17.6 C
Athens
Πέμπτη, 25 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΠολιτικήΓνώμη«Πολιορκητικός κριός» στις θύρες της Ευρώπης

«Πολιορκητικός κριός» στις θύρες της Ευρώπης


Της Δέσποινας Κάντα, 

Πολλές φορές στο παρελθόν, ο Τούρκος Πρόεδρος εξαπέλυσε ευθέως απειλές στην Ευρωπαϊκή Ένωση, κρατώντας στα χέρια του, ως διαπραγματευτικό χαρτί, ανθρώπους που βίωσαν τη φρίκη του πολέμου. Στην παρούσα φάση, υλοποιεί αυτό που προμήνυε καιρό τώρα ότι θα πραγματοποιήσει: την εργαλειοποίηση του μεταναστευτικού. Βλέποντας την ανθρώπινη οντότητα ως μοχλό πίεσης, ο Τούρκος Πρόεδρος επιχειρεί (και καταφέρνει) να χτίσει ένα προφίλ «τουρκο-πατέρα» στο εσωτερικό της χώρας του και ένα προφίλ ισχυρού παίκτη στη διεθνή σκακιέρα των πολιτικών εξελίξεων.

Προκειμένου να πιέσει την ΕΕ, ώστε αυτή με τη σειρά της να πιέσει τη Ρωσία για να αποσύρει η τελευταία τη στήριξή της στον Πρόεδρο της Συρίας Μπασάρ αλ-Άσαντ, στέλνει μετανάστες (και ελάχιστους πρόσφυγες) στο κατώφλι της Ευρώπης, αποβλέποντας περαιτέρω στη δημιουργία εσωτερικού προβλήματος στην Ελλάδα σχετικά με το θέμα των συνόρων και τη διαχείριση των ροών αλλά και στην καλλιέργεια πρόσφορου εδάφους για την ανάπτυξη των ευρωσκεπτικιστικών τάσεων. Η τουρκική προπαγάνδα, δε, είναι εδώ και καιρό στα «καλύτερά» της, αφού προσπαθεί να πείσει -περισσότερο τον τουρκικό λαό, πάρα τη διεθνή κοινή γνώμη- ότι οι Έλληνες είναι αυτοί που δεν σέβονται την αξιοπρέπεια της ανθρώπινης ύπαρξης. Με πλήρη καθοδήγηση από την τουρκική κυβέρνηση, μετανάστες -που ως επί τω πλείστον ουδεμία σχέση έχουν με εμπόλεμες ζώνες- διευκολύνονται από τους διακινητές, αλλά και από το ίδιο το τουρκικό κράτος, ώστε να φτάσουν στα σύνορα της Ελλάδας και από εκεί -χωρίς καμία καταγραφή- να περάσουν παράνομα στην Ευρώπη. Ο Ερντογάν μετά την κακή στρατηγική επιλογή της εμπλοκής της Τουρκίας σε εμπόλεμες συρράξεις στην Ανατολή, επιλογή που έχει μεγάλο κόστος για την Τουρκία, τόσο σε απώλεια ανθρώπων όσο και σε κατασπατάληση χρήματος και εξοπλισμού, χωρίς να αποδώσει κάποιο κέρδος, προσπαθεί να ανακτήσει την ισχύ του, μέσω υβριδικού πολέμου στην Ευρώπη. 

Η Τουρκία ούτε ενδιαφέρεται για το τι προβλέπει το Διεθνές Δίκαιο, ούτε αναγνωρίζει τις Συνθήκες που έχουν υπογραφεί, ακόμα και από την ίδια, ως δεσμευτικές. Η θέση της, μάλιστα, σχετικά με Συνθήκες που την αφορούν είναι -ανοιχτά- η «επικαιροποίηση» Συνθηκών που θα λαμβάνει υπόψιν τα «νέα δεδομένα». Στο εσωτερικό της Τουρκίας, ο Ερντογάν κινείται έξυπνα επικοινωνιακά, φανατίζοντας τους υποστηρικτές του και αδιαφορώντας για τη δημιουργία πολιτικής σύμπνοιας των τουρκικών και των ευρωπαϊκών θέσεων. Τουλάχιστον σε εθνικά θέματα, η κοινή γνώμη των Τούρκων πολιτών παρουσιάζει μια σταθερότητα ή μικρές αποκλίσεις από τη γενική γραμμή. Το μόνο εσωτερικό πρόβλημα που τυχόν θεωρηθεί ότι έχει δημιουργηθεί στην Ελλάδα δεν πηγάζει από απόκλιση των απόψεων των κομμάτων, αλλά από μεμονωμένες φωνές που καταφεύγουν εύκολα -αφού επί σειρά ετών ωθούνταν σε αυτό- σε επικίνδυνους χαρακτηρισμούς όσων έχουν αντίθετη άποψη από τη δική τους. 

Ιδιαίτερα ακανθώδες είναι το ζήτημα της εγκατάστασης των προσφύγων σε ακατοίκητα νησιά της ελληνικής επικράτειας, υπό τα πρότυπα διαχείρισης που χρησιμοποιεί η Αυστραλία, από το 2001 με τη νήσο Ναουρού, όπου και κρατούνταν οι μετανάστες και οι αιτούντες άσυλο ή όσοι απελαύνονταν από την Αυστραλία. Στην ελληνική πραγματικότητα κρίνεται αδύνατο -αν όχι ουτοπικό- να πραγματοποιηθεί κάτι τέτοιο δεδομένων των σχέσεων που έχουμε με τη γείτονα χώρα. 

Η θέση της Ελλάδας ήταν και είναι -ως όφειλε- σαφής. Τα νησιά δεν μπορούν να αντέξουν επιπλέον μεταναστευτικές ροές και στόχος είναι η επιτάχυνση των διαδικασιών ασύλου και της προώθησης όσων δεν δικαιούνται άσυλο, πίσω στις χώρες προέλευσής τους. Δυστυχώς, η επιτάχυνση αυτή είναι ένα σενάριο που διακόπτεται προσωρινά, λόγω της κρίσης στην περιοχή του Έβρου. Και ορθώς διακόπτεται από τη στιγμή που τίθεται ζήτημα εθνικής ασφάλειας. Κινείται στη λογική περισσότερο της αποστολής ενός μηνύματος αποφασιστικότητας, παρά στην τοποθέτηση ενός επιπλέον εμποδίου για τους αιτούντες άσυλο, όπως στην ίδια λογική κινείται και η ανακοίνωση για τη διακοπή λήψης επιδομάτων σε όσους έχει εγκριθεί το άσυλο. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η Τουρκία οδηγεί μετανάστες στα ελληνικά σύνορα διαδίδοντας ψευδείς φήμες σχετικά με ένα υποτιθέμενο άνοιγμα συνόρων. Δεν μπορεί η ελληνική πλευρά, επί της ουσίας να αφήνει περιθώρια να ερμηνεύονται οι πολιτικές που υιοθετεί με σκοπό την αποσυμφόρηση της ήδη υπάρχουσας κατάστασης, ως πολιτικές διευκόλυνσης των μεταναστών στον δρόμο τους προς την Ευρώπη γενικά. Ας μην ξεχνάμε ότι τα μέτρα της Ελληνικής Κυβέρνησης αποσκοπούν στην εξομάλυνση της κατάστασης και στην διαχείριση του ήδη υπάρχοντος πληθυσμού προσφύγων/μεταναστών που βρίσκονται στη χώρα μας. Λογικό και φυσικά επόμενο είναι, λοιπόν, να υπάρξει περίοδος αναστολής αιτήσεων ασύλου. 

Σχετικά, μάλιστα, με τη δήλωση που εξέδωσε η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για την κατάσταση που επικρατεί στα σύνορα Τουρκίας – Ευρωπαϊκής Ένωσης, το μόνο σχόλιο που θα μπορούσαμε να κάνουμε είναι πως βρίσκεται εκτός τόπου και χρόνου. Θα περιμέναμε ίσως ένα πιο στοχευμένο και ουσιώδες σχολιασμό από το να απευθύνει «έκκληση για ηρεμία και αποκλιμάκωση της έντασης». Τα ευχολόγια, όπως «η ανθρωπιστική καταστροφή… συνεχίζει να απαιτεί επείγουσα δράση», δεν συνεισφέρουν ουσιαστικά στη λύση του προβλήματος, ούτε καν στην άμβλυνσή του.

Συγκεκριμένα, μάλιστα, η Ύπατη Αρμοστεία θεωρεί πως η ελληνική κυβέρνηση κάνει χρήση του Άρθρου 78(3) της Συνθήκης για την Λειτουργία της Ε.Ε., το οποίο πράγματι προβλέπει «τη λήψη προσωρινών μέτρων από το Συμβούλιο, μετά από πρόταση της Επιτροπής και σε διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στην περίπτωση που ένα ή περισσότερα Κράτη Μέλη είναι αντιμέτωπα με μια επείγουσα κατάσταση που χαρακτηρίζεται από την αιφνίδια εισροή υπηκόων τρίτων χωρών». Με τη διαφορά ότι στην περίπτωση του Έβρου δεν μπορούμε να μιλάμε για «αιφνίδια εισροή» από τη στιγμή που δεν υπάρχει εισροή. Οι μετανάστες βρίσκονται ακόμα στα σύνορα και στόχος είναι η αποτροπή της εισόδου στη χώρα. Κλείνοντας τη συγκεκριμένη δήλωση, είναι εμφανής η διάθεση της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ να στηρίξει την Τουρκική πλευρά αφού αναφέρεται ρητώς ότι «η διεθνής στήριξη προς την Τουρκία… πρέπει να διατηρηθεί και να ενισχυθεί». 

Μεγαλύτερη εντύπωση από την στάση της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ, προκαλούν οι εσωτερικές συζητήσεις που έχουν τοποθετήσει το κέντρο βάρους του μεταναστευτικού στον άξονα ανθρωπισμού/μισανθρωπισμού. Αυτό δείχνει ότι όσοι συζητούν για «κοινό βίο» Ελλήνων και μεταναστών αγνοούν δύο πράγματα: αφενός την διαφορά κουλτούρας και νοοτροπίας σε θέματα που -δυστυχώς- είναι κοινωνικά και αφετέρου πως οι ίδιοι δεν είναι σε θέση να κατανοήσουν πως δεν υπάρχει πρόθεση επιστροφής ανθρώπων πίσω σε χώρες, όπου οι συνθήκες κρίνονται επικίνδυνες για τη ζωή τους. Σύγχυση δεν δημιουργείται μάλιστα μόνο μεταξύ των πολιτών, αλλά και εντός του ίδιου του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης, μέρος του οποίου φαίνεται να πρεσβεύει αυτές τις απόψεις περί ανοίγματος των συνόρων. Σε τηλεοπτική συνέντευξή του, ο πρώην Πρωθυπουργός επιβεβαίωσε ότι ορθώς έγινε κλείσιμο των συνόρων, τη στιγμή που μόλις λίγες ημέρες πριν η νεολαία του κόμματός του τοποθετήθηκε ανοιχτά υπέρ της εισόδου των μεταναστών στη χώρα. Σε υποκινούμενη από την τουρκική πλευρά απόπειρα μαζικής εισροής μεταναστών, αγνώστου προελεύσεως, ταυτότητας και σύννομου βίου, ακόμα συζητάμε αν η διαφύλαξη της εθνικής ακεραιότητας της χώρας μας έχει τη σύμφωνη γνώμη της Ε.Ε. Οποιαδήποτε κίνηση, μάλιστα, έχει να κάνει με εθνικό ζήτημα, για άγνωστο λόγο, κατηγοριοποιείται αυτόματα ως «φασιστική». Αυτό που ορίζεται ως “sovereignty”, είναι άγνωστο σε μερικούς και το χειρότερο είναι πως δεν έχουν ούτε τη γνώση, ούτε την πρόθεση να το καταλάβουν. Τα προβλήματα που προκύπτουν από την προσβολή της εθνικής ακεραιότητας μπορούν να οδηγήσουν σε διάλυση της Ένωσης. Γι’ αυτό, λοιπόν, μπροστά σε εθνικά θέματα, ας μην βάζουμε μόνοι μας τους εαυτούς μας «στη σέντρα». Η διαχείριση του προσφυγικού/μεταναστευτικού θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως ευρωπαϊκό θέμα και θα πρέπει να βρεθούν δίκαιες και βιώσιμες λύσεις, οι οποίες -ενδεχομένως- θα αφορούν (και) την ισοκατανομή των ροών. Αν η Ευρώπη νοείται ως «Ένωση» μόνο σε οικονομικό επίπεδο, δεν μπορούμε να παρεμβαίνουμε σε πολιτικές που αφορούν τα εθνικά ζητήματα των κρατών-μελών της.

Σε κάθε περίπτωση οι ισορροπίες είναι εξαιρετικά λεπτές όχι μόνο επειδή θα πρέπει το ζήτημα να αντιμετωπισθεί ως ζήτημα όλης της Ευρώπης, αλλά επειδή η Ελλάδα θα πρέπει να (απο)δείξει ότι είναι σε θέση να υπερασπιστεί αποφασιστικά και αποτελεσματικά τα σύνορα της Ευρώπης και την εθνική της ακεραιότητα.    


TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Δέσποινα Κάντα
Δέσποινα Κάντα
Είναι πολιτικός επιστήμονας, απόφοιτη του Πανεπιστημίου Κρήτης. Έχει ολοκληρώσει τις μεταπτυχιακές σπουδές της στη Διοίκηση Επιχειρήσεων και Ολικής Ποιότητας με Διεθνή Προσανατολισμό (MBA TQM Int.), του Πανεπιστημίου Πειραιά και το πρόγραμμα MA in Governance, του European Public Law Organization (EPLO), ως υπότροφη του Ελληνικού Οργανισμού Πολιτικών Επιστημόνων ΕΟΠΕ-HAPSc. Εργάζεται σε διοικητικές θέσεις και ως εξωτερικός συνεργάτης σε γραφεία συναφούς αντικειμένου των σπουδών της, με κύρια αντικείμενα το project management και το digital marketing. Στα άμεσα σχέδια της είναι η εκπόνηση ενός διδακτορικού και η ανάπτυξη του δικτύου συνεργατών της.