20.8 C
Athens
Πέμπτη, 25 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΠολιτισμόςΜουσικήΗ ορχήστρα ανά τους αιώνες

Η ορχήστρα ανά τους αιώνες


Της Κατερίνας Κάκου, 

Είναι αναμφίβολο πως όλοι κάποια στιγμή στη ζωή μας έχουμε παρακολουθήσει δια ζώσης σε ένα μέγαρο μουσικής ή ακόμη και στην τηλεόραση μια κλασική -συμφωνική ή μη- ορχήστρα να ερμηνεύει τα γνωστά και ευρέως διαδεδομένα ανά τον κόσμο κομμάτια της κλασικής μουσικής με διαχρονικούς πρωτοστάτες την 5η συμφωνία του Beethoven, το “Hallelujah” του Handel, την τοκάτα και φούγκα σε Ρε ελάσσονα του Bach, την 9η συμφωνία του Beethoven («Ωδή στη χαρά») κ.α. Πώς όμως διαμορφώθηκε η σύγχρονη και περίπλοκη μορφή της κλασικής -συμφωνικής- ορχήστρας που γνωρίζουμε σήμερα; Πού ανάγεται η σύνθετή της μορφή; Ποια η πορεία της μέσα στον χρόνο;

Πάρα την εσφαλμένη αντίληψη της πλειονότητας, η ορχήστρα δεν πρόκειται για ένα σύγχρονο μουσικό σύνολο και οι πρώτες ορχήστρες με την ευρεία έννοια του όρου δεν ανάγονται στον 17ο αιώνα. Οι ρίζες της ορχήστρας φτάνουν έως την αρχαία Αίγυπτο (4η π.Χ. χιλιετία), όπου σε εκείνη τη χρονική περίοδο είχαν τη μορφή ολιγομελών μουσικών συνόλων, τα οποία είχαν συνοδευτικό ρόλο σε δημόσιες λειτουργίες και τελετές. Από μουσικά κείμενα, από τοιχογραφίες, από αγάλματα, από συγγράμματα σχετικά με τη μουσική, από ιστορικά κείμενα και τέλος από ταφικά ευρήματα γίνεται αντιληπτό ότι στα μικρά αυτά μουσικά σύνολα οι Αιγύπτιοι λάτρευαν και εντρυφούσαν στο φλάουτο, την άρπα, τη λύρα και την κιθάρα χρησιμοποιώντας διατονικές και χρωματικές κλίμακες, κύρια γνωρίσματα της κλασικής μουσικής και της συμφωνικής ορχήστρας. Ορχήστρες με την πρωτόγονη μορφή τους δεν έλειψαν και από την αρχαία Ελλάδα. Στα τέλη της 3ης χιλιετίας έως τα μέσα της 2ης π.Χ. έχουμε περιορισμένα τεκμήρια για την ύπαρξη μουσικών συνόλων τα οποία περιορίζονται στους κυρίαρχους τότε πολιτισμούς, Κυκλαδικό, Μινωικό και Μυκηναϊκό, στους οποίους είχαν μεταφυτευτεί στοιχεία της αιγυπτιακής μουσικής. Από τον 8ο αιώνα π.Χ. και ύστερα εμφανίζονται ποικίλες μαρτυρίες για την ύπαρξη μουσικών συνόλων, παρόντα σε κάθε δημόσια και μη συγκέντρωση. Στην αρχαία Ελλάδα διαπιστώνεται άνθιση της μουσικής και των μουσικών οργάνων ενώ παράλληλα εμπλουτίζεται το ήθος των αρμονιών, του ρυθμού και της μελωδίας. Σε αντίθεση με τη σημερινή έννοια του όρου ορχήστρα, δηλαδή στο μουσικό σύνολο μικρής ή μεγάλης κλίμακας, στην προκλασική Ελλάδα η ορχήστρα σήμαινε εντελώς διαφορετικό πράγμα, επρόκειτο για τον χώρο μπροστά στον ναό του Διονύσου που προοριζόταν για χορό. Στην κλασική ελληνική εποχή με τον ίδιο όρο, ορχήστρα, χαρακτηριζόταν ο χώρος στο θέατρο μεταξύ της σκηνής και της πλατείας (θέσεις θεατών), δηλαδή η ημικυκλική ή κυκλική πλατεία -συνήθως πλακόστρωτη- στον κέντρο του αρχαίου θεάτρου, στην οποία δρούσε ο χορός («όρχησις»), οι χορευτές της εκάστοτε θεατρικής παράστασης. Σ’ αυτό το χώρο έπαιρναν θέση και οι χειριστές των μουσικών οργάνων.

Μεταβαίνοντας πολλούς αιώνες αργότερα και συγκεκριμένα τον 11ο αιώνα κάνουν την πρώτη τους εμφάνιση οι λεγόμενες «οικογένειες οργάνων» με πρωτοτυπίες τόσο στη χροιά των εν λόγω οργάνων όσο και στις εκτάσεις τους (οκτάβες). Κατά τον Μεσαίωνα και την Αναγέννηση, η οργανική μουσική αποκαλούνταν μουσική δωματίου, δηλαδή μικρά σύνολα (συνήθως 3-4 μουσικά όργανα) ενώ η ύπαρξη ακόμη και μεγαλύτερων συνόλων ήταν για την εξυπηρέτηση ειδικών τελετών και γιορτών όπως π.χ. το καλωσόρισμα ενός βασιλιά ή ο γάμος υψηλών προσώπων. Τον 15ο και 16ο αιώνα παρατηρείται μια τάση των ευγενών της εποχής να προσλαμβάνουν μουσικούς για τις εκδηλώσεις της αυλής όσο και για τη δική τους ευχαρίστηση. Αξιοσημείωτο είναι να λεχθεί πως στην ως άνω χρονική περίοδο ο όρος «ορχήστρα» δεν εμφανίζεται πουθενά, ούτε στον χώρο του θεάτρου ούτε στο μουσικό στερέωμα.

Πηγή εικόνας: Getty Images

 

Η ορχήστρα άρχισε να αποκτάει σημασία ήδη κατά το 16ο αιώνα, όταν και αναπτύχθηκε η οργανική μουσική. Στα μέσα του 17ου αιώνα εμφανίζεται η Μπαρόκ ορχήστρα η οποία δίνει έμφαση στα έγχορδα. Οι πρώτες ορχήστρες, στην αρχή του 17ου αιώνα, αποτελούνταν από τυχαίο συνδυασμό οργάνων, ανάλογα με τη διαθεσιμότητα της στιγμής, γι’ αυτό και ο αριθμός των εκτελεστών και τα είδη των οργάνων δεν ήταν ποτέ σταθερά. Κατά την εποχή Μπαρόκ (1600-1750), καθώς τελειοποιούνται και διαδίδονται τα όργανα της οικογένειας του βιολιού, δημιουργείται και καθιερώνεται ένας τύπος ορχήστρας που αποτελείται κυρίως από έγχορδα – συχνά 4 πρώτα βιολιά, 4 δεύτερα βιολιά, 3 βιόλες, 2 βιολοντσέλα, 1 κοντραμπάσο. Για να δυναμώσει και να εμπλουτιστεί ο ήχος, προστίθενται μερικά πνευστά -φλάουτα ή όμποε, φαγκότα, ίσως και κόρνα και τρομπέτες-  και από τα κρουστά, ορισμένες φορές τύμπανα. Απαραίτητο συμπλήρωμα στην ορχήστρα της εποχής είναι το τσέμπαλο (ή στα έργα θρησκευτικής μουσικής, το εκκλησιαστικό όργανο) για την εκτέλεση του μπάσο κοντίνουο. Την εποχή εκείνη ο τσεμπαλίστας ή ο οργανίστας, ή και το πρώτο βιολί εκτελούσαν χρέη μαέστρου, ενώ ταυτόχρονα έπαιζαν το όργανό τους. Ο ρόλος του ανεξάρτητου μαέστρου καθιερώνεται περί τα τέλη της κλασικής εποχής. Αυτό τον τύπο ορχήστρας χρησιμοποιεί ο Μπαχ, ο Χαίντελ, ο Βιβάλντι και άλλοι συνθέτες της εποχής Μπαρόκ στα ορχηστρικά τους έργα. Σταθμός στην προοδευτική εξέλιξη της κλασικής μουσικής και πρώτη ορχήστρα στην ιστορία με ενιαία πειθαρχία θεωρείται εκείνη του Λουλύ (Lully) στο Παρίσι με 24 βιολιά (Violons de roi), 2 όμποε και 1 φαγκότο. Στα παραπάνω μπορεί τέλος να προστεθεί η σημασία τόσο της όπερας όσο και του Μοντεβέρτι στην ανάδυση της ορχήστρας, η οποία άρχισε να κερδίζει έδαφος και δημοσιότητα.

Κατά τη μετάβαση από την μπαρόκ στην κλασική μουσική περίοδο, η ορχήστρα υπέστη σημαντικές μεταβολές σε συνδυασμό με αλλαγές και στην ίδια την μουσική και ειδικότερα τη γέννηση της Συμφωνίας, που αποτελεί και την κατεξοχήν ορχηστρική μορφή σύνθεσης. Η γνωστή στο ευρύ κοινό ως «συμφωνική ορχήστρα», άρχισε να διαμορφώνεται στις αρχές της κλασικής εποχής, στα μέσα του 18ου αιώνα στη σχολή του Mannheim και δικαίωσε τη μορφή της σε σημαντικό βαθμό με τα έργα των Haydn και Mozart. Προοδευτικά ο αριθμός των εκτελεστών αυξάνεται σημαντικά ενώ παράλληλα γίνεται για πρώτη φορά η ταξινόμηση των εγχόρδων σε διακριτές ομάδες (πρώτα και δεύτερα βιολιά, βιόλες, βιολοντσέλα και κοντραμπάσα). Τα πνευστά όργανα αποκτούν μόνιμη θέση πλέον στην ορχήστρα και μεταξύ αυτών είναι και τα χάλκινα. Η συνηθέστερη συγκρότηση της κλασικής ορχήστρας ήταν: πρώτα και δεύτερα βιολιά, βιόλες, βιολοντσέλα και κοντραμπάσα, από 2 φλάουτα, όμποε, κλαρινέτα, φαγκότα και κόρνα. Περί το τέλος του 18ου αιώνα προστίθενται ακόμα τρομπέτες και τύμπανα. Ο Beethoven χρησιμοποιεί επιπλέον κόρνα, πίκολο φλάουτο, κοντραφαγκότο, τρομπόνια και αργότερα μεγάλα τύμπανα και διάφορα άλλα κρουστά (9η συμφωνία). Κύρια χαρακτηριστικά της κλασικής συμφωνικής ορχήστρας είναι ο δυνατότερος ήχος, η τετραφωνία των εγχόρδων και η διπλή κάλυψη που παρέχεται από τα πνευστά.

Κατά το 19ο αιώνα η μεγάλη συμφωνική ορχήστρα αναπτύσσεται κυρίως με τον Wagner, ο οποίος χρησιμοποιεί ιδιαίτερα τα χάλκινα πνευστά, και καταλήγει με τον Schonberg να έχει πάνω από 100 εκτελεστές. Τον 20ο αιώνα εμπλουτίζεται η ομάδα των κρουστών.

Τα όργανα της σύγχρονης συμφωνικής ορχήστρας προέρχονται από λαούς όλου του κόσμου, κυρίως όμως της Ανατολής και διαμορφώθηκαν από την Αναγέννηση και το Μπαρόκ μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα. Στη μουσικολογία τα μουσικά όργανα διαχωρίζονται, ανάλογα με τον τρόπο που παράγουν τον ήχο, σε ιδιόφωνα, μεμβρανόφωνα, χορδόφωνα, αερόφωνα και ηλεκτρόφωνα. Στη μουσική πρακτική έχει επικρατήσει όμως για τα όργανα της ορχήστρας μία διαφορετική κατάταξη. Η κλασική συμφωνική ορχήστρα αποτελείται από τέσσερις βασικές κατηγορίες οργάνων: τα έγχορδα, τα ξύλινα, τα χάλκινα και τα πνευστά. Μια σύγχρονη μεγάλη ορχήστρα απαρτίζεται από τις εξής ομάδες οργάνων:

– Έγχορδα: βιολιά (α΄και β΄), βιόλες, βιολοντσέλα, κοντραμπάσσα.
– Ξύλινα Πνευστά: πίκκολο, φλάουτα (3), όμποε (3), αγγλικό κόρνο, κλαρινέττα (3), κλαρινέττο μπάσσο, φαγκότα (3), κόντρα φαγκότο.
– Χάλκινα Πνευστά: κόρνα (6), τρομπέτες (4), τρομπόνια (4), τούμπα.
– Κρουστά: τύμπανα, μεγάλο και μικρό ταμπούρο, πιατίνια, τρίγωνο, ξυλόφωνο, γκλόκενσπιλ, γκογκ, κ.ά.
– Κατά περίπτωση: άρπες (2), πιάνο, σαξόφωνο, εκκλησιαστικό όργανο.

Πηγή εικόνας: wikiwand.com

 

Η ανωτέρω κατηγοριοποίηση δεν είναι αυστηρή. Ανάλογα με τις ανάγκες του εκάστοτε έργου μπορεί να προστεθεί ή να αφαιρεθεί κάποια ομάδα. Συνολικά η συμφωνική ορχήστρα μπορεί να αποτελείται από περισσότερους από 50 εκτελεστές, ενώ οι μεγαλύτερες ορχήστρες μπορεί να πλησιάζουν και τα 100 όργανα μεταξύ αυτών τα ηλεκτρόφωνα και οι μαγνητοταινίες.

Τέλος, η κύρια διάταξη των οργάνων της συμφωνικής ορχήστρας είναι η κλασσική, που διαμορφώθηκε το 18ο αιώνα. Από το 1945 ακολουθείται κατά περίσταση και η λεγόμενη αμερικάνικη διάταξη, που απευθύνεται σε μεγαλύτερη ορχήστρα. Πολλές φορές ακολουθούνται και άλλες διατάξεις, ανάλογα με την ιδιαιτερότητα του μουσικού έργου, την ακουστική του χώρου ή άλλες περιστάσεις. Όσον αφορά την ορχήστρα της όπερας, αυτή τοποθετείται μεταξύ της σκηνής και της πλατείας του θεάτρου.


Κατερίνα Κάκου

Γεννήθηκε το 2001 στην Αθήνα και σπουδάζει στο τμήμα της Νομικής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Μιλάει Αγγλικά και Πορτογαλικά, ενώ έχει εντρυφήσει στον μουσικό χώρο καθώς είναι αρπίστρια. Παράλληλα ασχολείται ενεργά με τον αθλητισμό και ιδιαίτερα με τις πολεμικές τέχνες. Δύο πράγματα που δεν θα μπορούσαν να λείπουν από την ζωή της είναι η λογοτεχνία και η ποίηση.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Κατερίνα Κάκου
Κατερίνα Κάκου
Γεννήθηκε το 2001 στην Αθήνα και σπουδάζει στο τμήμα της Νομικής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Μιλάει Αγγλικά και Πορτογαλικά, ενώ έχει εντρυφήσει στον μουσικό χώρο καθώς είναι αρπίστρια. Παράλληλα ασχολείται ενεργά με τον αθλητισμό και ιδιαίτερα με τις πολεμικές τέχνες. Δύο πράγματα που δεν θα μπορούσαν να λείπουν από την ζωή της είναι η λογοτεχνία και η ποίηση.