19.4 C
Athens
Πέμπτη, 18 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΝομιμότητα διενέργειας ψυχολογικών τεστ για εξακρίβωση γενετήσιου προσανατολισμού σε αιτούντες άσυλο

Νομιμότητα διενέργειας ψυχολογικών τεστ για εξακρίβωση γενετήσιου προσανατολισμού σε αιτούντες άσυλο


Της Σοφίας Βογά,

Με αφορμή την υπ’ αριθμ. C-473/2018 απόφαση εξετάστηκε από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης το ζήτημα της συμφωνίας με το ευρωπαϊκό δίκαιο της διενέργειας ψυχολογικών τεστ, με σκοπό την εξακρίβωση του γενετήσιου προσανατολισμού των αιτούντων άσυλο από τις αρμόδιες να εξετάσουν τις αιτήσεις τους εθνικές αρχές.

Το ιστορικό της υπό κρίση υπόθεσης είχε ως εξής: ο νιγηριανής καταγωγής αιτών άσυλο ενώπιον των ουγγρικών αρχών επικαλέστηκε ως λόγο, που δικαιολογούσε την παροχή προς εκείνον διεθνούς προστασίας, τον φόβο διώξεώς του στη χώρα καταγωγής του λόγω της ομοφυλοφιλίας του. Η αρμόδια αρχή απέρριψε την αίτησή του, αποδεχόμενη ωστόσο ότι οι ισχυρισμοί του δεν εμφάνιζαν λογικά κενά ή αντιφάσεις. Έκρινε, όμως, την αναξιοπιστία του ισχυρισμού του, βασιζόμενη σε πραγματογνωμοσύνη, που διενεργήθηκε από ψυχολόγο, κατόπιν της υποβολής του αιτούντος άσυλο σε διαγνωστική διερεύνηση και σε διάφορα τεστ προσωπικότητας. Ο αιτών άσυλο προσέφυγε ενώπιον των ουγγρικών Δικαστηρίων, ισχυριζόμενος αφενός ότι με την υποβολή του σε ψυχολογικά τεστ, εθίγησαν τα θεμελιώδη δικαιώματά του και αφετέρου ότι τα υπό κρίση ψυχοδιαγνωστικά τεστ δεν παρείχαν τη δυνατότητα να εκτιμηθεί ο γενετήσιος προσανατολισμός του.Το εθνικό δικαστήριο διέταξε τη διεξαγωγή αποδείξεων κι έτσι, το ουγγρικό Ίδρυμα Δικαστικών Πραγματογνωμόνων και Ερευνητών κατήρτισε πραγματογνωμοσύνη, δυνάμει της οποίας κρίθηκε ότι τα διενεργηθέντα ψυχολογικά τεστ δεν έθιγαν την αξιοπρέπεια του προσφεύγοντος και ήταν ικανά να δώσουν μια εικόνα του γενετήσιου προσανατολισμού του. Το εθνικό δικαστήριο, που έκρινε ότι δεσμευόταν από την προσκομισθείσα πραγματογνωμοσύνη, ανέστειλε την εκδίκαση της υπόθεσης και απέστειλε δύο προδικαστικά ερωτήματα στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το Δικαστήριο διερωτήθηκε:

  • Αν οι εθνικές αρχές έχουν τη δυνατότητα να εξετάσουν μέσω πραγματογνωμοσυνών, την αλήθεια του ισχυρισμού του προσφεύγοντος που αιτείται τη χορήγηση ασύλου, λόγω του γενετήσιου προσανατολισμού του, και
  • Αν, σύμφωνα με το άρθρο 1 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μπορούν οι εθνικές αρχές, οι εξετάζουσες αιτήσεις ασύλου να διενεργούν πραγματογνωμοσύνες και να υποβάλουν στο πλαίσιο αυτό τους ομοφυλόφιλους αιτούντες σε προβολικά τεστ προσωπικότητας, χωρίς να προβαίνουν σε κλινική εξέταση αυτών και χωρίς να τους θέτουν ερωτήσεις για τη σεξουαλική τους ζωή.

Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έκρινε ότι το άρθρο 4 της οδηγίας 2011/95/ΕΕ για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, πρέπει να ερμηνευτεί υπό την έννοια ότι δεν απαγορεύεται στις εθνικές αρχές να διατάσσουν τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης στο πλαίσιο αξιολόγησης των γεγονότων που αφορούν τον γενετήσιο προσανατολισμό των αιτούντων, υπό την προϋπόθεση αφενός ότι ο τρόπος διενέργειας της πραγματογνωμοσύνης δε θα παραβιάζει τα κατοχυρωμένα από τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων δικαιώματα και αφετέρου ότι οι εθνικές δικαιοδοτικές αρχές ούτε θα δεσμεύονται από τις πραγματογνωμοσύνες αυτές, ούτε θα θεμελιώνουν την κρίση τους αποκλειστικά σε αυτές. Στην υπό κρίση, όμως, περίπτωση έγινε δεκτό ότι η διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης αντέβαινε στην αρχή της αναλογικότητας, αφού ο αντίκτυπος αυτής στην προσωπικότητα του αιτούντος ήταν δυσανάλογος με τον επιδιωκόμενο με αυτή σκοπό, ήτοι με την εξέταση της αίτησής του. Παράλληλα, δε, το Δικαστήριο απεφάνθη ότι η διενέργεια της επίμαχης ψυχολογικής πραγματογνωμοσύνης, που απέβλεπε στη διαμόρφωση μιας γενικής εικόνας αναφορικά με το γενετήσιο προσανατολισμό του αιτούντος, αντέβαινε στην ανωτέρω αναφερόμενη οδηγία, που πρέπει να ερμηνευτεί υπό το φως του άρθρου 7 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που αφορά την προστασία της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής των ατόμων.

Καίριο ρόλο στη διαμόρφωση της δικανικής πεποίθησης του Δικαστηρίου διαδραμάτισε το γεγονός ότι ο σεξουαλικός προσανατολισμός των προσώπων συνιστά μύχιο και ιδιωτικό χαρακτηριστικό της προσωπικότητάς τους και ευαίσθητο προσωπικό δεδομένο, το οποίο δεν είναι δυνατόν να υποβάλλεται σε επεξεργασία από τις αρχές, χωρίς τη συναίνεση του προσώπου. Παρά, δε, τους ισχυρισμούς της ουγγρικής κυβέρνησης ότι κανένας εκ των αιτούντων δεν υποβάλλεται σε ψυχοδιαγνωστικά τεστ χωρίς τη συναίνεσή του, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η συναίνεση αυτή είναι καθαρά προσχηματική και τυπική και ουδόλως ελεύθερη, καθώς ο αιτών άσυλο συμφωνεί να υποβληθεί σε τέτοιου είδους τεστ, προκειμένου η αίτησή του να έχει πιθανότητες να γίνει δεκτή.

Παράλληλα, βασικό σημείο της σκέψης του Δικαστηρίου ήταν και η μη πιστοποιημένη επιστημονικότητα και εγκυρότητα των επίμαχων ψυχοδιαγνωστικών τεστ, αλλά και το γεγονός ότι το ουγγρικό δικαιοδοτικό όργανο δεν αρκέστηκε απλώς στο να λάβει υπόψη του τα πορίσματα της πραγματογνωμοσύνης, εξετάζοντας ταυτοχρόνως τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τον αιτούντα έγγραφα ή τη ληφθείσα από αυτόν συνέντευξη, αλλά στήριξε όλο το αιτιολογικό της δικανικής του κρίσης στη διενεργηθείσα πραγματογνωμοσύνη.Άλλο ένα κρίσιμο ζήτημα, των εν λόγω προβολικών της προσωπικότητας τεστ αφορά την αξιοπιστία τους, αφού η λογική τους βασίζεται στη δημιουργία προφίλ χαρακτήρων βάσει ορισμένων στερεοτυπικών ερευνών. Επομένως, συχνά έχει υποστηριχθεί ότι τα τεστ αυτά προσβάλλουν βάναυσα την αρχή της ισότητας, αλλά και εν γένει την αξία του ανθρώπου και το δικαίωμα στη μοναδικότητα της προσωπικότητας, αφού επιχειρούν να αξιολογήσουν κατά ομοιόμορφο τρόπο και με βάση στεγανοποιημένα και προκαθορισμένα κριτήρια, περιπτώσεις σημαντικά διαφορετικές μεταξύ τους.

Επομένως, με βάση όλο το σκεπτικό της απόφασης, αλλά και τις θεμελιώδεις αρχές που διέπουν το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ανενδοίαστα προκύπτει ότι σε υποθέσεις αίτησης χορήγησης ασύλου με προβαλλόμενο λόγο παροχής διεθνούς προστασίας το γενετήσιο προσανατολισμό, οι αρμόδιες αρχές δύνανται να ελέγχουν την αλήθεια του προβαλλόμενου ισχυρισμού, χωρίς, όμως, να παραβιάζουν και να θέτουν σε κίνδυνο τα δικαιώματα των αιτούντων, και συγκεκριμένα όσα αφορούν την προστασία της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, την αρχή της ισότητας, την αξία του ανθρώπου και τη μοναδικότητα της προσωπικότητας των ατόμων.


Πηγές
  • C-473/2016, ΔΕΕ
  • Σπύρος Βλαχόπουλος, Θεμελιώδη Δικαιώματα, εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2017
  • Πρόδρομος Δ. Δαγτόγλου, Συνταγματικό Δίκαιο, Ατομικά Δικαιώματα, εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2012

Σοφία Βογά

Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1996, όπου και διαμένει μέχρι και σήμερα. Είναι απόφοιτος του Τμήματος Νομικής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, ήδη σήμερα δικηγόρος, ενώ πραγματοποιεί μεταπτυχιακές σπουδές με ειδίκευση στο Δημόσιο Δίκαιο στο Εθνικό και Καποδιαστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Μιλάει αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά και αραβικά, και στον ελεύθερό της χρόνο ασχολείται με την ανάγνωση βιβλίων κλασικής λογοτεχνίας, τη μουσική, τον κινηματογράφο και τη γυμναστική.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Σοφία Βογά
Σοφία Βογά
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1996, όπου και διαμένει μέχρι και σήμερα. Είναι απόφοιτος του Τμήματος Νομικής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, ήδη σήμερα δικηγόρος, ενώ πραγματοποιεί μεταπτυχιακές σπουδές με ειδίκευση στο Δημόσιο Δίκαιο στο Εθνικό και Καποδιαστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Μιλάει αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά και αραβικά, και στον ελεύθερό της χρόνο ασχολείται με την ανάγνωση βιβλίων κλασικής λογοτεχνίας, τη μουσική, τον κινηματογράφο και τη γυμναστική.