12 C
Athens
Σάββατο, 20 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΠολιτικήΓνώμηΚουπόνια εκπαίδευσης: Θεσμός κοινωνικής δικαιοσύνης ή εμπορευματοποίησης της παιδείας;

Κουπόνια εκπαίδευσης: Θεσμός κοινωνικής δικαιοσύνης ή εμπορευματοποίησης της παιδείας;


Της Ιωάννας Παπαγεωργακοπούλου,

Οι εναγώνιες και διαρκείς προσπάθειες για αναβάθμιση του εκπαιδευτικού συστήματος, κυρίως δε της δημόσιας παιδείας, ώθησε τον νομπελίστα οικονομολόγο Milton Friedman να διατυπώσει στη δεκαετία του 1950 τις καινοτόμες ιδέες του για μια παιδεία βασισμένη στο δικαίωμα επιλογής. Το όραμα για μια εκπαίδευση χωρίς διαχωρισμούς λόγω οικονομικών ανισοτήτων, για σχολεία που θα επιλέγονται ελεύθερα από τους γονείς ανεξαρτήτως βιοτικού επιπέδου εισήγαγε τον θεσμό των εκπαιδευτικών κουπονιών (school vouchers). Παρά το γεγονός, ότι το περιεχόμενο του όρου και η σχετική νομοθετική πρόβλεψη ποικίλλει ανά την υφήλιο, τα vouchers αυτά συνιστούν κατά κανόνα μια πιστοποίηση κρατικής χρηματοδότησης που αφορά σε ένα συγκεκριμένο ποσό και παρέχεται στους γονείς προκειμένου αυτοί να την χρησιμοποιήσουν σε οποιοδήποτε σχολείο της επιλογής τους, με την προϋπόθεση φυσικά ότι το τελευταίο δέχεται τέτοιου είδους κουπόνια ως δίδακτρα. Με αυτόν τον τρόπο, παρέχεται στους εκάστοτε γονείς η δυνατότητα να αξιοποιούν δημόσια κονδύλια προκειμένου να εξασφαλίσουν την εκπαίδευση των παιδιών τους τόσο σε δημόσια όσο και σε ιδιωτικά σχολεία.

Στην πραγματικότητα, πρόκειται για μια μεταφορά του ανταγωνισμού και της ελεύθερης αγοράς, όροι που αναμφίβολα κινούν τα νήματα της οικονομίας, στον χώρο της εκπαίδευσης. Θεμέλιο αυτής της ιδέας, αποτελεί η πεποίθηση ότι ο υγιής ανταγωνισμός μεταξύ των σχολείων, δημόσιων και ιδιωτικών, θα έχει ως απόρροια την ουσιαστική βελτίωση της παρεχόμενης εκπαίδευσης, καθώς το κάθε εκπαιδευτικό ίδρυμα θα αναγκάζεται να προσφέρει ένα ρηξικέλευθο και ελκυστικό για τους γονείς πρόγραμμα σπουδών, προκειμένου να επιβιώσει από τον σχετικό ανταγωνισμό. Τα κουπόνια αυτά δηλαδή, στην αρχέτυπη μορφή τους, αποτελούν έναν τρόπο εγκαθίδρυσης «αγορών» στον τομέα της παιδείας, ενώ παράλληλα καθίστανται ένα μέσο άσκησης πολιτικής στη «βιομηχανία της εκπαίδευσης» (όρος του Friedman). Στο μοντέλο αυτό που προτείνει ο Friedman, ο ρόλος της κυβέρνησης θα περιοριζόταν στη διασφάλιση ότι τα σχολεία πληρούν ορισμένα ελάχιστα πρότυπα, όπως η συμπερίληψη ενός ελάχιστου κοινού περιεχομένου στα προγράμματα σπουδών τους.

Κατά τον Friedman, τα κουπόνια εκπαίδευσης υπόσχονται ότι αυξάνουν τα μαθησιακά αποτελέσματα, ενώ το προτέρημα της επιλογής δύναται να προωθήσει την οικονομική ανάπτυξη, την κοινωνική πρόοδο, τις ίσες ευκαιρίες και τελικά την ελευθερία και την καθολική ισότητα. Από αυτή την άποψη, η βασική πρόκληση για τον ίδιο ήταν ο διαχωρισμός της χρηματοδότησης από τη λειτουργία των σχολείων ως μέσο για να διασπαστεί το φερόμενο «μονοπώλιο» της κυβέρνησης. Ο ίδιος επισημαίνει, εξάλλου, ότι ένα ακόμη σημαντικό όφελος από ένα σύστημα κουπονιών είναι ότι «θα καταστήσει τους μισθούς των δασκάλων των σχολείων ανταποκρινόμενους στις δυνάμεις της αγοράς» και τις συναφείς «αλλαγές στις συνθήκες ζήτησης ή προσφοράς». Ο Friedman γνώριζε τους πολλαπλούς τρόπους με τους οποίους θα μπορούσαν να τεθούν σε εφαρμογή οι αρχές του θεσμού αυτού, συμπεριλαμβανομένης της «μεικτής» ρύθμισης σύμφωνα με την οποία οι κυβερνήσεις θα μπορούσαν να συνεχίσουν να διαχειρίζονται μερικά σχολεία. Ταυτόχρονα, το σχέδιό του παρέχει τη δυνατότητα σε σχολεία να απαιτούν από τους γονείς υψηλότερα δίδακτρα από το ποσό της χρηματοδότησης και ως απόρροια οι πιο εύποροι να δύνανται να στείλουν τα παιδιά τους σε καλύτερα χρηματοδοτούμενα σχολεία που συμμετέχουν στο πρόγραμμα σε σχέση με τους οικονομικά ασθενέστερους γονείς. Προέβλεπε, ταυτόχρονα, τη διπλή όψη της επιλογής: τα σχολεία, όπως ακριβώς οι γονείς, θα μπορούσαν να επιλέξουν ποιους μαθητές θα δεχθούν και ποιους όχι βάσει των ακαδημαϊκών τους επιδόσεων.

Σαράντα χρόνια αργότερα και σύμφωνα με τις ιδέες του Friedman, ο Edwin West, υποστηρικτής των school vouchers, σε μια δημοσίευση της Παγκόσμιας Τράπεζας συνόψισε τους τέσσερις βασικούς στόχους του θεσμού αυτού:

  1. Επιλογή καταναλωτή, με τους γονείς ως πραγματικούς καταναλωτές της εκπαίδευσης.
  2. Προσωπική εξέλιξη, καθώς η επιλογή των σχολείων διεγείρει το ενδιαφέρον, τη συμμετοχή, τον ενθουσιασμό και την αφοσίωση.
  3. Προώθηση του ανταγωνισμού αμφισβητώντας το μονοπώλιο των δημόσιων σχολείων ωθώντας τα να ανταγωνίζονται μεταξύ τους και με ιδιωτικά σχολεία, μειώνοντας έτσι το κόστος και αυξάνοντας την ποιότητα και την καινοτομία.
  4. Ίσες ευκαιρίες για όλους, πράγμα που σημαίνει ότι άτομα που ανήκουν σε χαμηλότερα οικονομικά στρώματα θα μπορούν να παρέχουν στα παιδιά τους μια αξιόλογη εκπαίδευση, με βάση την προσωπική τους κρίση για το περιεχόμενο αυτής.

Πάντως, έχουν διατυπωθεί ενστάσεις σχετικά με το κατά πόσο ο θεσμός αυτός επιφέρει ευεργετικά αποτελέσματα. Ενδεικτικά, όσον αφορά τις ΗΠΑ, ανακύπτει το πρόβλημα της σχέσης μεταξύ εκκλησίας – κράτους. Το γεγονός ότι οι γονείς θα μπορούν να χρησιμοποιήσουν τα κουπόνια τους για να πληρώσουν δίδακτρα σε σχολεία, παραβιάζει άραγε την πρώτη τροποποίηση, σύμφωνα με την οποία η κυβέρνηση δεν μπορεί να παρέχει υποστήριξη σε θρησκευτικές οργανώσεις, λόγω της διάκρισης μεταξύ εκκλησίας – κράτους; Όποια κι αν είναι η τύχη ενός πλήρους σχεδίου κουπονιών, φαίνεται σαφές ότι το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ θα δεχόταν ένα σχέδιο που αποκλείει σχολεία που συνδέονται με την εκκλησία. Με αυτόν τον τρόπο, όμως, το όραμα της ισότητας δεν καταλήγει στην ανισότητα και τις διακρίσεις;

Οι έρευνες, πάντως, σχετικά με τον αντίκτυπο του θεσμού αυτού στις μαθησιακές επιδόσεις, παρουσιάζουν μεικτά ευρήματα δεδομένων των διαφορετικών κοινωνικών και υλικών πλαισίων εντός των οποίων έχουν διεξαχθεί. Εν τούτοις, αυτό που χρειάζεται να τονισθεί είναι, ότι δεν υπάρχουν σαφείς ενδείξεις σχετικά με την ευεργετική σύνδεση μεταξύ των εκπαιδευτικών κουπονιών και των επιδόσεων των μαθητών, ενώ στην πραγματικότητα έρευνες έχουν καταλήξει και σε αρνητικά συμπεράσματα όσον αφορά την εκπαιδευτική ανισότητα, το σχολικό διαχωρισμό και τη μείωση του προγράμματος σπουδών και της διδασκαλίας. Υπάρχουν, επίσης, έρευνες, σχετικά με τις επιπτώσεις της ιδιωτικοποίησης, από τις οποίες κάποιες έχουν καταλήξει σε θετικά ευρήματα, ενώ υπάρχουν κι άλλες από τις οποίες δε συνάγεται κάποιο αποτέλεσμα ή συνάγεται κάποιο αρνητικό. Δικαιολογημένα, συνεπώς, η εγκυρότητα αυτής της «απόδειξης» αμφισβητείται συχνά. Πάντως, αυτό που είναι σαφές είναι πως δεν υπάρχει κάποια σταθερή βάση πάνω στην οποία θα μπορούσε να στηριχθεί το επιχείρημα ότι η ιδιωτικοποίηση οδηγεί υποχρεωτικά σε πιο εποικοδομητικά αποτελέσματα σε σχέση με την κρατικώς παρεχόμενη εκπαίδευση. Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν πολλά στοιχεία από διαφορετικές εθνικές ρυθμίσεις που δείχνουν ότι οι ιδιωτικοποιήσεις, όπως τα κουπόνια εκπαίδευσης και η σχετική δυνατότητα επιλογής, οδηγούν σε αυξημένο κοινωνικό διαχωρισμό, καθώς και ότι η υιοθέτηση πολιτικών βάσει επιδόσεων και αποτελεσμάτων οδηγεί σε δοκιμαστικές προσεγγίσεις της διδασκαλίας, γεγονός που αυξάνει τα επίπεδα στρες των μαθητών.

Δεν είναι εφικτό, συνεπώς, να αγνοηθεί, ότι ο θεσμός των school vouchers ευαγγελίζεται μια εκπαίδευση βαθιά στερεωμένη σε θεμελιώδεις αξίες, όπως η ισότητα, η ελευθερία επιλογής, η άρση των διαχωρισμών, και πλήρως (;) ανεξάρτητη από οικονομικές ανισότητες, δεδομένου ότι όλοι ανεξαιρέτως θα μπορούν να στείλουν τα παιδιά τους σε ιδιωτικά σχολεία της επιλογής τους. Οι κίνδυνοι, ωστόσο, που ελλοχεύουν σχετικά με την υποβάθμιση των δημόσιων σχολείων παραμένει και προβληματίζει αρκετά. Η ιδέα, συγχρόνως, μιας εκπαίδευσης που λειτουργεί με βάση τους νόμους της προσφοράς και της ζήτησης δεν είναι τόσο βέβαιο αν έχει εποικοδομητικά αποτελέσματα ως προς τις επιδόσεις των μαθητών. Ίσως η πλήρης ιδιωτικοποίηση σε έναν σκληρό πυρήνα της κοινωνικής οργάνωσης, όπως η εκπαίδευση, δεν είναι πανάκεια στις εκάστοτε νοσηρές παθογένειες της εκπαίδευσης, αν αυτές φυσικά υπάρχουν.


Ιωάννα Παπαγεωργακοπούλου

Γεννήθηκε το 2001 στο Μαρούσι και κατάγεται από τη Ναύπακτο. Είναι πρωτοετής φοιτήτρια στο τμήμα Νομικής του ΕΚΠΑ, ενώ παράλληλα έχει συμμετάσχει σε πανευρωπαϊκές ημερίδες, όπως το Euroscola μέσα από διαγωνισμούς έκθεσης. Κατέχει την αγγλική και γερμανική γλώσσα, ενώ παρακολουθεί διαρκώς επιστημονικά συνέδρια και σεμινάρια. Στον ελεύθερό της χρόνο ασχολείται με τον εθελοντισμό, τη μουσική, το debate και τα ταξίδια. Η αρθρογραφία αποτελεί αναπόδραστη συνέπεια της αγάπης της για το λόγο και ιδιαίτερα το γραπτό λόγο.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Ιωάννα Παπαγεωργακοπούλου
Ιωάννα Παπαγεωργακοπούλου
Γεννήθηκε το 2001 στο Μαρούσι και κατάγεται από τη Ναύπακτο. Είναι πρωτοετής φοιτήτρια στο τμήμα Νομικής του ΕΚΠΑ, ενώ παράλληλα έχει συμμετάσχει σε πανευρωπαϊκές ημερίδες, όπως το Euroscola μέσα από διαγωνισμούς έκθεσης. Κατέχει την αγγλική και γερμανική γλώσσα, ενώ παρακολουθεί διαρκώς επιστημονικά συνέδρια και σεμινάρια. Στον ελεύθερό της χρόνο ασχολείται με τον εθελοντισμό, τη μουσική, το debate και τα ταξίδια. Η αρθρογραφία αποτελεί αναπόδραστη συνέπεια της αγάπης της για το λόγο και ιδιαίτερα το γραπτό λόγο.