20.5 C
Athens
Πέμπτη, 28 Μαρτίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΗ αρχή της πρόληψης και η προστασία της δημόσιας υγείας. Νέα πρόκληση...

Η αρχή της πρόληψης και η προστασία της δημόσιας υγείας. Νέα πρόκληση για το φιλελεύθερο κράτος;


Του Πέτρου-Ορέστη Κατσούλα, 

Ως νομική έννοια η υγεία φέρει μία ατομική, καθώς και μία κοινωνική διάσταση. Η τελευταία συνίσταται στην υποχρέωση του κράτους να προάγει, να διατηρεί και να αποκαθιστά την υγεία των ανθρώπων, η οποία συναρτάται με το γενικότερο δικαίωμα στη ζωή, κατοχυρωμένο στο άρθρο 5 παράγραφο 2 του Συντάγματος καθώς και στο άρθρο 2.1 της ΕΣΔΑ. Σύμφωνα με τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας (ενδεικτικά ΣτΕ Ολ. 400/1986), το άρθρο κατοχυρώνει ευθεία υποχρέωση του κράτους, χωρίς βέβαια να συνοδεύεται από αντίστοιχη αγώγιμη αξίωση των πολιτών. Η απουσία μίας τέτοιας αγώγιμης αξίωσης, η οποία είναι κρατούσα στη θεωρία προστασίας των κοινωνικών δικαιωμάτων, δε σημαίνει βέβαια ότι ο νομοθέτης απολαμβάνει ευρεία διακριτική ευχέρεια, καθώς από τη συστηματική ερμηνεία του Συντάγματος συνάγεται ότι δεσμεύεται από μία «συνταγματική εντολή» μέριμνας για την αυξημένη προστασία των πολιτών.

Έκφανση αυτής της γενικότερης προστασίας της υγείας αποτελεί και η εξουσία του κράτους να λαμβάνει μέτρα πρόληψης για την προφύλαξη από υγειονομικούς κινδύνους. Θέση που διατυπώθηκε ρητώς για πρώτη φορά με δεσμευτικό τρόπο στη Σύμβαση του Ρίο για το Περιβάλλον, η αρχή της προληπτικής δράσης βρίσκει έρεισμα και στο ενωσιακό δίκαιο. Στο άρθρο 174 παράγραφος 2 της Συνθήκης της Λισαβόνας ορίζεται ότι πολιτική της Κοινότητας στον τομέα του περιβάλλοντος αποβλέπει στην εξασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας και λαμβάνει υπόψη την ποικιλομορφία των καταστάσεων. Στηρίζεται στις αρχές της προφύλαξης και της προληπτικής δράσης, της επανόρθωσης των καταστροφών του περιβάλλοντος, κατά προτεραιότητα στην πηγή, καθώς και στην αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει». Στην παράγραφο 3 ορίζεται άλλωστε ότι κατά την εκπόνηση της πολιτικής της στον τομέα του περιβάλλοντος, η Κοινότητα λαμβάνει υπόψη τα διαθέσιμα επιστημονικά και τεχνικά δεδομένα, τις συνθήκες του περιβάλλοντος στις διάφορες περιοχές της Κοινότητας, τα πλεονεκτήματα και τις επιβαρύνσεις που μπορούν να προκύψουν από τη δράση ή την απουσία δράσης, την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη της Κοινότητας στο σύνολό της και την ισόρροπη ανάπτυξη των περιοχών της.Συγγενής με την αρχή της προληπτικής δράσης στο χώρο της δημόσιας υγείας είναι η αρχή της προφύλαξης, η οποία εξειδικεύεται ως υποχρέωση προστασίας της ασφάλειας των προσώπων από κάθε φύσεως πιθανούς κινδύνους, ικανούς να πλήξουν την υγεία σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο. Η αρχή της προληπτικής δράσης συνίσταται στην ανάγκη να περιοριστούν οι διαρκώς αυξανόμενοι κίνδυνοι, επιδιώκοντας έτσι να αμβλύνει κάθε ρίσκο σε μια «χαοτική» (με την μαθηματική έννοια) κοινωνία. Από την άλλη πλευρά, όμως, η ίδια η ευρωπαϊκή Επιτροπή στην ανακοίνωσή της σχετικά με την εφαρμογή της αρχής της προφύλαξης, (Bρυξέλλες, 2 Φεβρουαρίου 2000, IP/00/96) επεκτείνει το πεδίο εφαρμογής της αρχής, καθώς κρίνει ότι αυτή έχει πολύ ευρύτερο πεδίο εφαρμογής, εκτεινόμενη πέρα από τον τομέα του περιβάλλοντος, καλύπτοντας επίσης την προστασία της υγείας του ανθρώπου, των ζώων και των φυτών. Νομολογιακή εφαρμογή της εν λόγω αρχής έδωσε η απόφαση της 5ης Μαΐου 1998 του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και Βορείου Ιρλανδίας κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Υπόθεση C-180/96), η οποία αφορούσε τη νόσο των τρελών αγελάδων. Το Δικαστήριο ερμήνευσε την αναλογικότητα των μέτρων περιορισμού εξαγωγής κρέατος υπό το πρίσμα της αρχής της προληπτικής δράσης, καταλήγοντας ότι οι όποιοι περιορισμοί ήταν θεμιτοί.

Όπως επισημαίνει ο Άγγελος Στεργίου, η υποχρέωση που ιδρύεται στο άρθρο 21 παράγραφος 3 του Συντάγματος είναι υποχρέωση μέσου (υποδομών υγείας) και όχι αποτελέσματος. Υπό την έννοια αυτή, το Κράτος οφείλει να λαμβάνει όλα τα κατάλληλα μέτρα για τη βέλτιστη και πληρέστερη προστασία της δημόσιας υγείας. Η υποχρέωση αυτή έγκειται μάλιστα, στην κατοχύρωση υπηρεσιών υγείας υψηλού επιπέδου, πάντα σε συνάρτηση με τις υπάρχουσες συστημικές δομές. Το αγαθό της δημόσιας υγείας λαμβάνει με τον τρόπο αυτό μία οιονεί υπεραξία σε βαθμό που να δικαιολογεί περιορισμούς[1], ακόμα και σε συνταγματικά κατοχυρωμένες ελευθερίες, όπως η επιχειρηματική δραστηριότητα, η οικονομική ελευθερία, η ελευθερία κίνησης. Οι ανωτέρω ελευθερίες χωρίς να χάνουν την κανονιστική τους «αυταξία» συμπλέουν έτσι με το στόχο της εξασφάλισης της εύρυθμης λειτουργίας του Εθνικού Συστήματος Υγείας.

Η αναγωγή της υγείας σε κοινωνικό αγαθό που δεν υπόκειται στους νόμους της αγοράς, αποτυπώθηκε στη διάταξη του άρθρου 1 παράγραφος 1 ν. 1397/83, όπου καθιερώθηκε αποκλειστική ευθύνη του κράτους για την υγεία. Η αντίληψη αυτή ενισχύεται από τη θέση που λαμβάνει το αγαθό της υγείας στη συνταγματική έννομη τάξη, ως μία αντικειμενική θεσμική αρχή, η οποία συνυπάρχει με την υποκειμενική διάσταση του αγαθού ως υποκειμενικού δικαιώματος.Είναι φανερό ότι η κρατική προστασία έναντι των κινδύνων αναδιατάσσει τη θεσμική ισορροπία των ατομικών ελευθεριών και ανάγει το κράτος στη βάση ενός πρώιμου συνταγματισμού, σύμφωνα με τον οποίο η κρατική οντότητα λειτουργεί ως εγγυητής της ασφάλειας των πολιτών. Ωστόσο, με δεδομένο το σύνθετο τοπίο κινδύνων και προκλήσεων, το βασικό ερώτημα που γεννάται έιναι η θέση των θεμελιωδών ελευθεριών. Πρόκειται για μία σύγκρουση η οποία θέτει εν αμφιβόλω τη μετεξέλιξη του μοντέρνου κράτους ως πυλώνα των ελευθεριών κα προτάσσει την προστατευτική διάσταση των δικαιωμάτων έναντι της αμυντικής. Υπό την εκδοχή αυτή, το κράτος οφείλει πρωτευόντως να υπηρετεί και να διαφυλάσσει την κατοχύρωση της ασφάλειας, η οποία λαμβάνεται ως συνάρτηση της προστασίας της αξίας του ίδιου του ανθρώπου, ακόμα και σε βάρος δραστικών περιορισμών των ατομικών του ελευθεριών[2]. Η αντίληψη αυτή ενός προληπτικού κράτους προστασίας φυσικά, δεν μπορεί να θεωρείται αυτονόητη σε ένα σύγχρονο φιλελεύθερο κράτος  που δομήθηκε ακριβώς πάνω στην αναγνώριση ατομικών ελευθεριών και δύσκολα μπορεί να γίνει αποδεκτή στη γενικότητά του. Η πρόσφατη κρίση του κορωνοϊού θέτει για ακόμη μια φορά μία μεγάλη πρόκληση για την προστασία των θεμελιωδών ελευθεριών, καθώς και για τον ρόλο που το κράτος καλείται να διαδραματίσει. Εμφανιζόμενο υπό μία νέα σκοπιά, ένα ιδιότυπο «υγειονομικό κράτος της ανάγκης» επιχειρεί να κάνει την εμφάνισή του, εγείροντας έναν νέο κίνδυνο που μέχρι σήμερα δεν είχε συνεκτιμηθεί. Δοκιμαζόμενο από αυτόν τον νεό κίνδυνο, το συνταγματικό φιλελεύθερο κράτος κλυδωνίζεται για ακόμη μία φορά, εξαντλώντας τα όρια της ευελιξίας των θεσμών του. Η θέση των ατομικών ελευθεριών θα κληθεί να επαναπροσδιοριστεί ενώπιον της διαρκώς ενισχυόμενης αρχής της πρόληψης.


[1] Χαρακτηριστική προς αυτή την κατεύθυνση είναι και η ΣτΕ 4171/2012, όπου κρίθηκε ότι το μέτρο απαγόρευσης του καπνίσματος στα καταστήματα υγειονομικού ενδιαφέροντος «στηριζόμενο και στη διάταξη του άρθρου 21 παρ.3 του Συντάγματος, από την οποία γεννάται ευθεία υποχρέωση του Κράτους με τη λήψη θετικών μέτρων για την προστασία της υγείας των πολιτών, δεν αντίκειται, κατά τη γνώμη που επικράτησε στο Δικαστήριο, στη διάταξη του άρθρου 5 παρ.1 του Συντάγματος, καθόσον συνιστά θεμιτό περιορισμό της ελευθερίας εν γένει και της επαγγελματικής ελευθερίας των ιδιοκτητών καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος ειδικότερα». Βεβαίως οι περιορισμοί στο όνομα της δημόσιας υγείας αφενός θα πρέπει να μην είναι δυσανάλογοι, αφετέρου θα πρέπει να σχετίζονται ευθέως με τον επιδιωκόμενο σκοπό. (Βλ. ΣτΕ  Ολ. 3665/2005 όπου κρίθηκε ότι η θέσπιση πληθυσμιακών κριτηρίων για την χορήγηση άδειας φαρμακείου δεν σχετίζεται ευθέως με την προστασία της δημόσιας υγείας και συνεπώς, δεν είναι συνταγματικός).

[2] Άποψη που συστηματοποίησε ο Thomas Hobbes, συλλαμβάνοντας το οργανωμένο κράτος ως τον αντίποδα τους κράτους της φύσης, δηλαδή της «προκρατικής» κατάστασης της απόλυτης βίας και της αγωνίας του θανάτου. Στον Hobbes, η κρατική εξουσία είναι δεσποτική και τα άτομα οφείλουν απόλυτη υπακοή, διασφαλίζει όμως την ασφάλεια που είναι το ζητούμενο κατ’αυτόν.


Πηγές
  • Φ. Σπυρόπουλος, Ξ. Κοντιάδης, Χ. Ανθόπουλος, Γ. Γεραπετρίτης, Σύνταγμα, Κατ’ άρθρο ερμηνεία, Αθήνα, Σάκκουλας, 2017, σελ. 546 επ.
  • Α. Στεργίου, Δίκαιο Κοινωνικής Ασφάλισης, Αθήνα, Σάκκουλας, 2017, σ. 160 επ.
  • Χ. Ανθόπουλος, Νέες διαστάσεις των θεμελιωδών δικαιωμάτων, Αθήνα, Σάκκουλας, 2001, σ. 162 επ.
  • Π. Μαντζούφας, Η συνταγματική προστασία των δικαιωμάτων στην κοινωνία της διακινδύνευσης-Υγεία-Ιδιωτικότητα-Περιβάλλον, Αθήνα, Σάκκουλας, Σειρά: Μελέτες Συνταγματικού Δικαίου και Πολιτειολογίας, 2006, passim.

Πέτρος-Ορέστης Κατσούλας

Είναι υποψήφιος διδάκτωρ συγκριτικού, δημοσίου και ευρωπαϊκού δικαίου (Πανεπιστήμιο Paris II Panthéon-Assas). Πτυχιούχος της Νομικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών στο Δημόσιο Δίκαιο του Πανεπιστημίου Paris II Panthéon-Assas, με ισχυρή βάση στο ευρωπαϊκό δίκαιο, το δημόσιο δίκαιο και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Φέρει δικηγορική εμπειρία σε αντικείμενα δημοσίου δικαίου αλλά και πολιτικής και διοικητικής δικονομίας, από άσκηση στο Νομικό Συμβούλιο του Κράτους. Κατά το παρελθόν είχε ενεργή συμμετοχή στην ELSA ως πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου, συμμετοχή σε προσομοιώσεις οργανισμών και πρακτική άσκηση στο Υπουργείο Εξωτερικών.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Πέτρος-Ορέστης Κατσούλας
Πέτρος-Ορέστης Κατσούλας
Είναι υποψήφιος διδάκτωρ συγκριτικού, δημοσίου και ευρωπαϊκού δικαίου (Πανεπιστήμιο Paris II Panthéon-Assas). Πτυχιούχος της Νομικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών στο Δημόσιο Δίκαιο του Πανεπιστημίου Paris II Panthéon-Assas, με ισχυρή βάση στο ευρωπαϊκό δίκαιο, το δημόσιο δίκαιο και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Φέρει δικηγορική εμπειρία σε αντικείμενα δημοσίου δικαίου αλλά και πολιτικής και διοικητικής δικονομίας, από άσκηση στο Νομικό Συμβούλιο του Κράτους. Κατά το παρελθόν είχε ενεργή συμμετοχή στην ELSA ως πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου, συμμετοχή σε προσομοιώσεις οργανισμών και πρακτική άσκηση στο Υπουργείο Εξωτερικών.