17.9 C
Athens
Παρασκευή, 19 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΕυρώπηΠολωνία-Ουγγαρία-Τσεχία: η παραβίαση της νομοθεσίας για τους πρόσφυγες και οι κυρώσεις του...

Πολωνία-Ουγγαρία-Τσεχία: η παραβίαση της νομοθεσίας για τους πρόσφυγες και οι κυρώσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου


Της Έφης Βούζιου,

Η Πολωνία, η Ουγγαρία και η Τσεχία αρνήθηκαν να υποδεχτούν στις χώρες τους τον αριθμό των προσφύγων που τους αναλογούσε, προκαλώντας έντονες αντιδράσεις από τα υπόλοιπα μέλη-κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο σκοπός του διαμοιρασμού των προσφυγικών και μεταναστευτικών κυμάτων ήταν για να ελαφρυνθεί το φορτίο από τις χώρες που υπερφορτώθηκαν κατά την προσφυγική κρίση του 2015. Το 2015 η Ε.Ε. προσπάθησε να εισαγάγει ποσοστώσεις για την αυτόματη κατανομή των αιτούντων άσυλο ανάμεσα στα κράτη-μέλη, προκειμένου να βοηθήσει τις χώρες της Μεσογείου, όπου κατέφτασαν οι περισσότεροι. Οι χώρες της Ε.Ε. είχαν συμφωνήσει τότε στη μετεγκατάσταση 160.000 προσφύγων από την Ιταλία και την Ελλάδα, οι οποίες σήκωναν το βάρος της άφιξης εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων και μεταναστών, κυρίως από τη Συρία. Η απόφαση εκείνη είχε ληφθεί σε ψηφοφορία που απαιτούσε πλειοψηφία 2/3. Η Τσεχία, η Ουγγαρία και η Πολωνία ήταν μεταξύ μιας μικρής ομάδας χωρών που ψήφισαν κατά. Η Ουγγαρία και η Τσεχία, επικαλούμενες προβληματισμούς εθνικής ασφαλείας, αμφισβήτησαν νομικά την ψηφοφορία, χωρίς επιτυχία.

Ήδη το 2017 η Ευρωπαϊκή Ένωση δήλωνε ρητά ότι θα προσφύγει σε δικαστικές διαδικασίες σε βάρος της Πολωνίας, της Ουγγαρίας και της Τσεχίας, αν αυτές δε δέχονταν τους αιτούντες άσυλο από την Ελλάδα και την Ιταλία. Ο Ευρωπαίος Επίτροπος αρμόδιος για τη Μετανάστευση, Δημήτρης Αβραμόπουλος δήλωνε ότι: «Αν τα κράτη-μέλη, που δεν έχουν προχωρήσει καθόλου σε επανεγκαταστάσεις ή τις έχουν σταματήσει εδώ και καιρό, δεν αλλάξουν την προσέγγισή τους μέσα στις ερχόμενες εβδομάδες, θα πρέπει να εξετάσουμε το ενδεχόμενο να κάνουμε το τελευταίο βήμα στη διαδικασία παραβίασης, οδηγώντας την Πολωνία, την Ουγγαρία και την Τσεχική Δημοκρατία στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο». Κατά συνέπεια, οι τρεις χώρες εμμένοντας στην αρνητική στάση τους να συμμορφωθούν με το πρόγραμμα ποσόστωσης των προσφύγων και μεταναστών που κατέκλυσαν τις χώρες της Μεσογείου το καλοκαίρι του 2015 οδηγήθηκαν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο το 2019. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο είναι το όργανο εκείνο, που φέρει την αρμοδιότητα επιβολής οικονομικών ποινών σε κυβερνήσεις οι οποίες δεν συμμορφώνονται προς τη νομοθεσία της Ένωσης.

Με τη σειρά της η γενική εισαγγελέας, Έλινορ Σάρπστον, ανέφερε χαρακτηριστικά πως το δίκαιο της Ε.Ε. πρέπει να τηρείται και σύστησε το Δικαστήριο να αποφανθεί πως η Τσεχία, η Ουγγαρία και η Πολωνία «έχουν αποτύχει να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους στο πλαίσιο της νομοθεσίας της Ε.Ε.». Σύμφωνα με δικαστικό έγγραφο τόνιζε τα ακόλουθα: «Το να αθετούνται αυτές οι υποχρεώσεις, επειδή σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, δεν είναι ευπρόσδεκτες ή αντιδημοφιλείς, είναι ένα επικίνδυνο πρώτο βήμα προς την κατεύθυνση της κατάρρευσης της τακτικής και δομημένης κοινωνίας που κυβερνάται με βάση το γράμμα του νόμου. Η αρχή της αλληλεγγύης αναπόφευκτα κάποιες φορές συνεπάγεται την αποδοχή του διαμοιρασμού βαρών». Σε ένα γενικό πλαίσιο οι τοποθετήσεις του γενικού εισαγγελέα δεν είναι νομικά δεσμευτικές, ωστόσο το δικαστήριο συχνά τις ακολουθεί και τις ενστερνίζεται.

Προς αιτιολόγηση της στάσης τους οι συγκεκριμένες αυτές χώρες δήλωσαν τις έντονες ανησυχίες τους για την εθνική τους ασφάλεια και δημόσια τάξη και αμφισβήτησαν τη νομική βάση της απόφασης της Ε.Ε. να αναθέσει σε κάθε χώρα την υποδοχή ορισμένου αριθμού προσφύγων και μεταναστών. Συγκεκριμένα, το κόμμα Fidesz του πρωθυπουργού Βίκτορ Όρμπαν τόνιζε πως η Ουγγαρία πρέπει να «αντισταθεί σε κάθε πίεση, είτε έχει νομική είτε άλλη αμφίεση, στο θέμα των ποσοστώσεων για τους μετανάστες». Η Πολωνική κυβέρνηση, με τον εκπρόσωπό της Πιοτρ Μούλερ, είπε πως «το να εγγυόμαστε την ασφάλεια των πολιτών μας είναι ο πιο σημαντικός σκοπός της κυβερνητικής πολιτικής. Οι πράξεις μας υπαγορεύθηκαν από τα συμφέροντα των Πολωνών πολιτών και την ανάγκη για προστασία απέναντι στην ανεξέλεγκτη μετανάστευση». Τέλος, ο Τσέχος πρωθυπουργός, Αντρέι Μπάμπις, δήλωσε «πως μελετάται η γνωμοδότηση, η οποία δεν είναι νομικά δεσμευτική», έχοντας χαρακτηρίσει στο παρελθόν τα σχέδια περί ποσόστωσης «απαράδεκτα και διχαστικά».

Στην απόφαση του Δικαστηρίου, η οποία ανακοινώθηκε πριν δύο ημέρες, στις 2 Απριλίου 2020, σημειώνεται συγκεκριμένα: «Με την άρνησή τους να συμμορφωθούν με την λειτουργία του προσωρινού μηχανισμού μετεγκατάστασης των αιτούντων διεθνή προστασία, η Πολωνία, η Ουγγαρία και η Τσεχική Δημοκρατία δεν εκπλήρωσαν τις υποχρεώσεις τους που απορρέουν από το Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης». Αναφέρεται ακόμα πως «τα εν λόγω κράτη δεν μπορούν να επικαλεσθούν ούτε τις ευθύνες τους, ως προς την τήρηση της δημόσιας τάξης και τη διαφύλαξη της εσωτερικής ασφάλειας, ούτε την προσχηματική δυσλειτουργία του μηχανισμού μετεγκατάστασης προκειμένου να αποφύγουν τη συμμετοχή τους στον μηχανισμό αυτόν». Κρίθηκε ότι παρέβησαν την απόφαση, την οποία είχε εκδώσει το Συμβούλιο με σκοπό την μετεγκατάσταση, σε υποχρεωτική βάση, 120.000 αιτούντων διεθνή προστασία από την Ελλάδα και την Ιταλία προς λοιπά κράτη-μέλη της Ένωσης. Διαπιστώθηκε, επίσης, πως η Πολωνία και η Τσεχική Δημοκρατία παρέβησαν και τις υποχρεώσεις που υπείχαν από προγενέστερη απόφαση, την οποία είχε εκδώσει το Συμβούλιο με σκοπό τη μετεγκατάσταση, σε υποχρεωτική βάση, 40.000 αιτούντων διεθνή προστασία από την Ελλάδα και την Ιταλία προς τα λοιπά κράτη μέλη της Ένωσης. Από αυτά τα μέτρα της τελευταίας απόφασης δε δεσμευόταν η Ουγγαρία.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι οι τρεις χώρες θα έπρεπε «να είναι σε θέση να αποδείξουν την αναγκαιότητα προσφυγής στην εξαίρεσή τους» από την υποχρέωση αυτή. Να προχωρήσουν, δηλαδή, στην εξέταση συγκεκριμένων περιπτώσεων και με βάση στοιχεία να καταδείξουν τον εν δυνάμει κίνδυνο που ελλοχεύει, απορρίπτοντας τον συγκεκριμένο αιτούντα ασύλου, χωρίς να κρίνουν γενικά το σύνολο. Στο επιχείρημα που προέβαλε η Πράγα πως ο μηχανισμός μετεγκατάστασης δεν ήταν αποτελεσματικός, το Δικαστήριο διευκρίνισε πως: «Μία μονομερής εκτίμηση δεν μπορεί να χρησιμεύσει ως επιχείρημα για τη μη εφαρμογή μίας απόφασης της Ευρωπαϊκής Ένωσης». Η Πολωνία, αν και αρχικά επέδειξε τη μετεγκατάσταση 100 ατόμων, εντούτοις στην πορεία, όπως και η Ουγγαρία, δε δέχθηκε κανέναν πρόσφυγα. Η Τσέχικη Δημοκρατία υποδέχθηκε ελάχιστους σε αριθμό πριν αποδεσμευτεί πλήρως από το πρόγραμμα. Περί τους 12.706 πρόσφυγες από την Ιταλία και 21.199 από την Ελλάδα μετεγκαταστάθηκαν εν τέλει προς άλλες χώρες μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Στο θέμα αναφέρθηκε και η εφημερίδα Süddeutsche Zeitung επισημαίνοντας: «Ακόμα και η Κομισιόν, που είχε την ιδέα για τον μηχανισμό κατανομής, λυγίζει μπροστά στην πολιτική πραγματικότητα. Οι νέες προτάσεις για τη μεταρρύθμιση της χορήγησης ασύλου, οι οποίες θα παρουσιαστούν σύντομα, δεν εμπεριέχουν υποχρεωτικές ποσοστώσεις. Προτρέπουν περισσότερο σε “μια δεσμευτική αλληλεγγύη”, η οποία θα μπορεί να παρέχεται και με διαφορετικό τρόπο από αυτόν της υποδοχής προσφύγων. Αυτή ακριβώς όμως, ήταν πάντα η θέση των χωρών της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης. Μπορεί λοιπόν νομικά και ηθικά να έχασαν, ωστόσο κατάφεραν να επιβληθούν». Ακόμα και σήμερα εξακολουθούν, λοιπόν, να υπάρχουν διαφωνίες ανάμεσα στα κράτη-μέλη για το πώς η Ένωση θα διαχειριστεί εκείνους που ζητούν καταφύγιο από τους πολέμους στη Μέση Ανατολή ή από τη φτώχεια και τις συγκρούσεις στην Αφρική. Η λύση στο ζήτημα είναι σαφώς πολύ πιο περίπλοκη από μια πρόχειρη ποσοστιαία κατανομή τους στις χώρες της Ε.Ε.


 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Έφη Βούζιου
Έφη Βούζιου
Γεννήθηκε το 1997 και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη. Είναι φοιτήτρια του τμήματος Φιλολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Έχει παρακολουθήσει αρκετές ομιλίες και ημερίδες σχετικές με το αντικείμενο των σπουδών της καθώς και με τον ευρύτερο τομέα της εκπαίδευσης. Ιδιαίτερη είναι η συμμετοχή της σε εθελοντικές δράσεις τις οποίες θεωρεί καίριες για τη διάπλαση του χαρακτήρα των ατόμων και τη διάρθρωση της κοινωνίας. Την απασχολούν τομείς σχετικοί με τα ανθρώπινα δικαιώματα και την ισότητα των κοινωνικών ομάδων.