18.4 C
Athens
Πέμπτη, 25 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΔιεθνήΗ Boko Haram στο Tσαντ, «η οργή της Μπόμα» και το επόμενο...

Η Boko Haram στο Tσαντ, «η οργή της Μπόμα» και το επόμενο βήμα


Του Ευθύμιου Αθανασίου,

Ο 21ος αιώνας είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με την έξαρση της αντισυστημικής πολιτικής βίας στο διεθνές σύστημα, απόρροια της αμφισβήτησης των δυτικών αξιών που εξαπλώθηκαν ανά την υφήλιο, χρησιμοποιώντας ως «δούρειο ίππο» το καπιταλιστικό μοντέλο. Η Boko Haram – συμπεριλαμβανομένου και του τμήματος που αυτοπροσδιορίζεται ως «Islamic State West Africa Province» – στη Δυτική και την Κεντρική Αφρική, έχει αναγνωριστεί ως μία από τις καταστροφικότερες τρομοκρατικές οργανώσεις από τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών, τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, καθώς επίσης και από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Με πλήρες όνομα «Jama’atu Ahlis Sunnah Lidda’awati wal-Jihad», η σαλαφιστική – τζιχαντιστική οργάνωση ιδρύθηκε το 2002 από τον Mohammed Yusuf, με έδρα τη Βόρεια Νιγηρία και την πόλη Μαϊντουγκούρι της νιγηριανής πολιτείας Μπόρνο, σε απόσταση αναπνοής από τα σύνορα της χώρας με το Νίγηρα, το Καμερούν και το Τσαντ. Διαχρονικά, βασικές επιδιώξεις της αποτελούν η αποκοπή των περιοχών, όπου δραστηριοποιείται από το δυτικό τρόπο ζωής και η επιβολή του ισλαμικού νόμου, συνδυαστικά με την ανατροπή της νιγηριανής κυβέρνησης και τη δημιουργία ενός ισλαμικού κράτους.

Ο θάνατος του Yusuf, του ταγού της οργάνωσης, το 2009, ύστερα από τη φυλάκισή του από το νιγηριανό στρατό, αποτέλεσε το εναρκτήριο λάκτισμα για μία σειρά βάναυσων επιθέσεων, με στόχο την εκδίκηση για την «αποκεφάλιση» της ηγεσίας που υπέστη η οργάνωση. Οι απάνθρωπες τακτικές που ακολουθήθηκαν, περιλαμβάνουν χιλιάδες απαγωγές νεαρών αγοριών και κοριτσιών, επιθέσεις σε χριστιανικές εκκλησίες, βομβιστικές επιθέσεις αυτοκτονίας, λεηλασίες και καταλήψεις εδαφών, καθιστώντας την Boko Haram και όλα τα παρακλάδια που προέκυψαν μετά τη διάσπασή της, μία ασύμμετρη απειλή και έναν αποσταθεροποιητικό παράγοντα για την ευρύτερη περιοχή.

Η δράση της οργάνωσης, ενώ παρέμενε γεωγραφικά περιορισμένη στη Νιγηρία, άρχισε να επεκτείνεται τα τελευταία χρόνια και στις γειτονικές χώρες. Στις 24 Μαρτίου, η Boko Haram πραγματοποίησε επίθεση μεγάλου βεληνεκούς, διάρκειας επτά ωρών, στη στρατιωτική βάση Μποχόμα (Μπόμα) του Τσαντ. Στο διάστημα αυτό, εκατοντάδες μαχητές της οργάνωσης κατόρθωσαν να καταστρέψουν σημαντικό στρατιωτικό εξοπλισμό, συμπεριλαμβανομένων πολλών στρατιωτικών οχημάτων και να εμπλουτίσουν το οπλοστάσιο τους, λαφυραγωγώντας ό,τι απέμεινε. Όταν ο στρατός του Τσαντ κατέφθασε στο νησί της λίμνης Τσαντ, η σύγκρουση των δύο μετώπων κατέληξε σε τραγωδία για 98 στρατιώτες, ενώ δεκάδες ήταν και οι τραυματίες. Η επίθεση στη λίμνη Τσαντ δεν αποτελεί μία από τις συνηθισμένες, πλέον, επιχειρήσεις της οργάνωσης στην περιοχή. Ο αριθμός των νεκρών είναι ο μεγαλύτερος που έχει σημειωθεί, ύστερα από επίθεση της Boko Haram εκτός των συνόρων της Νιγηρίας, αποκαλύπτοντας τη νέα δυναμική και τη βελτιωμένη στρατηγική των επιχειρήσεών της.

Βασικό συστατικό επιτυχίας στη Μποχόμα για την οργάνωση, αποτελεί η αποδοτικότητα των καναλιών πληροφόρησής της. Ο στρατός του Τσαντ κάνει ιδιαίτερα αισθητή την παρουσία του στη Λίμνη,  δρώντας αποτρεπτικά για τυχόν αιφνίδιες επιθέσεις από αστάθμητους παράγοντες. Πρόσφατα, όμως, η περιοχή εποπτευόταν από λιγότερο έμπειρα στρατεύματα, πληροφορία που φαίνεται να έγινε αντιληπτή και να αξιοποιήθηκε καταλλήλως από τα μέλη της οργάνωσης. Τα τελευταία άδραξαν την ευκαιρία, αποδεικνύοντας την επιχειρησιακή τους ικανότητα στο ιδιόμορφο έδαφος της λίμνης, με τις βαλτώδεις επιφάνειες, χωρίς να γίνουν αντιληπτά από τα τοπικά στρατεύματα για αρκετές ώρες. Ακόμα και μετά την έφοδο του στρατού στην υπό κατάληψη στρατιωτική βάση, οι μαχητές της οργάνωσης κατάφεραν, εν μέσω της ανταλλαγής πυρών, να δεχτούν ενισχύσεις σε ανθρώπινο δυναμικό και να ανεφοδιαστούν με τους απαραίτητους εξοπλισμούς. Πρόκειται, λοιπόν, για μια επιμελώς σχεδιασμένη επίθεση, που είναι άμεσα συνυφασμένη με την επιδίωξη αύξησης των εδαφών της Boko Haram στο Τσαντ και, συγκεκριμένα, γύρω από την επαρχεία Λακ, όπου δραστηριοποιείται.

Η αντίδραση του Τσαντ υπήρξε άμεση και αποτελεσματική. Η επιχείρηση «οργή της Μπόμα» αποτέλεσε πρωτοβουλία του προέδρου της χώρας, Idriss Deby, με στόχο την εξάλειψη των μαχητών της οργάνωσης από το έδαφος του Τσαντ. Εκατοντάδες στρατιώτες στελεχώθηκαν σε μία δεκαήμερη συντονισμένη προσπάθεια καταπολέμησης της τρομοκρατίας στη χώρα, που ξεκίνησε στις 31 Μαρτίου και έληξε στις 9 Απριλίου, έχοντας επιτύχει σε μεγάλο βαθμό το στόχο της. Σύμφωνα με δηλώσεις του Deby, περίπου 1000 μέλη της οργάνωσης θανατώθηκαν, οι εναπομείναντες εκδιώχθηκαν μέχρι τα σύνορα της χώρας με τη Νιγηρία και το Νίγηρα, οι βάσεις τους, καθώς και δύο διοικητήριά τους, καταστράφηκαν, ενώ ο στρατός τού Τσαντ επανάκτησε σημαντικό εξοπλισμό που είχε κλαπεί. Ύστερα από κυβερνητική οδηγία, μεγάλο μέρος της επαρχίας Λακ κηρύχθηκε εμπόλεμη ζώνη, οδηγώντας σε μαζικές μετακινήσεις ντόπιων πληθυσμών, προκειμένου να αποφευχθούν οι παράπλευρες απώλειες. Παράλληλα, πραγματοποιήθηκε σύλληψη 58 αντρών, που θεωρήθηκαν ύποπτοι για συμμετοχή σε επιχειρήσεις της οργάνωσης , 44 εκ των οποίων βρέθηκαν λίγες μέρες αργότερα νεκροί στις φυλακές της Εν Ντιαμένα.

Η «οργή της Μπόμα» θα μπορούσε να θεωρηθεί η «ταφόπλακα» της δράσης της Boko Haram στο Τσαντ. Η πρόσφατη εμπειρία του 2015 στη Νιγηρία, ωστόσο, όταν η οργάνωση έχασε το μεγαλύτερο μέρος των εδαφών της στις πολιτείες Μπόρνο, Γιόμπε και Ανταμάουα και, παρόλα αυτά, κατάφερε να ανασυνταχθεί και να συνεχίσει ανεμπόδιστη τη δράση της, γεννά αμφιβολίες για ένα τέτοιο σενάριο. Η ευκολία ανασυγκρότησης της οργάνωσης οφείλεται στα μεγάλα αποθέματα ανθρωπίνου δυναμικού που διαθέτει, κυρίως μέσω των πολυάριθμων απαγωγών που έχει πραγματοποιήσει. Ενδεικτικά, κατά το χρονικό διάστημα 2014 μέχρι το 2016, ο αριθμός των απαγωγών ανέρχεται σε 10.000 αγόρια και νεαρούς άνδρες. Παράλληλα, οι συνθήκες απόλυτης φτώχειας, η ανισότητα και η κυβερνητική διαφθορά μειώνουν τις αντιστάσεις των αγανακτισμένων πολιτών στις προτάσεις γρήγορου χρήματος που προσφέρει η Boko Haram. Συνδυαστικά με το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο των ντόπιων πληθυσμών, το έργο κατήχησης, φανατισμού και στρατολόγησης γίνεται ευκολότερο για την οργάνωση.

Εκμεταλλευόμενες το πρώτο αποφασιστικό βήμα του Τσαντ, οι γειτονικές χώρες οφείλουν να λάβουν δράση σε ένα συντονισμένο, κοινό αγώνα για την αντιμετώπιση μιας κοινής απειλής. Ενεργότερο ρόλο θα πρέπει να αναλάβει η πολυεθνική κοινή δύναμη επέμβασης (MNJTF), που επανδρώνεται από περίπου 10.000 στρατιώτες με προέλευση τη Νιγηρία, το Νίγηρα, το Τσαντ, το Καμερούν και το Μπενίν. Από το 2015. η MNJTF έχει αποκτήσει νόμιμο δικαίωμα δράσης από την Αφρικανική Ένωση με στόχο την αντιμετώπιση των αναδυόμενων κοινών απειλών και υποστηρίζεται, μέσω της παροχής οικονομικής βοήθειας και στρατιωτικής τεχνολογίας, από τις ΗΠΑ και την Ε.Ε.. Το βάρος της εξάλειψης της αντισυστημικής βίας, λοιπόν, πρέπει να μοιραστεί ισόποσα ανάμεσα στα κράτη που συναπαρτίζουν τη δύναμη επέμβασης. Προς αυτήν την κατεύθυνση κινήθηκαν και οι δηλώσεις του προέδρου του Τσαντ τον Απρίλιο, σχετικά με την απόσυρση των στρατευμάτων της χώρας του που δρουν εκτός συνόρων, αν δεν αντικατασταθούν άμεσα από αντίστοιχα της Νιγηρίας και του Νίγηρα.

Προτεραιότητα, όμως, πρέπει να δοθεί στην αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης στην περιοχή. Ανατρέχοντας στα πρόσφατα γεγονότα στο Τσαντ, η μετακίνηση των ντόπιων από την επαρχεία Λακ έγινε άτακτα και χωρίς μέριμνα για τη σίτιση και τη στέγασή τους. Όσο η φτώχεια εξαπλώνεται και η πολιτική διαφθορά παραμένει στο απυρόβλητο, ανοίγουν παράθυρα ευκαιρίας για τους εξτρεμιστές της Boko Haram. Σημαντική για τη διαχείριση της κατάστασης είναι η συμβολή προγραμμάτων, όπως το «safe corridor» στη Νιγηρία, που βοηθούν πρώην μαχητές της οργάνωσης να αντιμετωπίσουν την «πλύση εγκεφάλου» που υπέστησαν. Τέτοια προγράμματα, όμως, επιδέχονται ουσιαστικής βελτίωσης, προκειμένου να συμβαδίζουν με το σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και να προστατεύουν τους συμμετέχοντες από μέλη της οργάνωσης, που καιροφυλακτούν να τους τιμωρήσουν για την αποχώρησή τους από αυτήν.


 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Ευθύμιος Αθανασίου
Ευθύμιος Αθανασίου
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1997, όπου και διαμένει ως σήμερα. Σπούδασε στο τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιά. Έχει υπάρξει μέλος του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων, όπου διεξήγαγε έρευνα σε ζητήματα που αφορούν την Ε.Ε. και το ΝΑΤΟ. Πραγματοποίησε την πρακτική του άσκηση στο Υπουργείο Εξωτερικών, στη Διεύθυνση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Μετανάστευσης. Ομιλεί την αγγλική και τη γερμανική γλώσσα και έχει συμμετάσχει σε προγράμματα Erasmus+ σχετικά με τη μετανάστευση και την Ευρωπαϊκή Ένωση.