20.5 C
Athens
Πέμπτη, 28 Μαρτίου, 2024
ΑρχικήΙστορία«Το χαμόγελο της Τζοκόντα εχάθη…»

«Το χαμόγελο της Τζοκόντα εχάθη…»


Της Παναγιώτας Ψαρρά,

Παρίσι, 22 Αυγούστου 1911

Ξημερώνει ένα τυπικό αυγουστιάτικο πρωινό στην Πόλη του Φωτός. Τίποτα δε μπορεί να προμηνύσει ότι σε λίγες μόνο ώρες θα γινόταν αντιληπτό ένα γεγονός που θα άφηνε το στίγμα του ανεξίτηλο στην παγκόσμια ιστορία της τέχνης και του πολιτισμού.

Το ρολόι του φημισμένου σταθμού «Gare d’ Orsay» σήμανε 11 προ μεσημβρίας. Ο ζωγράφος Λουί Μπερού βρισκόταν ήδη στο Μουσείο του Λούβρου έτοιμος να επιδοθεί στη συνήθη απομιμητική απεικόνιση του αριστουργήματος, του Λεονάρντο Ντα Βίντσι «Mona Lisa», ασχολία που του απέφερε κάποια κέρδη από την πώληση των έργων στους επισκέπτες του μουσείου. Προς έκπληξη και κακή του τύχη το πρωινό εκείνο, της 22ας Αυγούστου, το χαμόγελο της Τζοκόντα είχε πάψει να κοσμεί τον τοίχο του προσφιλούς καλλιτεχνικού προορισμού. Ο Μπερού, ανήσυχος, έσπευσε να ενημερώσει τον αρμόδιο φύλακα η απάντηση του οποίου περί ενδεχόμενης φωτογράφισης ή συντήρησης του έργου ήταν ιδιαιτέρως καθησυχαστική.

Ο διευθυντής του Λούβρου Τεοφίλ Ομόλ που με περισσή αυτοπεποίθηση υποστήριζε τα συστήματα ασφαλείας στο μουσείο του, πληροφορήθηκε έντρομος την απουσία του εκθέματος το μεσημέρι της ίδιας ημέρας. Ήταν πλέον γεγονός εξακριβωμένο και αδιαμφισβήτητο. Η Μόνα Λίζα εκλάπη! Το Παρίσι εξέπεμψε σήμα κινδύνου. Το Λούβρο σφράγισε τις εισόδους του και η γαλλική κυβέρνηση διέταξε το κλείσιμο των εθνικών συνόρων. Το κυνήγι του «κλεμμένου θησαυρού» είχε μόλις αρχίσει και είχε γίνει το πρώτο θέμα σ’ όλες τις εφημερίδες παγκοσμίως.

Παρίσι, 7 ημέρες μετά

Μία μυστηριώδης, αντρική φιγούρα χτυπά την πόρτα της εφημερίδας «Le Journal» και μονολογεί αδιάκοπα με τόνο αλαζονικό και εντόνως καταγγελτικό. Ο νεαρός άντρας ισχυρίζεται ότι το σύστημα ασφαλείας του μεγάλου μουσείου είναι διάτρητο και ότι θα μπορούσε με μεγάλη ευκολία οποιοσδήποτε επίδοξος ληστής να αφαιρέσει κειμήλια τέχνης ανεμπόδιστα. Παράδειγμα αυτού; Φυσικά ο ίδιος.

Ο Ζοζέφ Ζερί Πιερέ ή «Κλέφτης», όπως αναφέρονταν συχνά στον τύπο, προς απόδειξη των ισχυρισμών του, έκανε λόγο για ένα αγαλματίδιο ιβηρικής προελεύσεως, το οποίο είχε κλέψει από το Λούβρο και το είχε διαθέσει, έναντι χρηματικού ανταλλάγματος στις πολύτιμες συλλογές φιλότεχνων φίλων του. Η απουσία του εν λόγω αγαλματιδίου από το εκθεσιακό δείγμα με τα προχριστιανικά αντικείμενα επιβεβαιώθηκε από τους αρμόδιους υπαλλήλους και η «Le Journal» είχε μόλις συνειδητοποιήσει ότι βρισκόταν αντιμέτωπη με μία απροσδόκητα μεγάλη επιτυχία.

Την υπόθεση ανέλαβε η αστυνομία. Παρ’ όλο που η εφημερίδα δεν έδωσε στη δημοσιότητα το πραγματικό όνομα του φερόμενου ως δράστη, ο «Κλέφτης» σε μία από τις δημοσιευμένες ομολογίες του άφησε πίσω του ένα στοιχείο. Το στοιχείο αυτό παρέπεμπε στον πρωτοποριακό ποιητή Γκιγιώμ Απολλιναίρ, γραμματέας του οποίου υπήρξε ο Πιερέ, όπως αποκαλύφθηκε στη συνέχεια. Οι έρευνες της αστυνομίας επεκτάθηκαν γύρω από το φιλικό περιβάλλον του περιβόητου ποιητή και το κουβάρι μυστηρίου ξετυλίγονταν όλο και βαθύτερα εντός των ομάδων καλλιτεχνών που θεωρούνταν αρκετά ικανές να φυγαδεύσουν τη Μόνα Λίζα με άκρα μυστικότητα και ευλάβεια μακριά από τον τόπο όπου άνηκε.

Παρίσι, 5 Σεπτεμβρίου

Χαράματα. Δύο ανδρικές σκιές βαδίζουν ανήσυχες στα στενά σοκάκια του Παρισιού κρατώντας μια βαλίτσα. Κατευθύνονται προς τις όχθες του Σηκουάνα, ανοίγουν τη μεγάλη τσάντα και εναποθέτουν δύο κλεμμένα ιβηρικά αγάλματα στο υγρό χώμα. Σιγή.

Οι έρευνες της αστυνομίας σχετικά με τον Απολλιναίρ και την κλοπή της Μόνα Λίζα κατέληξαν άκαρπες. Πλην όμως, η αποκάλυψη του Πιερέ για την υπεξαίρεση του αγαλματιδίου και την πώλησή του ήταν αληθής. Μάλιστα, ο «Κλέφτης» είχε προβεί στο παρελθόν άλλες δύο φορές σε παρόμοια ενέργεια και είχε πουλήσει τα αποκτήματα της παράνομης δράσης του εν γνώσει του Απολλιναίρ σε φιλικό πρόσωπο του τελευταίου. Το πρόσωπο αυτό δεν ήταν άλλο από τον άσημο τότε Ισπανό, ζωγράφο, Πάμπλο Πικάσο. Ο Πικάσο το επόμενο κιόλας πρωί, μετά την απόπειρα καταστροφής των στοιχείων που αποδείκνυαν τη συνέργειά του στο ανοσιούργημα του Πιερέ, παρέδωσε τα κλεμμένα αντικείμενα στην εφημερίδα. Η σύλληψη των δύο φίλων ως υπόπτων για κλοπή ανακοινώθηκε στις 7 Σεπτεμβρίου. Η φήμη των καλλιτεχνών θα είχε σπιλωθεί για πάντα…

Φλωρεντία, 29 Νοεμβρίου 1913

Ο Ιταλός γκαλερίστας Αλφρέντο Τζέρι λαμβάνει γράμμα ταχυδρομημένο από το Παρίσι. Αποστολέας του γράμματος ήταν κάποιος Λεονάρντο Βιτσέντζο επιθυμία του οποίου ήταν η διά ζώσης επικοινωνία του με τον Ιταλό γκαλερίστα σε μέρος απολύτως προστατευμένο από αδιάκριτα βλέμματα και με όρκο απόλυτης εχεμύθειας από πλευράς του συνομιλητή του. Ο Τζέρι αποδέχεται την πρόταση και συναντά τον αινιγματικό άντρα κάποιες ημέρες μετά στη γκαλερί του. Η κατάληξη της συνάντησης αυτής φάνταζε στα μάτια του Τζέρι με σκηνή ευφάνταστου αστυνομικού θρίλερ…

Το πραγματικό όνομα του άντρα ήταν Βιτσέντζο Περούτζια, ηλικίας 30 ετών με καταγωγή από την πόλη Κόμο της Ιταλίας. Ο Περούτζια τον Αύγουστο του 1911 21 του μηνός, εισχώρησε κρυφά στο μουσείο του Λούβρου, κρύφτηκε σε μια ντουλάπα και αφού το μουσείο έκλεισε, έκρυψε τον πίνακα κάτω από το παλτό του και διέφυγε ανενόχλητος. Ο δράστης δούλευε ως ξυλουργός στο Λούβρο, γεγονός καθοριστικής σημασίας για τη διευκόλυνση της δράσης του. Στις 13 Δεκεμβρίου, δύο χρόνια μετά τη μεγάλη κλοπή, ήταν πλέον γεγονός. Το χαμόγελο της Τζοκόντα δεν είχε σβήσει! Ο Περούτζια συνελήφθη μετά από μία ανεπιτυχή προσπάθεια να πουλήσει το κλεμμένο αριστούργημα στον Ιταλό γκαλερίστα Αλφρέντο Τζέρι. Στις 31 Δεκεμβρίου το ταξίδι της επιστροφής του κειμηλίου της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς ξεκίνησε με προορισμό τα γαλλικά εδάφη.

Ο Ιταλός παραβάτης του νόμου ισχυρίστηκε στην απολογία του ότι τα κίνητρά του ήταν φιλοπατριωτικά, διότι πίστευε πως η τέχνη πρέπει να επιστρέφει στον τόπο που τη γέννησε. Το επιχείρημα αυτό δεν έπεισε μόνο τον ιταλικό λαό, έπεισε και το ιταλικό δικαστήριο. Συνέπεια αυτού ήταν η έκτιση εξάμηνης ποινής φυλάκισης και η αποκατάσταση της φήμης του Περούτζια στη λαϊκή συνείδηση. Ο Απολλιναίρ και ο Πικάσο απαλλάχθηκαν διά παντός από τα ψεγάδια των κατηγοριών και η μυστηριώδης, μεγαλεπήβολη κυρία με το αψυχολόγητο μειδίαμα εξέπεμψε και πάλι το κύρος και τη λάμψη της κάτω από πρωτοφανή για την εποχή μέτρα ασφαλείας.


TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Παναγιώτα Ψαρρά
Παναγιώτα Ψαρρά
Γεννήθηκε το 2000 στη Θεσσαλονίκη και σπουδάζει στο τμήμα Νομικής Επιστήμης του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου. Παρακολουθεί επιστημονικές διαλέξεις που αφορούν στο αντικείμενο της και δραστηριοποιείται σε φοιτητική πολιτιστική ομάδα. Υπήρξε μέλος προγράμματος σχολικής διαμεσολάβησης και υποστηρίζει δράσεις προάσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Γνωρίζει αγγλικά και γαλλικά. Στον ελεύθερο χρόνο της ασχολείται με τη μουσική και τη μαγειρική.