21.1 C
Athens
Τρίτη, 23 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΙστορίαΔεκεμβριανά 1944: Το προοίμιο του Ελληνικού Εμφυλίου

Δεκεμβριανά 1944: Το προοίμιο του Ελληνικού Εμφυλίου


Του Στέφανου Κωστούρου,

Οι γερμανικές στρατιωτικές δυνάμεις άρχισαν την αποχώρησή τους ήδη απ’ την 1η Σεπτέμβρη στα νησιά του Αιγαίου, την Πελοπόννησο και το Ιόνιο. Στην Αττική, οι Γερμανοί αποχώρησαν από τις αρχές του Οκτώβρη και τελικά από την Αθήνα στις 12 Οκτωβρίου 1944. Και ενώ ο λαός ξεχυνόταν στους δρόμους της πρωτεύουσας πανηγυρίζοντας το τέλος της κατοχής, σε πολιτικό επίπεδο ξεκινούσε μία δύσκολη προσπάθεια ανασυγκρότησης. Η νόμιμη κυβέρνηση, που υφίσταντο από το Κάιρο, υπό την ηγεσία του Γ. Παπανδρέου προσπαθούσε να θέσει τις κατάλληλες συνθήκες για την συνεργασία της με το ΕΑΜ–ΕΛΑΣ, μέλη των οποίων συμμετείχαν και στην ΠΕΕΑ (Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης), γνωστή και ως Κυβέρνηση του βουνού. Ως εκ τούτου, ο πρωθυπουργός προχώρησε σε ανασχηματισμό της κυβέρνησης με άτομα που εκπροσωπούσαν όλους τους τότε πολιτικούς χώρους (άρα και την αριστερά).

Ένα από τα σημαντικά θέματα που είχε να διευθετήσει η κυβέρνηση Παπανδρέου ήταν αυτό της αναδιοργάνωσης και συγκρότησης Εθνικού Στρατού. Βάση της Συμφωνίας της Καζέρτας (Σεπτέμβριος 1944), όλες οι αντιστασιακές ομάδες όφειλαν να υπαχθούν στις διαταγές του Βρετανού στρατηγού Ρ. Σκόμπι. Παράλληλα, επιδιώκεται η δημιουργία Εθνικού Στρατού, με πυρήνα την 3η Ορεινή Ταξιαρχία και τον Ιερό Λόχο και στη συνέχεια την ενίσχυσή του με προσωπικό από τον ΕΛΑΣ και τον ΕΔΕΣ. Ο ΕΑΜ, ωστόσο, φοβούμενος την ισχύ των σωμάτων αυτών, πρότεινε την ταυτόχρονη διάλυση του ΕΛΑΣ και της Ταξιαρχίας ή ως εναλλακτική επιλογή επιδίωκε την εκπροσώπηση του ΕΛΑΣ στη συνολική δύναμη του στρατού με το 50%. Η κυβέρνηση, στα πλαίσια της εθνικής ενότητας που επιδίωκε, συμφώνησε στις προτάσεις αυτές (27 Νοεμβρίου 1944). Ωστόσο, μία μέρα μετά, στις 28 Νοεμβρίου, ο ΕΑΜ, δια του εκπροσώπου του Ι. Ζεύγου, ζητούσε νέο όρο με την ταυτόχρονη διάλυση των αντάρτικων ομάδων, της Ταξιαρχίας και του Ιερού Λόχου. Κάτι τέτοιο βέβαια δεν έγινε δεκτό από την κυβέρνηση, θεωρώντας ότι είχε υποχωρήσει ήδη σε πολλά ζητήματα.

Το ΕΑΜ στις 2 Δεκεμβρίου διοργανώνει συλλαλητήριο για την επόμενη ημέρα στην πλατεία Συντάγματος και κηρύττει γενική απεργία για τις 4 του ίδιου μήνα. Η κυβέρνηση, αρχικά, έδωσε την άδεια για την πραγματοποίηση του συλλαλητηρίου. Ωστόσο, όταν έγιναν γνωστές οι αποφάσεις της Κ.Ε του ΕΑΜ για την αναδιοργάνωση και ενεργοποίηση του ΕΛΑΣ, η κυβέρνηση φοβούμενη την εκδήλωση τυχόν στασιαστικού κινήματος οδηγήθηκε στην ανάκληση της άδειας και υπέγραψε το διάταγμα για τη διάλυση των ανταρτικών οργανώσεων. Το πρωί της 3ης Δεκέμβρη ένας μεγάλος όγκος διαδηλωτών συγκεντρωνόταν σιγά σιγά στην πλατεία Συντάγματος. Οι αστυνομικές δυνάμεις είχαν αναπτυχθεί πέριξ της πλατείας, προστατεύοντας το ξενοδοχείο Μεγάλη Βρετανία (εκεί διέμεναν κυβερνητικά μέλη και ξένες αντιπροσωπείες) και άλλα δημόσια νευραλγικά κτήρια. Οι πρώτες συμπλοκές έγιναν στη διασταύρωση των οδών Βασιλίσσης Σοφίας, Βασιλίσσης Αμαλίας και Πανεπιστημίου, πυροδοτώντας στη συνέχεια νέες συγκρούσεις με την χρήση ακόμα και όπλων και από τις δύο πλευρές. Το αποτέλεσμα ήταν να γενικευτούν οι συμπλοκές στο κέντρο της Αθήνας, θέτοντας σε κίνδυνο ακόμα και τον ίδιο τον Γ. Παπανδρέου. Οι συγκρούσεις έληξαν με την παρέμβαση Βρετανών αλεξιπτωτιστών που απομάκρυνε το πλήθος. Από τα επεισόδια υπήρξαν δεκάδες νεκροί (κυρίως διαδηλωτές) και εκατοντάδες τραυματίες και από τις δύο πλευρές. Οι ασκοί του Αιόλου είχαν μόλις ανοίξει.

Ήδη από τις πρωινές ώρες της 4ης Δεκεμβρίου, οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ έθεσαν σε εφαρμογή το σχέδιο για την κατάληψη της πρωτεύουσας με την εξουδετέρωση των τμημάτων Χωροφυλακής σε περιοχές με έντονη την παρουσία των ανταρτών. Τις πρώτες μέρες των συγκρούσεων, οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ είχαν απέναντι τους κυρίως μονάδες της Χωροφυλακής, της Ορεινής Ταξιαρχίας, τμήματα της Σχολής Ευελπίδων και της παραστρατιωτικής οργάνωσης Χ (κυρίως στην περιοχή του Θησείου και του Μακρυγιάννη). Έτσι, τις πρώτες μέρες, οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ κατείχαν τις επιθετικές πρωτοβουλίες κερδίζοντας σταδιακά έδαφος έναντι των κυβερνητικών και βρετανικών δυνάμεων. Από τις 6 και 7 Δεκεμβρίου, ωστόσο, οι Βρετανοί ενισχύονται με εναέρια μέσα και πυροβολικό και οργανώνονται αρτιότερα σε επιχειρησιακό επίπεδο. Έτσι, από τις 9 Δεκεμβρίου και μετά, η κατάσταση του μετώπου στην Αθήνα και τις γύρω συνοικίες αλλάζει ριζικά. Οι κυβερνητικοί μαζί με τις δυνάμεις των Βρετανών αναχαιτίζουν τα σώματα του ΕΛΑΣ και τους οδηγούν σε σταδιακή οπισθοχώρηση στις παρυφές της Αττικής έως τα τέλη του μήνα. Στο διάστημα αυτό, ο ΕΛΑΣ εξαπέλυε αντεπιθέσεις οι οποίες, ωστόσο, αναχαιτίζονταν από τις κυβερνητικές δυνάμεις. Η Αθήνα για 33 ημέρες βρισκόταν στο επίκεντρο μιας καταστροφικής αδελφοκτόνας σύγκρουσης χωρίς κανέναν στην ουσία νικητή.

Ύστερα από την τροπή που πήραν οι επιχειρήσεις στην Αθήνα, το απόγευμα της 7ης Γενάρη παρουσιάστηκε στο αρχηγείο του Βρετανού στρατηγού Σκόμπι εκπρόσωπος του ΕΛΑΣ, ο οποίος επέδωσε στο βρετανικό αρχηγείο ένα σημείωμα υπογεγραμμένο από τον Ι. Ζεύγο, που τονιζόταν, ότι η Κεντρική Επιτροπή του ΕΛΑΣ ζητούσε την κατάπαυση των εχθροπραξιών και τη συνάντηση των δύο πλευρών για τη διευθέτηση των λεπτομερειών. Στις 11 Ιανουαρίου υπογράφτηκε η ανακωχή από τον στρατηγό Σκόμπι ως διοικητή των κυβερνητικών δυνάμεων και οι Ζεύγος, Παρτσαλίδης, Μακρίδης και Αθηνέλλης από την Κ.Ε του ΕΛΑΣ.

Σύμφωνα με τους όρους της, όλοι οι αιχμάλωτοι στρατιωτικοί θα απελευθερώνονταν από τη πλευρά του ΕΛΑΣ, ενώ οι δυνάμεις του όφειλαν να υποχωρήσουν στη γραμμή Ιτέας–Άμφισσας-Λαμίας-Φαρσάλων. Επιπλέον, οι δυνάμεις των ανταρτών υποχρεούνταν να εκκενώσουν τις πόλεις της Θεσσαλονίκης και της Πάτρας. Ωστόσο, η επίλυση των πολιτικών ζητημάτων δεν επήλθε μέσω της ανακωχής. Λίγες εβδομάδες αργότερα, εκπρόσωποι των δύο πλευρών συναντήθηκαν στην εξοχική κατοικία του πολιτικού Π. Κανελλόπουλου (2 Φλεβάρη 1945). Την κυβερνητική πλευρά εκπροσώπησαν ο υπ. Εξωτερικών Ι. Σοφιανόπουλος, ο υπ. Εσωτερικών Π. Ράλλης και ο υπ. Γεωργίας Ι. Μακρόπουλος. Από την πλευρά του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ παραβρέθηκαν ο γενικός γραμματέας του ΚΚΕ Γ. Σάντος, ο Δ. Παρτσαλίδης γραμματέας της Κ.Ε του ΕΑΜ και ο Η. Τσιριμώκος. Επίσης, συμμετείχαν από στρατιωτικής πλευράς ο συνταγματάρχης Π. Κατσώτας και ο συνταγματάρχης Σ. Σαράφης.

Οι αποφάσεις της λεγόμενης Συμφωνία της Βάρκιζας περιλαμβάνονται σε ένα κείμενο που διαρθρωνόταν σε 9 άρθρα. Η συμφωνία προέβλεπε: Α) Την αποκατάσταση των ατομικών ελευθεριών σύμφωνα με το Σύνταγμα. Β) Την ελεύθερη εκδήλωση των πολιτικών και κοινωνικών φρονημάτων και Γ) Την ελευθερία του Τύπου. Ακόμα, έπαυε η ισχύς του στρατιωτικού νόμου που είχε επιβληθεί, ενώ υπήρξε και αμνηστία για τα πολιτικά αδικήματα, με εξαίρεση τα εγκλήματα κοινού ποινικού δικαίου, που δεν ήταν αναγκαία για την τέλεση του πολιτικού αδικήματος. Στο πλαίσιο της συμφωνίας της Βάρκιζας, υπογράφτηκε ξεχωριστά συμφωνία μεταξύ των στρατιωτικών εμπειρογνωμόνων, η οποία ρύθμιζε τα θέματα που σχετίζονταν με τη διαδικασία αποστράτευσης, αφοπλισμού και διάλυσης των δυνάμεων του ΕΛΑΣ. Αξίζει να σημειωθεί ότι στη συμφωνία δεν αναφερόταν ο πλήρης αφοπλισμός των δυνάμεων, αλλά η παράδοση συγκεκριμένου αριθμού όπλων ανά κατηγορία.


Βιβλιογραφία

  • Περιοδικό «Στρατιωτική Ιστορία», Οι Μεγάλες Μάχες, Η Μάχη των Αθηνών 1944, σελ. 5-78, Εκδόσεις Περισκόπιο, Αθήνα 2008
  • «Ε-Ιστορικά» (από την Εφημερίδα Ελευθεροτυπία), Από τα Δεκεμβριανά στον Εμφύλιο, σελ. 30-44

Στέφανος Κωστούρος

Γεννήθηκε το 1998 και ζει στο Ναύπλιο, είναι προπτυχιακός φοιτητής στο τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Διαχείρισης Πολιτισμικών Αγαθών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου στη Καλαμάτα. Το επιστημονικό του ενδιαφέρον εστιάζει στη Νεότερη και Σύγχρονη Ελληνική και Ευρωπαϊκή Ιστορία.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Στέφανος Κωστούρος
Στέφανος Κωστούρος
Γεννήθηκε το 1998 και ζει στο Ναύπλιο, είναι προπτυχιακός φοιτητής στο τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Διαχείρισης Πολιτισμικών Αγαθών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου στη Καλαμάτα. Το επιστημονικό του ενδιαφέρον εστιάζει στη Νεότερη και Σύγχρονη Ελληνική και Ευρωπαϊκή Ιστορία.