17.6 C
Athens
Παρασκευή, 19 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΔιεθνήΧούντα Παπαδόπουλου και δικτατορία Βιντέλα: δύο περιπτώσεις σχεδόν πανομοιότυπες

Χούντα Παπαδόπουλου και δικτατορία Βιντέλα: δύο περιπτώσεις σχεδόν πανομοιότυπες


Του Δημήτριου Αναστασιάδη,

Τη δεκαετία του 1970, εκτυλίχθηκε μία ιστορία σχεδόν πανομοιότυπη, περίπου 12.000 χιλιόμετρα μακριά η μία από την άλλη. Είναι της ελληνικής χούντας του 1964 και του καθεστώτος Βιντέλα στην Αργεντινή το 1976. Παρακάτω θα εξετάσουμε τι συνέβη στις δύο αυτές περιπτώσεις, γιατί είναι τόσο όμοιες και θα εξαγάγουμε συμπεράσματα. Στην ελληνική περίπτωση, η «μικρή χούντα» ήρθε, στην έκπληξη του πολιτικού τότε κόσμου, να γεμίσει το κενό που δημιούργησε η κρίση εκπροσώπησης. Πολλοί θεώρησαν, μέσα στη σύγχυση του πραξικοπήματος και στην αδράνεια της μοναρχίας, λανθασμένα, το πραξικόπημα ως κίνηση της τελευταίας. Η χούντα χρησιμοποίησε την «αδράνεια» του Βασιλιά, ώστε να δώσει μία φασματική αίσθηση συμβιβασμού με την μοναρχία. Η δικτατορία ακολούθησε τα εξής βήματα, για να «ριζώσει» στην ελληνική κοινωνία και πολιτική: προσπάθησε να νομιμοποιηθεί τοποθετώντας Αεροπαγίτες σε υπουργικές θέσεις και στην πρωθυπουργία, ενώ οι στρατιωτικοί ασκούσαν τον πραγματικό έλεγχο από τη θέση του γενικού γραμματέα. Έγιναν εκκαθαρίσεις, κυρίως στο στρατό, ώστε να μειωθεί η επιρροή του Βασιλιά στο στράτευμα και να αυξηθεί της δικτατορίας. Ταυτόχρονα, υιοθέτησε αντικομμουνιστική ρητορική. Οι δολοφονίες πολιτικών αντιπάλων και οι εξορίες ήταν συνήθης πρακτική της χούντας.

Η διαδικασία της νομιμοποίησης είχε ως βάση τη συνέχιση της οικονομικής πολιτικής και την θέσπιση του λεγόμενου «ψευδοσυντάγματος» (1968-1973) όπως ονομάστηκε αργότερα, ενός αυταρχικού συντάγματος που έδινε στη χούντα και το στρατό γενικότερα υπερεξουσίες. Παράλληλα, θέσπισε συνταγματικό δικαστήριο ανώτερο των υπολοίπων, του οποίου τα μέλη θα επιλέγονταν από τον ΠτΔ (Γ. Παπαδόπουλος) και τα οποία θα αποφαίνονταν πάνω σε όλη τη σφαίρα της πολιτικής ζωής του τόπου. Ακόμα, το 1973, ο Γ. Παπαδόπουλος έκανε δημοψήφισμα με το οποίο και εκδίωξε την μοναρχία ολοκληρωτικά από την χώρα. Όσον αφορά την υποστήριξη της χούντας από την κοινωνία, πέρα από κάποιους οι οποίοι επιζητούσαν μία στρατιωτική λύση στην πολιτική κρίση, πιο πολύ μάλλον από αγανάκτηση, μπορούμε να πούμε πως αυτή ήταν μηδαμινή. Κανείς δεν περίμενε ότι ένα στρατιωτικό πραξικόπημα πραγματικά θα συνέβαινε και αυτή η έκπληξη ήταν ακριβώς το μεγαλύτερο όπλο των χουντικών. Οι «απλοί» πολίτες (εννοούμε όσοι δεν είχαν πολιτικά, δικαστικά ή στρατιωτικά αξιώματα) ποτέ δεν ήταν υπέρ της δικτατορίας, όπως υποστηρίζει ο Χαραλάμπης, επειδή η εμπειρία της λειτουργίας του κοινοβουλευτισμού τούς εμπόδισε ιδεολογικά να συστρατευτούν με το καθεστώς. Μολαταύτα, παρατηρούμε μάλλον μία παθητική στάση των πολιτών απέναντι στη χούντα και όχι σφοδρές αντιδράσεις. Σε αυτό συνετέλεσαν όχι μόνο το αρχικό κλίμα τρομοκρατίας, αλλά και το γεγονός ότι η χούντα διατήρησε μία σταθερή οικονομική πολιτική με καρποφόρα μάλλον αποτελέσματα. Αν και δεν συνεργάστηκε με καμία οικονομική, πολιτική ή γραφειοκρατική ελίτ ώστε να φέρει εις πέρας το πραξικόπημα, προσπάθησε να προστατεύσει τα συμφέροντα της αστικής τάξης και να διατηρήσει καλές σχέσεις με την οικονομική ελίτ της χώρας. Συνεπώς, για να χρησιμοποιήσουμε την έκφραση του Νίκου Πουλαντζά, ο στρατός έγινε το «κόμμα» της αστικής τάξης.

Η ανάμειξη της αμερικανικής υπηρεσίας πληροφοριών (CIA) στην ελληνική πολιτική σκηνή και το πραξικόπημα αποτελεί μία αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα σε μία εποχή που οι δύο αντίπαλες ψυχροπολεμικές δυνάμεις πάσχιζαν να απλώσουν την επιρροή τους σε κάθε γωνιά της γης. Κύριο μέλημα των Αμερικανών στην περιοχή ήταν η Κύπρος να έμπαινε στη συμμαχία του ΝΑΤΟ, αυτός υπήρξε και ο κύριος λόγος υποστήριξης της στρατιωτικής δικτατορίας στην αμερικανική εξωτερική πολιτική. Η υποστήριξη της Αμερικής προς το καθεστώς ήταν ανοιχτή. Πέρα από το γεγονός ότι κατάσκοπος (Π. Τοτόμης) της CIA είχε το υπουργείο Δημοσίας Τάξης, η επίσκεψη Νίξον στην Αθήνα δύο μήνες μετά το πραξικόπημα και η προσπάθεια νομιμοποίησης του πραξικοπήματος από τους Αμερικανούς με το επιχείρημα ότι «εάν το καθεστώς ήταν ανεπιθύμητο, οι Έλληνες θα έρχονταν σε σύγκρουση με αυτό» επιβεβαιώνουν τη θέση αυτή. Τέλος και αφού πια το καθεστώς είχε περάσει στα χέρια του Δημήτριου Ιωαννίδη το 1973, ξέσπασε η περίφημη οικονομική κρίση της ίδιας περιόδου. Η αστική τάξη γρήγορα εγκατέλειψε τον Ιωαννίδη και ουσιαστικά βρέθηκε να περιμένει να κλείσει η δικτατορική παρένθεση. Έχοντας προφανέστατα αποτύχει στο στοίχημα με την οικονομία, όλες οι βάσεις και τα επιχειρήματα υπέρ της χούντας είχαν εκλείψει. Τελευταίο χαρτί του Ιωαννίδη ήταν το πραξικόπημα στην Κύπρο, πράξη πολιτικής αυτοκτονίας γνωστή σε όλους. Η ταπεινωτική αυτή κατάληξη στο σχέδιο της χούντας σήμανε και το τέλος της και την άμεση επαναφορά των πολιτικών αρχηγών.

Όσον αφορά την περίπτωση της Αργεντινής, η δικτατορία βρήκε πρόσφορο έδαφος στην αποτυχία των προηγούμενων κυβερνήσεων του Χουάν Περόν και της γυναίκας του και αντιπροέδρου του κόμματός του, Ιζαμπέλ Περόν, να θεραπεύσουν την Αργεντινή από τα ποικίλα προβλήματα που την ταλάνιζαν. Η Αργεντινή της δεκαετίας του ’70 βρισκόταν στο χείλος της απόλυτης κατάρρευσης, κοινωνικής και οικονομικής, με τον πληθωρισμό να αγγίζει το 5000% ετησίως το 1976 και τη χώρα να μαστίζεται από συγκρούσεις ανταρτικών ομάδων και ταγμάτων εφόδου. Όμοια με την ελληνική περίπτωση, αρκετοί ήταν αυτοί που ήλπιζαν σε μία εθνοσωτήρια χούντα η οποία θα έλυνε τα παραπάνω προβλήματα. Στις 24 Μαρτίου 1976, ο στρατός ανέτρεψε την κυβέρνηση Περόν και εγκαθίδρυσε δικτατορία υπό τους ανώτατους αξιωματικούς Χόρχε Ραφαέλ Βιντέλα, Εμίλιο Εντουάρντο Μασσέρα και Ορλάντο Ραμόν Αγκόστι. Η δικτατορία πήρε την επίσημη ονομασία «Διαδικασία Εθνικής Αναδιοργάνωσης» και είχε έντονη αντικομμουνιστική ρητορική. Πήρε τον έλεγχο των εξουσιών και κήρυξε στρατιωτικό νόμο. Εχθροί της χούντας θεωρήθηκαν κάθε μορφής κίνηση ακτιβισμού και συνδικαλισμού, φοιτητές, δημοσιογράφοι και γενικά οποιοσδήποτε θεωρούνταν ότι είχε πολιτικές απόψεις προσκείμενες προς την αριστερά.

Η κίνηση αυτή της δικτατορίας για την πάταξη κάθε αριστερού στοιχείου ονομάστηκε «Βρώμικος Πόλεμος» ή “Dirty War” όπως είναι γνωστή. Περίπου 30.000 άνθρωποι εξαφανίστηκαν την περίοδο εκείνη και η φράση του Βιντέλα «Θα πεθάνουν όσοι χρειάζεται ώστε η Αργεντινή να είναι ασφαλής» αποδεικνύει την σκληρότητα του καθεστώτος. Σε κλίμα απόλυτης ψυχροπολεμικής φρενίτιδας, κυρίως λόγω της κουβανικής επανάστασης και του κινδύνου «εισβολής» του κομμουνισμού στην αμερικανική ήπειρο δημιουργήθηκε η «Επιχείρηση Κόντορ» (“Operation Condor”), μία αμερικανική επιχείρηση απώθησης του κομμουνισμού από τη Νότια Αμερική. Η στήριξη της Αμερικής στη Διαδικασία Εθνικής Αναδιοργάνωσης δεν ήταν κρυφή, με τον υπουργό εξωτερικών Χένρι Κίσινγκερ να κάνει αρκετές επισκέψεις στην Αργεντινή την περίοδο της δικτατορίας. Παράλληλα, τα πρόσφατα αποχαρακτηρισμένα αρχεία των ΗΠΑ μαρτυρούν πως ο Κίσινγκερ έδωσε το πράσινο φως στο καθεστώς να προβεί στον «Βρώμικο Πόλεμο» και χορήγησε δάνεια στην Αργεντινή μέσω αμερικανικών ιδιωτικών τραπεζών με την έγκριση της Ομοσπονδιακής Τράπεζας.

Όσον αφορά το τέλος του καθεστώτος, σαφώς επηρεασμένο από την χείριστη κατάσταση της οικονομίας και τις διαδηλώσεις που είχαν ξεσπάσει στο εσωτερικό, έπρεπε να δράσει γρήγορα για να μπορέσει να βρει έρεισμα για την παραμονή του στην εξουσία. Έτσι, στις 2 Απριλίου του 1982, η Αργεντινή εισέβαλε στις αγγλοκρατούμενες νήσους Φώκλαντ. Η πρωθυπουργός της Αγγλίας εκείνη την εποχή, Μάργκαρετ Θάτσερ, επέλεξε το δρόμο του πολέμου και η Αργεντινή μετά από 74 ημέρες παραδόθηκε. Έτσι, το καθεστώς υπέκυψε στη λαϊκή κατακραυγή και επέστρεψε την εξουσία στους δημοκρατικούς θεσμούς. Συμπερασματικά, αυτό που γίνεται αντιληπτό αρχικά είναι η ομοιότητα της ελληνικής δικτατορίας με αυτή της αργεντίνικης. Και στις δύο περιπτώσεις έχουμε ένα πρωτίστως αντικομμουνιστικό καθεστώς το οποίο έλαβε την αμερικανική υποστήριξη, δεν κατάφερε να νομιμοποιηθεί στην κοινωνία και «έπεσε» από την εξουσία χάνοντας σε μία πολεμική αναμέτρηση. Η ελληνική και αργεντίνικη περίπτωση έχουν επίσης, το κοινό στοιχείο ότι η χούντα ήρθε στην εξουσία για να αντιμετωπίσει ένα συγκεκριμένο πρόβλημα(κενό εκπροσώπησης και κομμουνιστική απειλή) και δεν παρέδωσε την εξουσία όταν πέτυχε τον σκοπό της ενώ ταυτόχρονα, η αποτυχία και των δύο καθεστώτων σχετίζεται άμεσα με την οικονομική κρίση που ξέσπασε στις χώρες αυτές τη δεκαετία του ’70. Επιπρόσθετα, και τα δύο καθεστώτα «έχασαν» όποια βάση είχαν στην κοινωνία την στιγμή που έχασαν το στοίχημα με την οικονομία, οδηγώντας τον λαό σε εξεγέρσεις.

Στις χώρες οι οποίες έχουν βιώσει αποτυχημένα δικτατορικά καθεστώτα, με έντονους μηχανισμούς καταστολής και συστηματική καταπάτηση ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ο θεσμός της δημοκρατίας μετέπειτα ενισχύεται σημαντικά και η πολιτεία αναζητά λύσεις στα σημαντικά προβλήματα μέσω των δημοκρατικών θεσμών και όχι μέσω δικτατορικών παρενθέσεων. Γίνεται πεποίθηση της κοινωνίας ότι το κόστος μίας χούντας είναι ασύμφορο με τα προβλήματα τα οποία προκαλεί. Ο Przeworski γράφει: «Αυτό που έχει σημασία για την σταθερότητα οποιουδήποτε καθεστώτος δεν είναι ο βαθμός νομιμοποίησής αυτού του πολιτικού συστήματος, αλλά η ύπαρξη ή η απουσία προτιμητέων εναλλακτικών λύσεων». Μπορούμε, επομένως, να πούμε με σιγουριά, ότι η δημοκρατία είναι μονόδρομος σε αυτές τις χώρες λόγω της κακής φήμης που έχει αποκτήσει ο στρατός κατά την αυθαίρετη ανάμειξή του με την πολιτική.


Δημήτριος Αναστασιάδης

Γεννήθηκε στην Αθήνα, όπου και κατοικεί. Είναι τριτοετής φοιτητής του τμήματος Διεθνών Ευρωπαϊκών και Περιφερειακών Σπουδών του Παντείου Πανεπιστημίου. Έχει λάβει μέρος σε προσομοιώσεις διεθνών οργανισμών και στον ελεύθερο του χρόνο του αρέσει να διαβάζει ιστορία, φιλοσοφία και να παίζει κιθάρα.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ