22.7 C
Athens
Παρασκευή, 29 Μαρτίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΞέπλυμα μαύρου χρήματος, μια παράνομη και ανήθικη πρακτική

Ξέπλυμα μαύρου χρήματος, μια παράνομη και ανήθικη πρακτική


Της Μαρίας Τσαλίκη,

Εμπόριο ναρκωτικών, τρομοκρατία, διακίνηση όπλων και λευκής σαρκός, παιδική πορνογραφία, λαθρεμπόριο, φοροδιαφυγές, δωροληψίες, απάτες μέσω διαδικτύου… Τα παραπάνω εγκλήματα αποτελούν μια ενδεικτική μόνο απαρίθμηση των εγκληματικών πράξεων που λαμβάνουν χώρα καθημερινά σε ολόκληρη την υφήλιο. Εγκλήματα πάσης φύσεως, με καθένα από αυτά να εμπίπτει και σε διαφορετικό κλάδο του δικαίου της νομικής επιστήμης (οικονομικά, ποινικά, εμπορικά, ηλεκτρονικά κλπ.).

Στόχος των περισσοτέρων εγκληματικών πράξεων; Η αποκόμιση παράνομου χρηματικού οφέλους. Η σιωπηρή διακίνηση αμύθητων ποσών κυριολεκτικά κάτω από τη μύτη δεκάδων κυβερνήσεων και εκατομμυρίων πολιτών, με στόχο απλώς και μόνο τον πλουτισμό και την ευημερία μιας ολιγάριθμης κατηγορίας ανθρώπων, των οποίων η επιδίωξη μιας πολυτελούς ζωής παίρνει σάρκα και οστά μέσω εγκληματικών πράξεων και νομικών τεχνασμάτων.

Πώς μπορεί, όμως, ένας εγκληματίας να κουκουλώσει τα τεράστια ποσά που αποκομίζει από την εγκληματική του δραστηριότητα; Ποιος είναι ο τρόπος να προσελκύσει όσο το δυνατόν λιγότερη προσοχή στις εγκληματικές του πράξεις και παράλληλα να ελέγξει και να εκμεταλλευτεί τα κεφάλαια που αποκομίζει από αυτές;

Η απάντηση είναι απλή και κρύβεται πίσω από μια μικρή και σύντομη περιγραφή ενός από τα πιο συχνά εγκλήματα της εποχής μας, αυτή του ξεπλύματος μαύρου χρήματος. Όταν μια εγκληματική δραστηριότητα προσφέρει σημαντικά ποσά εσόδων, το άτομο ή τα άτομα που κρύβονται πίσω από την πυροδότησή τους επιδιώκουν μανιωδώς την εύρεση ενός τρόπου φανερά νόμιμης εκμετάλλευσης, όσων έχουν κερδίσει μέσα από τις παράνομες πρακτικές τους. Το ξέπλυμα μαύρου χρήματος αποτελεί μια πρακτική, κατά την οποία κέρδη που προέρχονται από παράνομες δραστηριότητες αποκόπτονται από την αρχική και εγκληματική τους πηγή και μεταφέρονται σε τομείς, στους οποίους εμφανίζονται ως νομίμως αποκτηθέντα.

Η διαδικασία του ξεπλύματος βασίζεται σε τρεις φάσεις και προσφέρει στους εγκληματίες το προβάδισμα της συγκάλυψης της παράνομης προέλευσης του εισοδήματός τους με τρόπο που να μπορούν αυτά να χρησιμοποιηθούν ανοιχτά, χωρίς να προσελκύουν την προσοχή των αρχών.

  1. Η πρώτη φάση καλείται η φάση της τοποθέτησης (placement). Πρόκειται για το στάδιο κατά το οποίο τα παράνομα κεφάλαια εισέρχονται στο γενικό οικονομικό σύστημα μέσω νόμιμων διαδικασιών. Οι χρηματιστηριακές αγορές, με αγορά μετοχών ακόμα και ζημιογόνων εταιριών ή εταιριών βιτρίνας, η κατάθεση μετρητών σε τραπεζικούς λογαριασμούς χωρών με πλήρη απελευθέρωση του χρηματοπιστωτικού τομέα, τα ανταλλακτήρια συναλλάγματος και οι επενδύσεις σε περιουσιακά στοιχεία είναι οι πιο συνηθισμένοι τρόποι τοποθέτησης των κεφαλαίων αυτών στην αγορά.
  2. Η δεύτερη φάση είναι η φάση της διαστρωμάτωσης ή συσσώρευσης (layering). Αποτελεί το στάδιο της απομάκρυνσης των παράνομων χρημάτων και της τοποθέτησής τους σε νέο χώρο με πλήρη αποκοπή από την αρχική τους πηγή. Στο εν λόγω στάδιο, εμπίπτουν οι περιπτώσεις μεταφοράς κεφαλαίων σε χώρες-φορολογικούς παραδείσους, η σύσταση και χρήση των offshore εταιριών, το σπάσιμο του ποσού σε μικρότερα κεφάλαια κλπ. Στο τέλος της δεύτερης φάσης, το ξέπλυμα έχει φτάσει σε ένα ποσοστό 80% επιτυχίας, καθιστώντας όλο και δυσχερέστερο το έργο των αρχών.
  3. Η τρίτη φάση είναι η φάση της ολοκλήρωσης ή ενσωμάτωσης (integration). Στο σημείο αυτό, τα χρήματα έχουν περιέλθει σε νόμιμη πλέον μορφή και είναι έτοιμα να χρησιμοποιηθούν φανερά ως νομίμως αποκτηθέντα. Στη συγκεκριμένη φάση, οι πιο συχνές κινήσεις των εγκληματιών αφορούν πωλήσεις περιουσιακών τους στοιχείων, χρησιμοποιώντας ως αγοραστές δικές τους εικονικές εταιρίες, παρουσιάζοντας τα ποσά αυτά ως έσοδά τους, με τη χρήση πλαστών τιμολογίων ή μέσω ψεύτικων δανείων, ποσών δηλαδή που στην πραγματικότητα δανείζονται από τον ίδιο τους τον εαυτό, εκμεταλλευόμενοι το εταιρικό και τραπεζικό απόρρητο.

Η καταπολέμηση του εν λόγω εγκλήματος απασχόλησε τα νομικά συστήματα σε ολόκληρο τον πλανήτη και οδήγησε στη σύσταση της Επιτροπής Οικονομικής Δράσης/F.A.T.F (Financial Action Task Force on Money Laundering) για τη διεθνή καταπολέμηση του ξεπλύματος βρώμικου χρήματος.

Το ξέπλυμα μαύρου χρήματος στην Ελλάδα.

Σύμφωνα με τον κατάλογο που εξέδωσε η F.A.T.F. η Ελλάδα βρίσκεται στην τέταρτη θέση των πιο διεφθαρμένων χωρών του κόσμου. Στην ελληνική έννομη τάξη, βάση για τη στοιχειοθέτηση του εν λόγω εγκλήματος, αποτελεί πλέον ο νόμος 4557/2018, ο οποίος και ενσωμάτωσε στην εθνική νομοθεσία την Οδηγία 2015/849 σχετικά με «την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας».

Σύμφωνα με τον ν. 4557/2018 για την ανεύρεση του κατάλληλου πλαισίου ποινής, δέουσα φαίνεται η ανάλυση των τεσσάρων κατηγοριών του ξεπλύματος. Ανάλογα, δηλαδή, με τον ρόλο που διαδραματίζουν οι δράστες στη συγκεκριμένη πρακτική εντάσσονται και σε διαφορετική κατηγορία και παράγραφο του νόμου. Έτσι μπορούμε να διακρίνουμε τέσσερις κατηγορίες δραστών/συμμέτοχων στο εν λόγω έγκλημα:

  1. Όσοι διαπράττουν τα βασικά ποινικά αδικήματα και προβαίνουν στο ξέπλυμα όσων έχουν αποκτήσει από τις προσωπικές  και παράνομες δραστηριότητες τους.
  2. Όσοι τελούν τα βασικά εγκλήματα και προσπαθούν να ξεπλύνουν, όχι μόνο όσα οι ίδιοι απέκτησαν παρανόμως, αλλά και όσα απέκτησαν άλλοι.
  3. Όσοι έχοντας νόμιμες επιχειρήσεις και μη διαπράττοντας κανένα αδίκημα, υποστηρίζουν την παράνομη δραστηριότητα και τα παρανόμως αποκτηθέντα έσοδα άλλων.
  4. Όσοι μέσω των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων τους αναλαμβάνουν το ξέπλυμα για λογαριασμό των βασικών δραστών του εγκλήματος.

Αναλυτικότερα, με βάση τον παραπάνω νόμο ο υπαίτιος πράξεων νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες τιμωρείται με κάθειρξη από 5 μέχρι 10 έτη και χρηματική ποινή που κυμαίνεται από 20.000€ έως 1.000.000€. Επιπλέον, όποιος ασκεί τέτοιου είδους δραστηριότητες κατ’ επάγγελμα ή κατά συνήθεια, είναι υπότροπος ή έδρασε εντός των πλαισίων εγκληματικής ή τρομοκρατικής οργάνωσης φέρει την ποινή της κάθειρξης τουλάχιστον 10 ετών και την χρηματική ποινή που κυμαίνεται από 50.000€ έως και το ποσό των 2.000.000€. Τη φυλάκιση, τέλος, μέχρι 2 έτη, θα αντιμετωπίζουν σύμφωνα με το άρθρο 39 παρ. 1 περ. (δ) του ν. 4557/2018 λογιστές, μεσίτες ακινήτων και άλλοι πολλοί ελεύθεροι επαγγελματίες, οι οποίοι δε θα συμμορφώνονται ως οφείλουν με τις προβλεπόμενες διατάξεις ως υπάλληλοι υπόχρεου νομικού προσώπου.

Δεν είναι μυστικό, πως παρά τα δεκάδες μέτρα πρόληψης και καταστολής του εγκλήματος, το ξέπλυμα όχι απλώς δεν χάνει τη δημοτικότητά του, αλλά τα τελευταία χρόνια σημειώνει ραγδαία άνοδο, με όλο και περισσότερους ψυχρούς οικονομικούς και  όχι μόνο εγκληματίες να βρίσκουν καταφύγιο στη σιγουριά και τον εφησυχασμό που αυτό προσφέρει. Οι ανεπαρκείς έλεγχοι, η τήρηση του τραπεζικού απορρήτου και τα τεράστια ποσά που αποκομίζουν ακόμα και οι ίδιες οι τράπεζες μέσω της εν λόγω πρακτικής αποτελούν έναν από τους βασικούς παράγοντες της μη επαρκούς αντιμετώπισης του φαινομένου. Το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος αποτελεί ένα ποινικό αδίκημα, το οποίο θα πρέπει να τιμωρείται αυστηρά και να αποσκοπεί με τα πιο αποτελεσματικά μέτρα, τόσο στην καταστολή, όσο και στην πρόληψη μελλοντικών και παρόμοιων πρακτικών.


Πηγές 


Μαρία Τσαλίκη
Η Μαρία Τσαλικη γεννήθηκε στην Κόρινθο το 1998 και διαμένει στην Κομοτηνή. Είναι τεταρτοετής φοιτήτρια στο τμήμα νομικής του Δημοκρίτειου πανεπιστημίου. Τον ελεύθερο χρόνο της τον αναλώνει ασχολούμενη με τον αθλητισμό, την ανάγνωση βιβλίων και την συγγραφή.
 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Μαρία Τσαλίκη
Μαρία Τσαλίκη
Γεννήθηκε στην Κόρινθο το 1998 και διαμένει στην Κομοτηνή. Είναι τεταρτοετής φοιτήτρια στο τμήμα νομικής του Δημοκρίτειου πανεπιστημίου. Τον ελεύθερο χρόνο της τον αναλώνει ασχολούμενη με τον αθλητισμό, την ανάγνωση βιβλίων και την συγγραφή.