22.7 C
Athens
Παρασκευή, 29 Μαρτίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΤο νομικό καθεστώς των μνημείων θρησκευτικού χαρακτήρα: Σχέση σύγκρουσης ή συνύπαρξης;

Το νομικό καθεστώς των μνημείων θρησκευτικού χαρακτήρα: Σχέση σύγκρουσης ή συνύπαρξης;


Του Πέτρου-Ορέστη Κατσούλα, 

Η σταδιακή αποκρυστάλλωση της έννοιας της πολιτιστικής κληρονομίας κατά τον 20ο αιώνα αποτέλεσε μία ρηξικέλευθη τομή στην σύλληψη του ανθρωπογενούς τοπίου, το οποίο άρχισε να γίνεται αντιληπτό ως άξιο προστασίας για την ιδιαίτερη ιστορική, πολιτισμική και πολιτιστική του σημασία, ανεξάρτητα από την ειδικότερη χρήση, προέλευση ή ταυτότητα του εκάστοτε μνημείου. Η  έννοια της «κληρονομιάς» αναδεικνύεται ως πιο αφηρημένη έννοια, με τρόπο που να περιλαμβάνει επίσης μη υλικά στοιχεία, όπως προφορικές παραδόσεις και τελετές, ή ακόμη και ιερά τοπία. Συγκεκριμένα, στην υπάρχουσα ταυτότητα ενός κτίσματος ή αντικειμένου άρχισε να προσδίδεται μία νέα ταυτότητα πανανθρώπινη και οικουμενική, κατατάσσοντας το σε μία ευρύτερη κατηγορία, αυτήν της πολιτιστικής κληρονομιάς, λόγω της σημασίας του και της συνεισφοράς του στον παγκόσμιο πολιτισμό. Η βασική ιδέα είναι ότι η πολιτιστική ή πνευματική κληρονομιά καλύπτει αντικείμενα των οποίων η αξία υπερβαίνει τα γεωγραφικά όρια, και τα οποία έχουν μοναδικό χαρακτήρα και συνδέονται στενά με την ιστορία και τον πολιτισμό ενός λαού. Η έννοια της πολιτιστικής κληρονομιάς σταδιακά εξαπλώθηκε και απέκτησε ποικίλες εκφάνσεις, ώστε αν συμπεριλάβει καθετί που εκπροσωπεί την παγκόσμια πανανθρώπινη πολιτισμική παράδοση.

Η απόδοση μνημειακού χαρακτήρα ωστόσο γέννησε και αρκετά ζητήματα, ενόψει των ιδιαίτερων συνθηκών ή του ιδιαίτερου στάτους κάποιου μνημείου, του οποίου η βασική ταυτότητα το τοποθετούσε διαχρονικά σε μία ειδική κατηγορία που δεν συμβιβάζεται ipso facto με τον οικουμενικό χαρακτήρα της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς. Η ιδιότυπη κατηγορία των λατρευτικών μνημείων θέτει υπό το πρίσμα αυτό το ζήτημα, δηλαδή αν η νομοθεσία περί προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς έχει εφαρμογή χωρίς εξαιρέσεις και διαφοροποιήσεις, αν με άλλα λόγια η ιδιότητα ενός μνημείου ως χώρου λατρείας συνεπάγεται αφ’ εαυτής μία προσαρμογή του ειδικού καθεστώτος προστασίας ως αντικειμένου υπαγόμενου στις ιδιαίτερες διατάξεις για την προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος και σε καταφατική περίπτωση, πώς μπορεί να συμβιβαστεί αυτή η διπλή ιδιότητα του συγκεκριμένου μνημείου.

Τούτο, διότι οι  κανόνες προστασίας του πολιτιστικού περιβάλλοντος επιτάσσουν τη λήψη των αναγκαίων εκείνων μέτρων για τη διαφύλαξη και ανάδειξη των λατρευτικών χώρων, που ταυτοχρόνως χαρακτηρίζονται ως μνημεία, μέτρα που ενδέχεται να έχουν επίδραση στην άσκηση της θρησκευτικής λατρείας με ενδεχόμενη σύγκρουση μεταξύ της προστασίας του πολιτιστικού περιβάλλοντος ως συνταγματικής αξίας αφενός και της θρησκευτικής ελευθερίας με την ειδικότερη μορφή της ελευθερίας λατρείας αφετέρου. Όπως επισημαίνει ο Κωνσταντίνος Μενουδάκος, το όλο ζήτημα πρέπει να εξεταστεί στη βάση της οριοθέτησης του περιεχομένου συνταγματικών επιταγών και νομοθετικών ρυθμίσεων κατά τρόπο ώστε να επιτυγχάνεται πρακτική εναρμόνιση κατά την εφαρμογή κανόνων που καταρχήν έχουν διαφορετικό πεδίο εφαρμογής.

Ι. Η προστασία των μνημείων θρησκευτικής λατρείας στο ελληνικό συνταγματικό δίκαιο

Με τις διατάξεις του άρθρ. 24 του Σ., το φυσικό, οικιστικό και το πολιτιστικό περιβάλλον[1] έχει αναχθεί σε συνταγματικά προστατευόμενη αξία. Κατά την άσκηση, συνεπώς, των αρμοδιοτήτων τους, όλα τα όργανα του Κράτους έχουν την υποχρέωση να μην θέτουν σε κίνδυνο ή να υποβαθμίζουν το περιβάλλον σε όλες τις εκφάνσεις του, και, επιπλέον, να προβαίνουν σε θετικές ενέργειες για την προστασία του, ειδικότερα δε, να λαμβάνουν τα απαιτούμενα νομοθετικά και διοικητικά, προληπτικά και κατασταλτικά μέτρα, παρεμβαίνοντας, στον αναγκαίο βαθμό, στην οικονομική ή άλλη ατομική ή συλλογική δραστηριότητα.[2]

Ειδικότερα,  η προστασία των μνημείων αποκτά ρητή κατοχύρωση ήδη με το επαναστατικό  Σύνταγμα της Τροιζήνας, ενώ η ίδρυση των μουσείων και η  προστασία των αρχαιοτήτων κατοχυρώνεται στην έννομη τάξη κατά την περίοδο της αντιβασιλείας με τον υπ’ αριθμόν 10/22.5.1834 νόμο «περί των επιστημονικών και τεχνολογικών συλλογών περί ανακαλύψεως και διατηρήσεως των αρχαιοτήτων και της χρήσεως αυτών». Νομοθετικές διατάξεις, αφορούσες στην προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς, θα εισαχθούν σε πολεοδομικά νομοθετήματα, πρακτική ενδεικτική της τάσης του νομοθέτη να εντάξει την πολιτιστική κληρονομιά στον ευρύτερο χωροταξικό σχεδιασμό, αλλά και να καταστήσει το πολιτιστικό τοπίο, βασικό συστατικό του οικισμού. Η αρχική τάση επικέντρωσης στο αρχαιοελληνικό παρελθόν, ιδιαίτερα έκδηλη κατά τους οθωνικούς χρόνους- και που συνδυαζόταν με την προσπάθεια παρουσίασης του ελληνικού κράτους ως συνέχειας του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, έδωσε τη θέση της σε μία ευρύτερη πολιτική προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς, με την υπαγωγή στο προστατευτικό καθεστώς, βυζαντινών και εκκλησιαστικών μνημείων και έργων τέχνης. Ο νόμος κ.ν. 5351/1932, καθώς και ο ν. 1469/1950 θα εισάγει τη γνωστή συμβατική τριχοτόμηση των μνημείων σε αρχαία (χρονολογούμενα ως το 1453, σε παλαιότερα (1453-1830) και σε νεότερα, χρονολογούμενα από το 1830 και εξής.[3] Με το νόμο 3038/2002, θα ενοποιηθεί το καθεστώς των αρχαιοελληνικών και βυζαντινών μνημείων, αφού πλέον αρχαία θεωρούνται όλα τα πολιτιστικά αγαθά που ανάγονται στου προϊστορικούς αρχαίους βυζαντινούς και μεταβυζαντινούς χρόνους και χρονολογούνται έως και το 1830, γεγονός που καταμαρτυρεί μία περισσότερο πολιτιστική-κοσμική σύλληψη των βυζαντινών μνημείων.[4] Κατά τον Κωνσταντίνο Μενουδάκο, στις γενικότερες ρυθμίσεις του νόμου υπάγονται, ανεξαιρέτως, όλα τα μνημεία, ακόμα και αυτά με προεξέχοντα θρησκευτικό χαρακτήρα, σε συμμόρφωση και με την 24 παρ. 6 του ελληνικού Συντάγματος.[5]

Η φαινομενική σύγκρουση μεταξύ λατρευτικής και πολιτιστικής ιδιότητας άρχισε να αμβλύνεται σταδιακά με την προώθηση μίας διευρυμένης αντίληψης της έννοιας πολιτισμός, η οποία απομακρύνεται από μία στενή και στείρα προσκόλληση σε ένα νεκρό-μουσειακό παρελθόν, για να ανοιχθεί προς την ανθρωπολογία και την κοινωνική διάσταση ενός μνημείου. Έτσι, ήδη, τόσο από διεθνείς οργανισμούς με προεξέχοντα την UNESCO όσο και στις περισσότερες ανεπτυγμένες χώρες, έχει αναγνωριστεί ότι η ίδια η από μακρού χρόνου λατρευτική χρήση μπορεί να προσδώσει πολιτιστική αξία σε συγκεκριμένο οικοδόμημα, ανεξαρτήτως της αρχιτεκτονικής ή καλλιτεχνικής του αξίας,  με το σκεπτικό ότι η εκδήλωση θρησκευτικής λατρείας  αποτελεί τμήμα της παράδοσης και της ιστορίας ενός μνημείου.  Κατά την ελληνική νομολογία, σε ειδικό καθεστώς προστασίας μπορεί να υπαχθεί και η χρήση του μνημείου, η οποία ως αποτέλεσμα ανθρωπογενούς κοινωνικής δραστηριότητας μπορεί να αποτελέσει προϊόν πολιτισμού. Αντιθέτως, τυχόν επεμβάσεις από την πολιτεία, μη συνδεόμενες με την προστασία του μνημείου ή δημιουργώντας δυσχέρειες στην προστασία αυτή, δεν είναι επιτρεπτές.

Το πλαίσιο αυτό εξηγεί- δικαιολογεί, άλλωστε και την παραχώρηση από το Κράτος, της χρήσης μνημείων που ανήκουν στη κυριότητά του σε άλλο πρόσωπο, όπως, εν προκειμένω για χριστιανικούς ναούς, στα αρμόδια όργανα της Εκκλησίας. Υποστηρίζεται, μάλιστα ότι η παραχώρηση σε εκκλησιαστικά -νομικά πρόσωπα της χρήσης των ενεργών χριστιανικών ναών είναι επιβεβλημένη, όχι μόνο για λόγους ως νομική υποχρέωση, αφού οι ναοί αποτελούν το χώρο, στον οποίο ασκείται το δικαίωμα λατρείας των μελών της εκκλησίας. Η διαχείριση και η χρήση χριστιανικών μνημείων από τα εν λόγω εκκλησιαστικά πρόσωπα, δεν στερεί ωστόσο, τις αρμόδιες για την πολιτιστική κληρονομιά, υπηρεσίες από τη λήψη όλως των αναγκαίων μέτρων για τη διατήρηση και προαγωγή του πολιτιστικού χαρακτήρα του μνημείου.

Μία τέτοια συνύπαρξη φαίνεται όχι μόνο να συνυφαίνει τις δύο βασικές ιδιότητες του μνημείου, αλλά έρχεται και σε αρμονία με  το πνεύμα του συνταγματικού νομοθέτη, ο οποίος επιτάσσει η λατρευτική λειτουργία να ασκείται στο πλαίσιο του Συντάγματος και των νόμων, πάντα λαμβάνοντας υπόψη τον ιδιαίτερο χαρακτήρα των μνημείων αυτών ως λατρευτικών χώρων. Με δεδομένο δε, ότι η θρησκευτική ελευθερία κατοχυρώνεται ως δικαίωμα με αμυντικό χαρακτήρα και ασκείται στο πλαίσιο της έννομης τάξης και στο σύνολο των δικαιωμάτων και αξιών που κατοχυρώνονται από το Σύνταγμα. Ζήτημα προσβολής της ελευθερίας λατρείας τίθεται σε περιπτώσεις κατά τις οποίες απαγορεύεται ή παρεμποδίζεται ουσιωδώς, η άσκηση των λατρευτικών καθηκόντων. Κατά συνέπεια, η θέσπιση περιορισμών για την άσκηση της ελευθερίας λατρείας, εφόσον αυτές  εξυπηρετούν δημόσιο συμφέρον και στο αναγκαίο για το σκοπό αυτό μέτρο, δεν προσβάλλουν την ελευθερία της λατρείας.[6]

Αντιθέτως, η όποια νομική λύση δεν θα πρέπει να αναζητηθεί στο επίπεδο κάποιας ενδεχόμενης ιεραρχίας μεταξύ των συνταγματικών επιταγών, αφενός λόγω της τυπικής ισοδυναμίας μεταξύ των, αφετέρου λόγω των επιλογών που προωθεί ο Έλληνας συνταγματικός νομοθέτης. Τα ανωτέρω επιβεβαιώθηκαν και στην περίπτωση του μνημείου της Ροτόντας στη Θεσσαλονίκη[7], η οποία ανήκει και στον κατάλογο μνημείων της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς της UNESCO, κατά την οποία κρίθηκε ότι η Πολιτεία οφείλει να ασκεί τις αρμοδιότητες που προβλέπονται από τη νομοθεσία για την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς σε εφαρμογή της σχετικής συνταγματικής επιταγής, με την υποχρέωση να λαμβάνει υπόψη τις ιδιαίτερες χωρο-χρονικές συνθήκες του εκάστοτε μνημείου, καθώς και τη θέση του στην κοινωνική και εκκλησιαστική ζωή του οικισμού.ΙΙ. Το νομικό ζήτημα της προστασίας των θρησκευτικών μνημείων στο διεθνές και ευρωπαϊκό δίκαιο

Μολονότι, η ελευθερία των θρησκευτικών κοινοτήτων να ορίζουν ιερά αντικείμενα και ιερούς τόπους, όπως θρησκευτικά κτίρια και χώρους λατρείας, πρέπει να θεωρηθεί, πρωτίστως, ως μία από τις βασικές πτυχές της θρησκευτικής ελευθερίας, η οποία αναγνωρίζεται νομοθετικά σε όλες τις ευρωπαϊκές έννομες τάξεις, αλλά και στο διεθνές συμβατικό δίκαιο[8], άλλες διατάξεις που αφορούν στην προστασία των θεμελιωδών ελευθεριών μπορούν να συμβάλουν στον περιορισμό ή μάλλον σε έναν αναπροσδιορισμό της θρησκευτικής αυτής λατρείας, τάση που αναδεικνύεται ιδιαιτέρως στην περίπτωση των μνημείων με θρησκευτικό ενδιαφέρον.

Η  Τέταρτη Σύμβαση της Γενεύης του 1949 ενίσχυσε την προστασία των «τόπων λατρείας που αποτελούν την πολιτιστική ή πνευματική κληρονομιά των λαών»,  ενώ το μεγαλύτερο μέρος των μεταγενέστερων διεθνών διακηρύξεων των Ηνωμένων Εθνών, της UNESCO, καθώς και του Συμβουλίου της Ευρώπης, όπως οι διατάξεις της Σύμβασης της Χάγης για την προστασία της πολιτιστικής ιδιοκτησίας (1954), της Σύμβασης Παγκόσμιας Πολιτιστικής και Φυσικής Κληρονομιάς (1972), της Σύμβασης για την Προστασία της Αρχιτεκτονικής Κληρονομιάς της Ευρώπης (1985), της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προστασία της Αρχαιολογικής Κληρονομιάς (1969), της Ευρωπαϊκής Σύμβαση για το Τοπίο (2000) και η ευρωπαϊκή σύμβαση για την προστασία και την προώθηση της πολυμορφίας των πολιτιστικών εκφράσεων (2005), αποτελούν σημαντικά βήματα προς τη διεθνή επέκταση της θρησκευτικής κληρονομιάς, ως σεβαστή κοινή κληρονομιά που ξεπερνά τα εθνικά σύνορα.

Στο ίδιο πνεύμα, το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο τόνισε, στην περίφημη υπόθεση του Ahmad Al Faqi Al Mahdi,  ότι ο χαρακτηρισμός θρησκευτικών κτιρίων όχι μόνο αντικατοπτρίζει την ιδιαίτερη σημασία τους για τη διεθνή πολιτιστική κληρονομιά, αλλά επίσης συμβάλλει στην  «ευρεία διάδοση του πολιτισμού και την εκπαίδευση της ανθρωπότητας για δικαιοσύνη και ελευθερία και ειρήνη [που] είναι απαραίτητα για την αξιοπρέπεια του ανθρώπου και αποτελούν ιερό καθήκον που όλα τα έθνη πρέπει να εκπληρώσουν με πνεύμα αμοιβαίας βοήθειας και ανησυχίας».  Ιδιαίτερη μνεία αξίζει να γίνει, εξάλλου σε σχετική πρωτοβουλία της UNESCO, το 2016, με την οποία επιδιώχθηκε να τονισθεί ότι τα θρησκευτικού χαρακτήρα μνημεία δεν μπορούν να περιορισθούν μόνο στην υλική  τους διάσταση, χωρίς αναφορά στο λατρευτικό τους πλαίσιο και την «ιερή» τους αξία.

Οι εν λόγω ιδέες αντανακλούν σαφώς μία σαφή επιρροή της γερμανικής νομολογίας, η οποία προωθεί μια προσέγγιση «ολιστικής προστασίας», συνδυάζοντας την πιθανή λειτουργική λειτουργία (liturgische Funktion) ενός συγκεκριμένου θρησκευτικού χώρου, με την παράλληλη δημόσια λειτουργία του (öffentliche Funktion) ως προστατευόμενο πολιτιστικό αγαθό. Σύμφωνα με αυτό το σκεπτικό, οι αρχές προστατεύουν αποτελεσματικά αυτά τα ξεχωριστά στοιχεία της εθνικής κληρονομιάς, στο βαθμό που σέβονται τη θρησκευτική αυτονομία και τη συλλογική ελευθερία των εμπλεκόμενων κοινοτήτων πίστης.

Με το σκεπτικό αυτό, προστατεύοντας την πνευματική σημασία ενός θρησκευτικού μνημείου, διασφαλίζεται η αυθεντικότητα και ακεραιότητά του. Ο θρησκευτικός χαρακτήρας μπορεί να αναγνωριστεί ως ένα πρόσθετο, αλλά μοναδικό χαρακτηριστικό συγκεκριμένων τόπων ή αντικειμένων, που εμπίπτουν στο πεδίο των γενικών νομικών διατάξεων (lex generalis), ενώ μπορεί να δικαιολογήσει αποκλίσεις από τη γενική εφαρμογή των σχετικών νομικών διατάξεων (με την επιφύλαξη, φυσικά, των υποχρεωτικών διατάξεων των εθνικών νόμων ή των jog cogens, π.χ. της νομοθεσίας για την πολιτιστική κληρονομιά ή την προστασία του περιβάλλοντος). Στη Μεγάλη Βρετανία, για παράδειγμα, όσον αφορά τα διατηρητέα κτίρια, παρέχονται επίσημες εξαιρέσεις από τον κρατικό έλεγχο και σχετικοί περιορισμοί (υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις) για οικοδομήματα που χρησιμοποιούνται για τη λατρεία.

Όπως επισημαίνει ο Θ. Τσιβόλας, η ίδια ένταξη των μνημείων αυτών στην παγκόσμια πολιτιστική κληρονομιά συνεπάγεται ipso facto την  διπλή φύση αυτών των ιερών δομών, ώστε οι τελευταίες να αποτελούν πεδία, αφενός για την έκφραση θρησκευτικών πεποιθήσεων και, ταυτόχρονα, αναπόσπαστα στοιχεία της ιστορικής και πολιτιστικής ταυτότητα μιας συγκεκριμένης κοινότητας.[9] Σε κάθε, όμως ,περίπτωση η ίδια η θρησκευτική ταυτότητα του μνημείου όχι μόνο πρέπει να γίνεται σεβαστή, αλλά να αποτελεί μέρος αυτής της κληρονομιάς.[10]

Στη Γαλλία, ο νόμος του 1905, που καθιέρωσε τον διαχωρισμό κράτους Εκκλησίας, συνέβαλε στην εμπέδωση μίας αντίληψης που προωθεί τον θρησκευτικό χαρακτήρα του κτίσματος, ώστε οι θρησκευτικές και εκκλησιαστικές αρχές που διοικούν το κτίριο να μπορούν να αποφασίζουν κυριαρχικά για τη διοίκηση και την οργάνωση του κτίσματος, το οποίο όμως θα προορίζεται αποκλειστικά και θρησκευτική χρήση. Η καλλιέργεια του προβληματισμού για τα μνημεία της παγκόσμιας κληρονομιάς άμβλυνε σταδιακά την αντίληψη αυτή, εγκαινιάζοντας μία λογική συμβατικού διαλόγου μεταξύ των κρατικών-κοσμικών και θρησκευτικών κοινοτήτων, δίνοντας στις πρώτες εξουσίες ουσιαστικής επέμβασης για τη διατήρηση και τη διαφύλαξη του πολιτιστικού χαρακτήρα του μνημείου, χωρίς όμως να θίγεται ο πυρήνας του δικαιώματος της θρησκευτικής λατρείας.[11]

ΙΙΙ. Επίλογος

Από την ανωτέρω ανάλυση προκύπτει ότι η ιδιαίτερη φύση των μνημείων αυτών συνηγορεί προς την νομική λύση της σύζευξης και της αντιμετώπισης τους ως rex mixtae, όρος που προκύπτει από την γερμανική νομολογία και που προάγει την σύλληψη των μνημείων αυτών πρωτίστως ως αντικείμενα συλλογικού ενδιαφέροντος (gemeinsameAngelegenheiten/issues of common interest). Η παραπάνω αντιμετώπιση εμπεδώνει ένα κλίμα διαλόγου μεταξύ θρησκευτικών και κρατικών αρχών και συμβάλει στην προάσπιση της πολιτιστικής ιδιαιτερότητας του μνημείου, το οποίο, ενώ διατηρεί το θρησκευτικό του χαρακτήρα, συμπροβάλλεται ως ένα αντικείμενο το οποίο συμμετέχει στον πανανθρώπινο πολιτισμό. Ωστόσο, θα πρέπει να τονιστεί ότι παρ’όλη την έμφαση στην  προάσπιση του θρησκευτικού στοιχείου, η διεθνής βιβλιογραφία επισημαίνει ότι το τελευταίο δεν μπορεί να υπονομεύει τον οικουμενικό χαρακτήρα του μνημείου ή να υποβιβάζει την πολιτισμική διάσταση σε έναν απλώς επικουρικό ρόλο. Κατά συνέπεια, η συνύπαρξη των δύο στοιχείων σφυρηλατεί μία νέα μνημειακή ταυτότητα, η οποία μεν αναδεικνύεται και διαφυλάσσεται με την υπαγωγή σε διεθνή καθεστώτα προστασίας.


[1] Η προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος εξυπηρετεί «σπουδαίως» το γενικότερο συμφέρον (ΣτΕ 1365/81), συνιστά εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος (ΣτΕ 868/2001), οι δε διατάξεις του άρθρου 24, από τη φύση τους κατισχύουν των διατάξεων του άρθρου 17 (ΣτΕ 1526-41/ 81, 1239/82)

[2] Γ. Παπαδημητρίου, «Περιβαλλοντικό Σύνταγμα», σε Μ. Σκούρτου, Κ. Σοφούλη, Η περιβαλλοντική πολιτική στην Ελλάδα, Ανάλυση του Περιβαλλοντικού Προβλήματος από τη σκοπιά των κοινωνικών επιστημών, εκδ. Τυπωθήτω, Αθήνα, 1995, σ. 48.

[3]. Όπως έχει δε κριθεί από τη νομολογία τα αρχαία μνημεία ενέπιπταν στην προστασία απευθείας από  το νόμο ενώ  για τα μνημεία των δύο άλλων κατηγοριών απαιτείτο  χαρακτηρισμός με διοικητική πράξη. (ΣτΕ 3465/80).

[4] Με τις διατάξεις του νόμου αυτού θεσπίζεται ατομικό δικαίωμα ελεύθερης πρόσβασης και χρήσης της πολιτιστικής κληρονομιάς, ήτοι και αρχαιολογικών χώρων, ιστορικών τόπων, ακίνητων μνημείων και μνημείων, ερειδόμενο στο άρθρ. 24 παρ. 6

[5] Κατά τον ισχύοντα ν. 3028/2002, τα αρχαία ακίνητα μνημεία που χρονολογούνται έως το 1453 ανήκουν στο Δημόσιο κατά κυριότητα και νομή και είναι πράγματα εκτός συναλλαγής και ανεπίδεκτα χρησικτησίας. Τα μεταγενέστερα του έτους αυτού αρχαία μνημεία είναι πράγματα εκτός συναλλαγής και ανεπίδεκτα χρησικτησίας, εφόσον, ανήκουν στο Δημόσιο κατά κυριότητα και νομή, το δικαίωμα όμως κυριότητας στα μνημεία της περιόδου αυτής, που δεν ανήκουν στο Δημόσιο ασκούνται με τους όρους και τις προϋποθέσεις, που ορίζονται με τον εν λόγω νόμο.

[6] Βλ. και Α. Μανιτάκη, «Η συνταγματική προστασία των πολιτιστικών αγαθών και η ελευθερία της λατρείας, Με αφορμή τη χρήση της Ροτόντας (γνωμοδότηση)», Νόμος και Φύση, τ. 2/1995, σ. 43-56.

[7] Για το ζήτημα της Ροτόντας και τα νομικά ζητήματα που προκύπτουν βλ. και Κ. Κυριαζόπουλος, Είναι η Ροτόντα εκτός από Μνημείο και «Ναός:» (σχόλιο στην απόφαση του ΣτΕ 2068/1999), ΤοΣ τ. 1/2000.

[8] Βλ. σχετικά με την ελευθερία σκέψης, συνείδησης και θρησκείας, την Οικουμενική Διακήρυξη για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα (1948), η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα (1953) ή το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (1966).

[9] Η προαναφερθείσα συνύπαρξη μεταξύ του ιδιωτικού και του κοινού είναι μια ιδέα που αρχικά υπέβαλε ο Emile Durkheim, σε συνδυασμό με την κλασική του θεωρία σχετικά με τα «ιερά πράγματα», δηλαδή τα πράγματα (ή ακόμη και ολόκληρες δομές) των οποίων η λειτουργία είναι να είναι ριζικά διαφορετική από τον κανόνα.

[10] Όπως υπογραμμίζει και ο Jérôme Fromageau, δεν είναι δυνατόν σήμερα να αναλογιζόμαστε την προστασία την παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς, χωρίς να λαμβάνουμε υπόψη την πνευματική της διάσταση .

[11] CE, 19 juill. 2011, n° 308544, Commune de Trélazé, CE, ord. rιf., 25 aoϋt 2005, n° 284307, Commune de Massat., CE, 20 juin 2012, n° 340648, Commune des Saintes-Maries-de-la-Mer, Rec. CE, p. 247.


ΠΗΓΕΣ
  • Blake, “On defining the cultural heritage”, International and Comparative laz Quartetly, 49: 61-80.
  • Davies, John Gordon. 1968. The Secular Use of Church Buildings. New York: The Seabury Press
  • Durkheim, É. 2001. The Elementary Forms of the Religious Life. Translated by Carol Cosman. Oxford: Oxford University Press.
  • Α. Fornerod, Le regime juridique du patrimoine religieux, Paris, L’Harmattan, 2013..
  • “The places of worship in France and the public/private divide” In Religion in Public Spaces: A European Perspective. Edited by Silvio Ferrari and Sabrina Pastorelli. Farnham: Ashgate, σ. 323–36.
  • Gabrielli,.Le droit de l’urbanisme et les ‘nouveaux mouvements religieux’: le cas des Témoins de Jéhovah. Mémoire polygraphié. Sophia Antipolis: Université de Nice.
  • Κ. Μενουδάκος, « Προστασία θρησκευτικών μνημείων ως στοιχείων του πολιτιστικού περιβάλλοντος» στο Συλλ. Έργο Το Σύνταγμα εν εξελίξει, 2019
  • Γλ. Σιούτη, Εγχειρίδιο Δικαίου περιβάλλοντος,Αθήνα, Σάκκουλας, Γ’ έκδοση, 2018
  • Tsivolas,. 2013. The Legal Protection of Religious Cultural Goods. Athens-Thessaloniki: Sakkoulas Publications.
  • Tsivolas, Theodosios. 2014. Law and Religious Cultural Heritage in Europe. Heidelberg: Springer.
  • Μ. Τριπολιτσιώτη, Προεισήγηση σε υπόθεση αίτησης ενώπιον του ΣτΕ της Ιεράς Μητρόπολης Θεσσαλονίκης
  • Ε. Τροβά, Το πολιτιστικό περιβάλλον κατά το Σύνταγμα του 1975/86/2001, ανωτέρω.

Πέτρος-Ορέστης Κατσούλας

Είναι υποψήφιος διδάκτωρ συγκριτικού, δημοσίου και ευρωπαϊκού δικαίου (Πανεπιστήμιο Paris II Panthéon-Assas). Πτυχιούχος της Νομικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών στο Δημόσιο Δίκαιο του Πανεπιστημίου Paris II Panthéon-Assas, με ισχυρή βάση στο ευρωπαϊκό δίκαιο, το δημόσιο δίκαιο και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Φέρει δικηγορική εμπειρία σε αντικείμενα δημοσίου δικαίου αλλά και πολιτικής και διοικητικής δικονομίας, από άσκηση στο Νομικό Συμβούλιο του Κράτους. Κατά το παρελθόν είχε ενεργή συμμετοχή στην ELSA ως πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου, συμμετοχή σε προσομοιώσεις οργανισμών και πρακτική άσκηση στο Υπουργείο Εξωτερικών.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Πέτρος-Ορέστης Κατσούλας
Πέτρος-Ορέστης Κατσούλας
Είναι υποψήφιος διδάκτωρ συγκριτικού, δημοσίου και ευρωπαϊκού δικαίου (Πανεπιστήμιο Paris II Panthéon-Assas). Πτυχιούχος της Νομικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών στο Δημόσιο Δίκαιο του Πανεπιστημίου Paris II Panthéon-Assas, με ισχυρή βάση στο ευρωπαϊκό δίκαιο, το δημόσιο δίκαιο και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Φέρει δικηγορική εμπειρία σε αντικείμενα δημοσίου δικαίου αλλά και πολιτικής και διοικητικής δικονομίας, από άσκηση στο Νομικό Συμβούλιο του Κράτους. Κατά το παρελθόν είχε ενεργή συμμετοχή στην ELSA ως πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου, συμμετοχή σε προσομοιώσεις οργανισμών και πρακτική άσκηση στο Υπουργείο Εξωτερικών.