20.8 C
Athens
Παρασκευή, 19 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΟικονομίαΑνάπτυξηΟ ελληνικός τουριστικός κλάδος: Παθογένειες και Προοπτικές

Ο ελληνικός τουριστικός κλάδος: Παθογένειες και Προοπτικές


Της Γεωργίας Παγιαβλά,

Ο Τουρισμός αποτελεί την τρίτη μεγαλύτερη οικονομική δύναμη, μετά το πετρέλαιο και την αυτοκινητοβιομηχανία και θεωρείται η «βαριά βιομηχανία» της νέας χιλιετίας για πολλές χώρες, καθώς δημιουργεί νέες θέσεις εργασίας και συμβάλλει στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας. Πιο αναλυτικά, για κάθε 1€ που δημιουργείται από τον τουρισμό, δημιουργεί έμμεση πρόσθετη οικονομική δραστηριότητα ύψους 1,5€, με αποτέλεσμα να συμβάλλει συνολικά στο ΑΕΠ 2,5€ (ΚΕΠΕ, 2014). Τα τελευταία χρόνια παρουσιάζει υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, με αποτέλεσμα να είναι κύρια πηγή εσόδων για πολλές οικονομίες.

Παρόλα αυτά, ο τουρισμός είναι ένα «ευαίσθητο» προϊόν, καθώς επηρεάζεται από την παγκόσμια συγκυρία. Χαρακτηριστικά παραδείγματα, το τρομοκρατικό χτύπημα στις ΗΠΑ, το 2001, που μείωσε την επιβατική κίνηση κατά 50% (Goodrich, 2002), η οικονομική κρίση του 2008-2009, μειώνοντας τις παγκόσμιες αφίξεις κατά 4%, επηρεάζοντας επίσης τους εργαζομένους που απασχολούνται στον τουριστικό τομέα (Global Pulse, 2011). Τεράστιο προβλέπεται το πλήγμα και από την νέα πανδημία του Covid-19, μειώνοντας τις τουριστικές αφίξεις κατά 1%-3%, σε αντίθεση με την αναφορά του Ιανουαρίου που προέβλεπε αύξηση ύψους 3%-4% (UNWTO, 2020). Έτσι, η πορεία του τουρισμού επηρεάζει, αλλά και επηρεάζεται από τις οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές συγκυρίες σε τοπικό και διεθνές επίπεδο.

Η Ελλάδα, λόγω της γεωγραφικής της θέσης, των πολλών ακτογραμμών και των μνημείων πολιτισμικής κληρονομιάς είναι ένας από τους πιο δημοφιλής προορισμούς, με αποτέλεσμα να στηρίζεται η οικονομία της ολοένα και περισσότερο στο τουρισμό. Η τουριστική ζήτηση στην Ελλάδα αυξάνεται σταθερά, ενώ η ελληνική αγορά αναβαθμίζεται σταδιακά. Παρόλα αυτά, το ελληνικό τουριστικό προϊόν χαρακτηρίζεται από χαμηλή ανταγωνιστικότητα.

Το τουριστικό μοντέλο της Ελλάδας βασίζεται κατά κύριο λόγο στον ήλιο και την θάλασσα (το γνωστό 3S: Sun, Sea, Sand), όμως έχουν αναδυθεί νέοι ανταγωνιστές στη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου (Τουρκία), που στοχεύουν επίσης στις χώρες της Βορειοδυτικής Ευρώπης και προσφέρουν το ίδιο τουριστικό προϊόν με χαμηλότερο κόστος και χαμηλότερη τιμή. Παράλληλα, το συγκεκριμένο μοντέλο χαρακτηρίζεται από έντονη εποχικότητα, με αποτέλεσμα η τουριστική περίοδος να είναι συρρικνωμένη και να υπάρχει χαμηλή διαπραγματευτική δύναμη, με αυξανόμενη τάση για συμβόλαια All-inclusive. Τέλος, τα τελευταία χρόνια το οικονομικό και κοινωνικό προφίλ του μέσου τουρίστα αυτού του μοντέλου παρουσιάζει υποβάθμιση. Όλα τα παραπάνω, συντελούν στην χαμηλή ανταγωνιστικότητα του ελληνικού τουριστικού προϊόντος, κάνοντας αισθητή την ανάγκη για προσέλκυση επενδύσεων και την ενίσχυση της τουριστικής επιχειρηματικότητας.

Το ελληνικό τουριστικό προϊόν δεν έχει αποτελέσει αντικείμενο σχεδιασμού από το κράτος, του οποίου η δράση είναι αποσπασματική, χωρίς συντονισμό και χωρίς ιδιαίτερο στόχο. Χαρακτηριστικά, τα προβλήματα που αναφέρουν οι Κορρές κ.α. (2006), εξακολουθούν να υφίστανται, όπως εποχικότητα, η μονοσημαντότητα του μοντέλου “ήλιος και θάλασσα”, το αεροπλάνο ως κυριότερο μέσο ταξιδιού, η γεωγραφική συγκέντρωση σε συγκεκριμένες περιοχές με έμφαση στην Κρήτη, το χαμηλό επενδυτικό περιβάλλον, η καθυστέρηση της εισαγωγής νέων τεχνολογιών και η κυριαρχία των λίγων και μεγάλων πολυεθνικών εταιρειών (Tour Operators). Παράλληλα, φαίνεται ότι έχει αφεθεί στις ιδιωτικές πρωτοβουλίες, με αποτέλεσμα να παρουσιάζει έντονη ανομοιομορφία και μη ορθολογική διασπορά. Ιδιαίτερα, λόγω της κρίσης, η ιδιωτική πρωτοβουλία είναι πολύ περιορισμένη, ενώ το θεσμικό έλλειμμα και η γραφειοκρατία δημιουργεί αντικίνητρο για επενδύσεις από ιδιωτικά ξένα κεφάλαια.

Ο ελληνικός τουριστικός κλάδος βασίζεται σε δραστηριότητες εντάσεως εργασίας λόγω του χαμηλού επιπέδου εξειδίκευσης του εργατικού δυναμικού, των χαμηλών επενδύσεων στην έρευνα και στην καινοτομία, αλλά και στις άλλες αναπτυξιακές δραστηριότητες. Ως συνέπεια, παρουσιάζει χαμηλότερα επίπεδα παραγωγικότητας, με χαμηλότερα επίπεδα προστιθέμενης αξίας. Το τουριστικό προϊόν που στηρίζεται σε ένταση εργασίας έχει χαμηλότερη επίδραση στην οικονομία και αυτό οφείλεται στην χαμηλή διασύνδεση μεταξύ τουρισμού, εκπαίδευσης του πληθυσμού, επενδύσεις σε δραστηριότητες έρευνας και ανάπτυξης και στην γενικότερη δυσκολία ενσωμάτωσης της γνώσης στην διαδικασία καινοτομίας (Ramao and Nijkamp, 2017).

Στον αντίποδα βρίσκονται οι χώρες του ευρωπαϊκού Βορρά, όπου η παραγωγή γνώσης και οι δυνατότητες καινοτομίας διαχέονται στο τουριστικό κλάδο, με αποτέλεσμα η οικονομία να χαρακτηρίζεται από τα ακριβώς αντίθετα χαρακτηριστικά. Με άλλα λόγια, ο τουρισμός έχει οδηγήσει στην ανάπτυξη νέων υπηρεσιών, με υψηλή προστιθέμενη αξία και που απαιτείται πιο εξειδικευμένο προσωπικό. Έτσι, ανάλογα με την υπάρχουσα κατάσταση της οικονομίας, δημιουργούνται προϋποθέσεις path dependence, λόγω των οικονομιών συγκέντρωσης και της εξάρτησης των άλλων οικονομικών δραστηριοτήτων. Δηλαδή, ο δυναμισμός του τουριστικού τομέα και της διαδικασίας της οικονομικής ανάπτυξης συνδέονται στενά με τις αρχικές συνθήκες που έχει μια οικονομία να αντιμετωπίσει.

Ο πίνακας 1, παρουσιάζει τους τουριστικούς προορισμούς που ανταγωνίζεται η Ελλάδα (Ισπανία, Ιταλία, Πορτογαλία, Κροατία, Μάλτα, Τουρκία, Κύπρος) και φαίνεται ότι βρίσκεται στην 4η θέση από τους παρακάτω 8 μεσογειακούς τουριστικούς προορισμούς στον δείκτη Τουριστικής Ανταγωνιστικότητας. Είναι εμφανές ότι έχει χαμηλή βαθμολογία σε ό,τι αφορά το επιχειρηματικό περιβάλλον και την ανταγωνιστικότητα τιμών, ενώ μέτρια επίδοση έχει στην ασφάλεια και στο ανθρώπινο δυναμικό. Την υψηλότερη βαθμολογία την έχει στο τομέα υγείας και υγιεινής και στις τουριστικές υποδομές. Το ελληνικό τουριστικό προϊόν δεν μπορεί να ανταγωνιστεί τα άλλα τουριστικά προϊόντα με βάση το κόστος, αλλά με βάση την ποιότητα των προσφερόμενων υπηρεσιών. Αυτό σημαίνει ότι η τουριστική πολιτική πρέπει να βοηθήσει στην προσέλκυση τουριστών που ανήκουν σε υψηλότερο εισοδηματικό τμήμα της αγοράς, ως συνέπεια είναι αναγκαίο να αναβαθμίσει τις υποδομές και το ανθρώπινο δυναμικό της χώρας.

Πίνακας 1: TTC1 2019 Scores. Πηγή: WEF, 2019. http://www3.weforum.org/docs/WEF_TTCR_2019.pdf.

Αναδεικνύεται ότι υπάρχει ανάγκη κρατικής παρέμβασης, η οποία θα πρέπει να έχει ως βασική επιδίωξη να πραγματοποιηθούν οικονομικά κέρδη για τον τοπικό πληθυσμό, διατηρώντας την ακεραιότητα των κοινωνικών, πολιτισμικών και περιφερειακών χαρακτηριστικών της χώρας, δίνοντας έμφαση στην επίλυση της παθογένειας του ελληνικού τουριστικού προϊόντος. Η βασική πρόκληση είναι να προωθηθούν ολιστικές τουριστικές στρατηγικές που να συνδυάζονται με συντονισμένα προγράμματα εφαρμογής, τα οποία δηλαδή θα διευκολύνουν τις οικονομίες να επιτύχουν δημιουργία υψηλότερης αξίας, χωρίς να δημιουργούν συνθήκες αποκλεισμού και χωρίς υποβαθμίζουν το περιβάλλον.

Με άλλα λόγια, πρέπει να δημιουργούνται ευκαιρίες για οικονομική διαφοροποίηση και ανάπτυξη των δεξιοτήτων, δηλαδή μέσω του τουρισμού να προωθείται η τοπική επιχειρηματικότητα και η ανάπτυξη νέων προϊόντων προσανατολισμένα προς την εξαγωγή. Ταυτόχρονα, να προωθείται η ανάπτυξη τεχνολογικών και κοινωνικών καινοτομιών, έτσι ώστε ο τουριστικός κλάδος να επιδράσει στα άυλα στοιχεία του χωρικού κεφαλαίου, βελτιώνοντας την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Τέλος, να προστατεύεται η φυσική και πολιτισμική κληρονομιά της περιοχής, δηλαδή να διασφαλίζεται βιώσιμη τουριστική ανάπτυξη, ενώ ταυτόχρονα να δημιουργούνται εναλλακτικές ευκαιρίες στην αγορά για το κλάδο του τουρισμού, δηλαδή αναξιοποίητα τουριστικά κεφάλαια να μετατρέπονται σε τουριστικά προϊόντα, όπως η φυσική ομορφιά και πολιτισμική κληρονομιά.

Μερικές σκέψεις είναι ότι η προτεραιότητα του ελληνικού τουριστικού σχεδιασμού πρέπει να είναι η διαφοροποίηση του τουριστικού προϊόντος, προσφέροντας πιο ποιοτικές υπηρεσίες με υψηλότερη προστιθέμενη αξία, για παράδειγμα να δοθεί έμφαση στον αγροτουρισμό, καθώς εμφανίζει ιδιαίτερα θετικά χαρακτηριστικά σε σχέση με το αντίστοιχο των ευρωπαϊκών χωρών. Ένα εργαλείο για την αντιμετώπιση της εποχικότητας είναι να ενισχυθεί ο εσωτερικός τουρισμός, ο οποίος δεν φαίνεται να αποθαρρύνεται από ζητήματα όπως ο ιός της γρίπης Η1Ν1 (BBVA, 2009). Άρα η ενίσχυση του εγχώριου τουρισμού θα μπορούσε να εξισορροπήσει τις απώλειες του εισερχόμενου τουρισμού εξ αιτίας της πανδημία που διανύουμε τώρα.

Ακόμα, η κρατική παρέμβαση μπορεί να προωθήσει τα προπτυχιακά και μεταπτυχιακά προγράμματα ανώτερης εκπαίδευσης με έμφαση στο κλάδο του Τουρισμού, καθώς και σεμινάρια επιμόρφωσης για τους εργαζομένους του κλάδου, με σκοπό να ενημερωθούν για τις νέες τάσεις του τουρισμού, αλλά και για να αποκτήσουν ευχέρεια με τις νέες τεχνολογίες. Τέλος, η διαφήμιση είναι πολύ σημαντική και πρέπει να προωθηθούν οι εναλλακτικές μορφές τουρισμού που αναπτύσσονται στην Ελλάδα, όπως ο τουρισμός υγείας και ο επαγγελματικός τουρισμός, ώστε ο τουρίστας να ενημερωθεί ότι προσφέρονται και άλλες υπηρεσίες πέραν του ήλιου και της θάλασσας.


Πηγές
  • BBVA, 2009. The impact of swine flu on tourism: Mexico. Διαθέσιμο εδώ: https://www.bbvaresearch.com/wp-content/uploads/mult/090625_ObserSectorialMexico_3_eng_tcm348-197121.pdf. Τελευταία πρόσβαση στις 28/03/2020
  • Global Pulse, 2011. Economic crisis, tourism decline and its impact on the poor. Διαθέσιμο εδώ: https://www.unglobalpulse.org/project/economic-crisis-tourism-decline-and-its-impact-on-the-poor-2011/. Τελευταία πρόσβαση στις 28/03/2020
  • Goodrich, J., 2002. September 11, 2001 Attack on America: Impact on Tourism Security, Journal of Travel & Tourism Marketing, 11:4, 1-12
  • ΚΕΠΕ, 2014. Τουρισμός και Ανάπτυξη.
  • Κορρές, Γ. κ.α., 2006. Τουρισμός και Περιφερειακή Ανάπτυξη: Μια Μελέτη Περίπτωση για την Ελλάδα. Παρουσιάστηκε στο Πρώτο Συνέδριο Κοινωνικών Επιστημών. Θέμα: Οι κοινωνικές επιστήμες σήμερα.
  • Romão, J., & Nijkamp, P., 2017. A spatial econometric analysis of impacts of innovation, productivity and agglomeration on tourism competitiveness. Curr Issues Tour.
  • UNWTO, 2020. TOURISM AND COVID-19. Διαθέσιμο εδώ: https://www.unwto.org/tourism-covid-19-coronavirus. Τελευταία πρόσβαση στις 28/03/2020

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Γεωργία Παγιαβλά
Γεωργία Παγιαβλά
Αποφοίτησε από το Tμήμα Οικονομικής και Περιφερειακής Ανάπτυξης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και ολοκλήρωσε μεταπτυχιακό στο University of Glasgow με ειδίκευση Economic Development. Παρακολούθησε δεύτερο μεταπτυχιακό στα Οικονομικά στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, ενώ, παράλληλα, ήταν βοηθός ερευνήτρια στο «Ινστιτούτο Περιφερειακής Ανάπτυξης». Απασχολήθηκε σε μια αστική ΜΚΟ για την Απολιγνιτοποίηση στη Μεγαλόπολη και ολοκλήρωσε μεταπτυχιακό στο Tμήμα Γεωγραφίας στο Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο με κατεύθυνση Χωρικές Πολιτικές και Ανάπτυξη στην Ευρώπη. Συνεχίζει τις σπουδές της σε διδακτορικό επίπεδο, ενώ, συγχρόνως, φοιτά στο προπτυχιακό Τμήμα της Φιλοσοφίας του ΕΚΠΑ. Χόμπυ της η ανάγνωση λογοτεχνικών βιβλίων και οι περίπατοι στην Αθήνα.