23.3 C
Athens
Πέμπτη, 28 Μαρτίου, 2024
ΑρχικήΠαρατηρητήριο Αμερικανικής ΠολιτικήςΟπλοκατοχή: ένα ζήτημα ταμπού και η πολιτική του Biden

Οπλοκατοχή: ένα ζήτημα ταμπού και η πολιτική του Biden


Του Γιώργου Πασσά,

Ενόψει των αμερικανικών προεδρικών εκλογών του προσεχούς Νοεμβρίου, για μια ακόμη φορά τίθεται επί τάπητος το ζήτημα της οπλοκατοχής. Πρόκειται, μάλιστα, για ένα ζήτημα που έχει έρθει στο προσκήνιο πιο έντονα παρά ποτέ, αφενός μεν λόγω της απαγόρευσης κατοχής στρατιωτικού τύπου όπλων που ισχύει πλέον και στη Νέα Ζηλανδία από το 2019, αφετέρου δε λόγω των αυξανόμενων πολύνεκρων επιθέσεων που ξεπέρασαν μόνο την τελευταία δεκαετία τις 200, με πάνω από 1000 νεκρούς και πολλαπλάσιους τραυματίες. Αξίζει να αναφερθεί πως ιδιαίτερα μεγάλο ποσοστό αυτών των επιθέσεων ήταν σε εκπαιδευτικά ιδρύματα, με τον αριθμό των χαμένων ανηλίκων να φτάνει σε θλιβερά υψηλά επίπεδα. Υπό αυτές τις συνθήκες, ο νυν υποψήφιος του δημοκρατικού κόμματος για τις προεδρικές εκλογές Joe Biden φαίνεται διατεθειμένος να κάνει ένα αποφασιστικό βήμα προς τον περιορισμό της οπλοκατοχής. Το ερώτημα που ανακύπτει, όμως, είναι το εξής: Είναι κάτι τέτοιο εφικτό;

Οι προσπάθειες των Δημοκρατικών σε αυτό το ζήτημα εντατικοποιήθηκαν προ 25ετίας, επί προεδρίας Bill Clinton, όταν το 1993/94 θεσπίστηκαν το “Brady Handgun Violence Prevention Act” και το “Public Safety and Recreational Firearms Use Protection Act”, ενισχύοντας τους ελέγχους για την απόκτηση όπλου και απαγορεύοντας τα ημιαυτόματα πολυβόλα, αντιστοίχως. Έκτοτε, όμως, όχι μόνο δε διατηρήθηκε η προαναφερθείσα απαγόρευση, αλλά μετά τη λήξη του το 2004 και παρά τις όποιες προσπάθειες έγιναν, το νομοσχέδιο δεν ανανεώθηκε ποτέ, με αποτέλεσμα την επανανομιμοποίηση της κατοχής τέτοιων όπλων. Κατά την προεδρία του Obama πάρθηκαν εκ νέου πρωτοβουλίες, με κυριότερες την επιτυχημένη θέσπιση νομοσχεδίου που απαγόρευε την οπλοκατοχή για πολίτες με πνευματικές διαταραχές –το οποίο, πρέπει να σημειωθεί πως ακύρωσε ο Trump με την εκλογή του– και την αποτυχημένη απόπειρα για ενίσχυση των ελέγχων στις πωλήσεις όπλων σε gun shows που απορρίφθηκε από τη Γερουσία, χωρίς όμως να συνδράμουν μακροπρόθεσμα στη λύση του προβλήματος.

President Bill Clinton signs the Brady Bill into law in 1993. REUTERS

Στην προεκλογική ατζέντα των Δημοκρατικών, το ζήτημα αυτό βρίσκεται εκ νέου σε περίοπτη θέση. Ο Biden έχει καταστήσει σαφή τα μέτρα που σκοπεύει να λάβει και τα οποία, εάν υλοποιηθούν, θα αποτελέσουν τη μεγαλύτερη τομή στην ιστορία της χώρας. Διακαή πόθο του αποτελεί πρωτίστως η επαναφορά του νομοσχεδίου του ’94, αποσκοπώντας έτσι στην ανανέωση της απαγόρευσης κατοχής στρατιωτικού τύπου όπλων από ιδιώτες και τη μείωση της χωρητικότητας των γεμιστήρων στις δέκα σφαίρες. Ακόμα, υποστηρίζει πως θα συγκρουστεί κατά μέτωπο με την NRA (National Rifle Association), επιβάλλοντας πιο ενδελεχείς ελέγχους στο ιστορικό των αγοραστών και παροτρύνοντας τις πολιτείες να υιοθετήσουν τα red-flag laws, νόμους που επιτρέπουν στο αστυνομικό σώμα και σε οικογενειακά μέλη να αποσπάσουν το όπλο από κάποιον που θεωρείται έστω και δυνητικά επικίνδυνος. Επιπροσθέτως, έχει προτείνει τη ρηξικέλευθη ιδέα της παραγωγής smart-guns, δηλαδή όπλων των οποίων η σκανδάλη μπορεί να τραβηχθεί μόνο με το αναγνωρισμένο βιομετρικό δακτυλικό αποτύπωμα του ιδιοκτήτη, ενώ ταυτόχρονα επιδιώκει να κλείσει τα όποια παραθυράκια διατηρούνται σε υπάρχοντα νομοσχέδια σχετικά με την οπλοκατοχή, ανακαλώντας παράλληλα τον νόμο που εμποδίζει τη μήνυση κατασκευαστών ή πωλητών όπλων που προχώρησαν σε πώληση, αν και γνώριζαν πως επρόκειτο να χρησιμοποιηθεί το πωληθέν όπλο για τη διάπραξη εγκλήματος.

Παρά το γεγονός ότι ο περιορισμός της οπλοκατοχής αποκτά ολοένα και περισσότερους υποστηρικτές, υπάρχουν ορισμένοι βασικοί παράγοντες που διέπουν την αμερικανική πραγματικότητα, οι οποίοι καθιστούν την όποια αλλαγή πολύ δύσκολα επιτεύξιμη. Αρχικά, η επιρροή της NRA σε πολιτικό επίπεδο είναι τεράστια. Με έσοδα γύρω στα 300-350 εκατομμύρια δολάρια τον χρόνο, η οργάνωση ξοδεύει μεγάλο μέρος αυτών για τη θωράκισή της στην πολιτική σκακιέρα. Κατά το 2016 δαπάνησε μεταξύ άλλων 4 εκατομμύρια δολάρια στις παρασκηνιακές πολιτικές πιέσεις (lobbying), πάνω από 50 εκατομμύρια στην πολιτική της προώθηση και άλλα 30 εκατομμύρια για την προεκλογική υποστήριξη του τότε υποψηφίου Donald Trump. Με αυτόν τον τρόπο, η NRA αποτελεί πλέον έναν πανίσχυρο πολιτικό και οικονομικό παίκτη, έχοντας στην Washington τη φήμη του δημιουργού και καταστροφέα πολιτικών σταδιοδρομιών στηρίζοντας και υποσκάπτοντας πολιτικούς αναλόγως με τις ψήφους και τις δηλώσεις τους. Έτσι, παρά τα οικονομικά στραβοπατήματα που αντιμετωπίζει την τελευταία τριετία, εξακολουθεί να έχει σημαίνοντα ρόλο στη διαμόρφωση των πολιτικών πραγμάτων.

Επιπλέον, για να θεσπιστεί ένα νομοσχέδιο περιορισμού της οπλοκατοχής πρέπει να γίνει αποδεκτό από τα δύο σώματα του Κογκρέσου,  δηλαδή τη Βουλή των Αντιπροσώπων και τη Γερουσία. H μέχρι πρότινος υπερίσχυση των Ρεπουμπλικανών στη Βουλή άλλαξε έπειτα από τις εκλογές του 2018, με αποτέλεσμα προς το παρόν οι Δημοκρατικοί να έχουν το πάνω χέρι. Υποθέτοντας πως το νομοσχέδιο γίνεται αποδεκτό από την πλειοψηφία των  Αντιπροσώπων, πρέπει εν συνεχεία να ξεπεραστεί το εκλογικό εμπόδιο “filibuster” (κωλυσιεργία), δηλαδή να συμφωνήσουν με αυτό τα 60 από τα 100 μέλη της Γερουσίας και όχι να υπάρξει απλώς απόλυτη πλειοψηφία (50+1), καθώς πρόκειται για εξέχουσας σημασίας νόμο (major legislation). Στο τελικό στάδιο εγκρίνεται από τον πρόεδρο και δεδομένου ότι προς το παρόν αυτός είναι ο Trump, η αποδοχή ενός νόμου αντίθετου τόσο με τις πεποιθήσεις όσο και με τις προεκλογικές υποσχέσεις του καθίσταται αδύνατη. Ασκώντας veto στο νομοσχέδιο, αυτό ακυρώνεται. Ο μόνος τρόπος για να ξεπεραστεί το προεδρικό veto είναι με πλειοψηφία 2/3 των παρόντων μελών του Κογκρέσου (Βουλής και Γερουσίας), κάτι που έχει συμβεί μόλις 106 φορές σε σύνολο 2.581 προεδρικών αντιρρήσεων σε όλη τη διάρκεια της αμερικανικής ιστορίας.

Η κυριότερη, όμως, τροχοπέδη είναι το κοινό αίσθημα. Πολλές πτυχές της αμερικανικής ιστορίας και καθημερινότητας έχουν διαμορφώσει κατά τέτοιον τρόπο την κοινή συνείδηση, ώστε η απαγόρευση της οπλοκατοχής να είναι αδιανόητη. Ήδη από την εποχή της Επανάστασης και έπειτα της Άγριας Δύσης, ο μέσος Αμερικανός έχει συνδέσει την κατοχή όπλου με την έννοια της ελευθερίας, της αυτάρκειας και της ανεξαρτησίας. Η πίστη στην ισχύ των όπλων είναι επίσης μια κυβερνητική τακτική που εφαρμόζεται στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής και μάλιστα διαχρονικά. Η διεξαγωγή πολέμου ή έστω η απειλή αυτής αποτελεί συνήθη στρατηγική για την υπεράσπιση των αμερικανικών συμφερόντων, όπως αποδεικνύει ο πόλεμος στο Βιετνάμ, το Αφγανιστάν, το Ιράκ και αλλού. Τέλος, έχει αποκρυσταλλωθεί η άποψη πως η κατοχή όπλου αποτελεί αναπόσπαστο μέρος των συνταγματικώς κατοχυρωμένων δικαιωμάτων των Αμερικανών πολιτών, με αποτέλεσμα η διασταλτική αυτή ερμηνεία της συνταγματικής τροπολογίας να δυσχεραίνει ακόμη περισσότερο την πολιτική προώθηση νομοθεσιών για την απαγόρευση της οπλοκατοχής.

Για τους προαναφερθέντες λόγους, γίνεται αντιληπτό πως η πλήρης απαγόρευση της οπλοκατοχής είναι προς το παρόν ανέφικτη. Πιο πιθανό φαντάζει το σενάριο ενίσχυσης των σχετικών κανονισμών, με σκοπό να προσεγγίσουν αυτοί τα ευρωπαϊκά πρότυπα. Ακόμα και τότε, όμως, είναι δυσεύρετοι οι πολιτικοί που αφενός μεν θα είναι σε θέση να χειριστούν το ζήτημα με την απαραίτητη λεπτότητα, αφετέρου δε δεν θα λογαριάζουν το πολιτικό κόστος, όντας έτοιμοι να προβούν σε μια τόσο βαθιά τομή που σίγουρα θα προκαλέσει ποικίλες αντιδράσεις.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ


Γιώργος Πασσάς

Γεννήθηκε το 2001 στην Αθήνα. Τελείωσε τη Γερμανική Σχολή Αθηνών και κατέχει δύο ξένες γλώσσες, την αγγλική και τη γερμανική. Είναι προπτυχιακός φοιτητής στο τμήμα Νομικής του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και φιλοδοξεί να ασχοληθεί με τις διεθνείς σχέσεις και τη διπλωματία. Ασχολείται αρκετά χρόνια με τη μουσική, τον αθλητισμό και μεγάλη του αγάπη είναι τα ταξίδια.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Γιώργος Πασσάς
Γιώργος Πασσάς
Γεννήθηκε το 2001 στην Αθήνα. Τελείωσε τη Γερμανική Σχολή Αθηνών και κατέχει δύο ξένες γλώσσες, την αγγλική και τη γερμανική. Είναι προπτυχιακός φοιτητής στο τμήμα Νομικής του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και φιλοδοξεί να ασχοληθεί με τις διεθνείς σχέσεις και τη διπλωματία. Ασχολείται αρκετά χρόνια με τη μουσική, τον αθλητισμό και μεγάλη του αγάπη είναι τα ταξίδια.