23.5 C
Athens
Τρίτη, 16 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΤα καρτέλ της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Τα καρτέλ της Ευρωπαϊκής Ένωσης


Της Μαρίας Μπουλιέρη,

Ποιο είναι το πρώτο πράγμα που σας έρχεται στο νου όταν ακούτε τη λέξη «καρτέλ»; Μεξικό, Narcos και Escobar, Sinaloa και ΕlChapo, ναρκωτικά και αιματηρές συμπλοκές; Πολύ πιθανόν! Τα καρτέλ αποτελούν ένα είδος αντί-ανταγωνιστικής συμφωνίας μεταξύ επιχειρήσεων, ιδιαίτερα επιβλαβή για την αγορά και θεωρούνται απαγορευμένα από το Δίκαιο του Ανταγωνισμού, το οποίο και προβλέπει εκτενώς τις σχετικές λεπτομέρειες. Εφόσον, όμως, καθημερινά συνάπτονται συμφωνίες μεταξύ των επιχειρήσεων, είναι εύλογο να αναρωτηθεί κανείς «Ποια είναι εκείνα τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά μιας συμφωνίας που την καθιστούν παράνομη και γιατί τα καρτέλ είναι τελικά τόσο επιβλαβή για τον ανταγωνισμό;»

Σε συνθήκες ελεύθερης αγοράς, ο «ανταγωνισμός» είναι έννοια χωρίς θετικό ή αρνητικό πρόσημο. Πρόσημο αποκτά με τη διάκρισή του σε ελεύθερο και αθέμιτο. Ο ελεύθερος ανταγωνισμός είναι ιδιαίτερα επωφελής για τους καταναλωτές, αλλά και το σύνολο της αγοράς, καθώς οι επιχειρήσεις βρίσκονται συνεχώς υπό την υγιή πίεση να προσφέρουν τα καλύτερα δυνατά προϊόντα στην καλύτερη δυνατή τιμή. Στην αντίπερα όχθη, ο αθέμιτος ανταγωνισμός περιλαμβάνει διάφορες δόλιες μεθόδους προσέλκυσης καταναλωτικού κοινού ή αύξησης της δύναμης της επιχείρησης με κάθε κόστος. Για τον περιορισμό και κολασμό του, υπάρχουν τα αντίστοιχα νομοθετήματα, όπως ο Νόμος 146/1914, η Οδηγία (ΕΕ) 2019/1 και η Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), ενώ η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει χαράξει μια συγκεκριμένη αυστηρή πολιτική ανταγωνισμού. Μέσω της παρακολούθησης των κρατικών ενισχύσεων, των συγχωνεύσεων, της κατάχρησης δεσπόζουσας θέσης και γενικότερα όλων των συμφωνιών, στόχος της ΕΕ είναι να διασφαλιστούν ισότιμοι και δίκαιοι όροι ανταγωνισμού για όλες τις επιχειρήσεις και η δικιά μας προστασία, ως καταναλωτών.

Τα καρτέλ ή αλλιώς συμπράξεις αποτελούν παράνομες συμφωνίες μεταξύ των επιχειρήσεων που στοχεύουν στον περιορισμό του ανταγωνισμού. Μπορούν να λάβουν διάφορες μορφές και δεν είναι αναγκαίο να έχουν ονομαστεί έτσι ή να έχουν λάβει επίσημη έγκριση από τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις. Διακρίνονται με τρία βασικά κριτήρια: την έκταση δράσης, το αίτιο της σύμπραξης και το περιεχόμενο της δράσης τους. Έτσι, έχουμε «εθνικά», «πολυεθνικά» ή «διεθνή» καρτέλ, «ελεύθερα» ή «αναγκαστικά» και καρτέλ «προσφοράς» ή «ζήτησης». Για να χαρακτηριστεί μια συμφωνία ως «καρτέλ», μπορεί να περιλαμβάνει πρόβλεψη, μεταξύ άλλων, για καθορισμό των τιμών, καταμερισμό της αγοράς, κατανομή των πελατών, περιορισμό της παραγωγής, καθορισμό τιμών μεταπώλησης ή γενικά ανταλλαγή στρατηγικών πληροφοριών για την επιχείρηση.

Οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις, συνήθως, δεσμεύονται μεταξύ τους για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της δεκαετίας, διατηρώντας την αυτοτέλεια και ανεξαρτησία τους. Τις περισσότερες φορές οι δεσμευτικές και μυστικές συμβάσεις που υπογράφουν, περιλαμβάνουν πολύ υψηλές ποινικές ρήτρες σε βάρος της επιχείρησης που τυχόν δεν θα αθετήσει το περιεχόμενο της συμφωνίας. Και εύλογα θα αναρωτηθεί κανείς «Γιατί είναι τόσο επικίνδυνα τα παραπάνω εφόσον ζούμε σε μια ελεύθερη αγορά και υπάρχει μεγάλη επιχειρηματική ελευθερία;»

Οι επιχειρήσεις που συμμετέχουν σε καρτέλ για τον έλεγχο των τιμών και την κατανομή των πελατών μεταξύ τους, αποφεύγουν δολίως την υγιή πίεση των ανταγωνιστών τους. Ως αποτέλεσμα, νέα προϊόντα δεν προωθούνται όπως θα έπρεπε, η ποιότητα δεν βελτιώνεται και η τιμές δεν «πέφτουν». Αυτό έχει άμεσο αντίκτυπο στους καταναλωτές, οι οποίοι καταλήγουν να πληρώνουν ακριβότερα για χαμηλότερης ποιότητας προϊόντα και να μην έχουν τόσες επιλογές, καθώς τα ισχυρά καρτέλ εμποδίζουν την εμφάνιση νέων επιχειρήσεων στην αγορά ή αποτελούν κίνδυνο για τη βιωσιμότητα τους.

Ένα ακόμη χαρακτηριστικό των καρτέλ είναι ότι είναι μυστικά. Και πώς να μην είναι, άλλωστε, αφού είναι παράνομα. Παρά την αυστηρή πολιτική της ΕΕ και τα υψηλά πρόστιμα που μπορούν να επιβληθούν, η μυστικότητά τους καθιστά πολύ δύσκολη της απόδειξη της ύπαρξής τους. Για το λόγο αυτό, η ΕΕ εφαρμόζει την εξής «πονηρή στρατηγική επιβράβευσης του μαρτυριάρη» ή κομψότερα «πολιτική επιείκειας»:Προσφέρει μερική ή ολική απαλλαγή από την καταβολή του προστίμου που θα τους επέβαλλε η Επιτροπή, εάν οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις ομολογήσουν την ανάμειξή τους, παρέχοντας αποδεικτικά στοιχεία και εάν έρθουν σε συμβιβασμό με την Επιτροπή. Η τακτική αυτή μπορεί να αποδειχθεί συμφέρουσα και για τις δύο μεριές· και η Επιτροπή εξοικονομεί χρόνο και πόρους και οι επιχειρήσεις του καρτέλ πληρώνουν μειωμένο πρόστιμο και έχουν μια δεύτερη βιώσιμη ευκαιρία.

Οι συμφωνίες αυτές, ωστόσο, δεν είναι πάντοτε παράνομες. Προβλέπονται ορισμένες εξαιρέσεις που τις επιτρέπουν. Για παράδειγμα, αν η συμφωνία έχει περισσότερες θετικές παρά αρνητικές συνέπειες, οι επιχειρήσεις που συμμετέχουν σε αυτήν αντιπροσωπεύουν μικρό μόνο συνολικό μερίδιο αγοράς ή δραστηριοποιούνται σε άλλους τομείς και δεν είναι ανταγωνιστικές ή, ακόμη, αν η συμφωνία είναι αναγκαία για τη βελτίωση ή ανάπτυξη προϊόντων/υπηρεσιών, δεν μπορούν να θεωρηθούν παράνομες και είναι αποδεκτές από το Δίκαιο.

Ας δούμε, τώρα, μια πρόσφατη και πολύ ενδιαφέρουσα απόφαση της Επιτροπής (27 Σεπτέμβρη 2019) που αφορά καρτέλ γνωστών εταιρειών, την εφαρμογή της «πολιτικής επιείκειας» και το ύψος των προστίμων που επιβλήθηκαν. Όπως αποκαλύφθηκε, οι εταιρείες Bonduelle, Coroos και Groupe CECAB συμμετείχαν σε καρτέλ για πάνω από 13 χρόνια για την παροχή κονσερβοποιημένων λαχανικών εντός Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ). Το καρτέλ αυτό έγινε γνωστό, καθώς η ίδια η Bonduelle ομολόγησε την ύπαρξή του και τη συμμετοχή της σε αυτό. Με την πράξη της αυτή, κατάφερε να «γλιτώσει» το πρόστιμο που θα της επιβαλλόταν κανονικά, το οποίο άγγιζε τα 250 εκατομμύρια ευρώ, ενώ οι Coroos και Groupe CECAB, οι οποίες τελικά συνεργάστηκαν στις έρευνες επιβραβεύτηκαν με μια μερική μείωση του προστίμου της τάξης του 15% και 30% αντίστοιχα, που σε ευρώ μεταφράζεται στην καταβολή 13.647.000€ και 18.000.000€ αντίστοιχα.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, οι εταιρείες Bonduelle, Coroos και Groupe CECAB είχαν συμφωνήσει για τον καθορισμό των τιμών, για τα μερίδια αγοράς και τα ποσοστά των πελατών που θα έχει η καθεμία στην αγορά, συντόνιζαν τις προσφορές τους και αντάλλασσαν εμπορικά ευαίσθητες πληροφορίες. Η Bonduelle, μάλιστα, είχε τιμωρηθεί και με άλλο πρόστιμο κατά το παρελθόν και συγκεκριμένα τον Ιούνιο του 2014 για τη συμμετοχή της σε καρτέλ με τις εταιρείες Lutèce και Prochamp. Το καρτέλ αυτό αφορούσε κονσέρβες μανιταριών και το ύψος του προστίμου ανερχόταν στα 32 εκατομμυρίων ευρώ. Το δις εξαμαρτείν ουκ ανδρός σοφού… αγαπητή Bonduelle.

Κλείνοντας, οι παράνομες συμπράξεις ίσως δεν είναι η πρώτη μας σκέψη όταν ακούμε τη λέξη «καρτέλ», ωστόσο αυτό που συμβαίνει στο Μεξικό είναι αρκετά διαφορετικό από ό,τι περιγράψαμε παραπάνω. Εκεί τα καρτέλ κυριαρχούν στη χονδρική αγορά παράνομων ναρκωτικών και μάχονται μεταξύ τους για τον περιφερειακό έλεγχο της αγοράς, κάνοντας παράνομες συμφωνίες μεταξύ τους και ρυθμίζοντας τα μερίδιά τους στην αγορά. Ωστόσο, η βασική διαφορά είναι ότι όχι μόνο οι συμφωνίες αυτές είναι παράνομες, αλλά και η ίδια η διακίνηση των προϊόντων τους, κάτι που δε συμβαίνει προφανώς με τις κονσέρβες λαχανικών. Γίνεται κατανοητό, λοιπόν, ότι η ευρωπαϊκή πολιτική ανταγωνισμού και ο μαινόμενος «πόλεμος» μεταξύ της μεξικανικής κυβέρνησης και των διαφόρων αντιπάλων καρτέλ ναρκωτικών, δεν έχουν και τόσο μεγάλη σχέση όσον αφορά τη συγκεκριμένη έννοια.


Πηγές


 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Μαρία Μπουλιέρη
Μαρία Μπουλιέρη
Γεννήθηκε το 1997 στην Αθήνα, όπου και ζει μόνιμα. Είναι ασκούμενη δικηγόρος και μεταπτυχιακή φοιτήτρια στο ΠΜΣ «International & European Legal Studies» με ειδίκευση «Private Law & Business Transactions» στο τμήμα Νομικής του ΕΚΠΑ, όπου ολοκλήρωσε και τις προπτυχιακές της σπουδές. Τρέφει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το εμπορικό δίκαιο και συγκεκριμένα το δίκαιο βιομηχανικής ιδιοκτησίας. Σε προπτυχιακό επίπεδο φοίτησε για ένα εξάμηνο στο Πανεπιστήμιο της Λιμόζ στη Γαλλία. Εκεί, σε ακαδημαϊκό επίπεδο εστίασε στο δίκαιο του περιβάλλοντος και πήρε μέρος σε πολλές εθελοντικές δράσεις.