτησίας. Σε προπτυχιακό επίπεδο, στα πλαίσια του προγράμματος ERASMUS+, φοίτησε επιπλέον στο Πανεπιστήμιο της Λιμόζ στη Γαλλία. Εκεί, ακαδημαϊκά εστίασε στο δίκαιο του περιβάλλοντος και πήρε μέρος σε πολλές εθελοντικές δράσεις. Αγαπά τη γιόγκα, τα ακροβατικά και πάντα απολαμβάνει τη θέα της θάλασσας.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Μαρία Μπουλιέρη
Μαρία Μπουλιέρη
Γεννήθηκε το 1997 στην Αθήνα, όπου και ζει μόνιμα. Είναι ασκούμενη δικηγόρος και μεταπτυχιακή φοιτήτρια στο ΠΜΣ «International & European Legal Studies» με ειδίκευση «Private Law & Business Transactions» στο τμήμα Νομικής του ΕΚΠΑ, όπου ολοκλήρωσε και τις προπτυχιακές της σπουδές. Τρέφει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το εμπορικό δίκαιο και συγκεκριμένα το δίκαιο βιομηχανικής ιδιοκτησίας. Σε προπτυχιακό επίπεδο φοίτησε για ένα εξάμηνο στο Πανεπιστήμιο της Λιμόζ στη Γαλλία. Εκεί, σε ακαδημαϊκό επίπεδο εστίασε στο δίκαιο του περιβάλλοντος και πήρε μέρος σε πολλές εθελοντικές δράσεις.