16.6 C
Athens
Παρασκευή, 29 Μαρτίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΈγκλημα τελούμενο εκ δόλου

Έγκλημα τελούμενο εκ δόλου


Της Αναστασίας Ερνεάνου, 

Στη νομική επιστήμη, ως έγκλημα θεωρείται πράξη άδικη και καταλογιστή σε εκείνον που την τέλεσε, η οποία τιμωρείται από το νόμο (άρθρο 14 του Νέου Ποινικού Κώδικα, εφεξής ΠΚ). Προκειμένου το περιεχόμενο αυτής της θεμελιώδους διάταξης να καταστεί σαφές, απαιτούνται ορισμένες διευκρινίσεις ως προς τα συστατικά της στοιχεία.

Πρώτα απ’ όλα, είναι σημαντικό να γίνει αντιληπτό πως η εξέταση που ακολουθείται, τόσο από τη νομική επιστήμη όσο και από τους ερμηνευτές του δικαίου, δηλαδή τους δικαστές, δεν έχει απλώς και μόνο θεωρητικό ενδιαφέρον. Ο διαχωρισμός των επιπέδων σε αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση και ο περαιτέρω χωρισμός αυτών, είναι ιδιαίτερα σημαντικός για την κατάφαση της ύπαρξης ή μη εγκλήματος και ειδικά σε οριακές περιστάσεις, όπως αυτή της άμυνας ή της κατάστασης ανάγκης, που λαμβάνουν χώρα εξαιτίας ιδιαίτερων καταστάσεων και ψυχικής πιέσεως.

Προκειμένου να κατανοήσουμε το περιεχόμενο του θέματος, δηλαδή τι ακριβώς σημαίνει έγκλημα εκ δόλου, οφείλουμε να προβούμε σε μια σύντομη αναφορά στα επίπεδα της αντικειμενικής και της υποκειμενικής υπόστασης. Στο πρώτο, εξετάζεται καταρχάς το αρχικό άδικο, δηλαδή αν πληρούνται τα στοιχεία της νομοτυπικής μορφής του εν λόγω εγκλήματος. Για παράδειγμα, στο άρθρο 299 ΠΚ γίνεται λόγος για το έγκλημα της ανθρωποκτονίας, το οποίο σκοπό έχει να προστατεύσει το υπέρτατο αγαθό, την ανθρώπινη ζωή. Έτσι, προκειμένου να υπάρξει αρχικό άδικο πρέπει να έχει ολοκληρωθεί το «Όποιος σκότωσε άλλον». Προχωρώντας, εξετάζεται το τελικό άδικο, δηλαδή η ύπαρξη ή μη κάποιου λόγου που να αίρει τον αρχικά άδικο χαρακτήρα της πράξης, όπως η άμυνα (άρθρο 22 ΠΚ) ή η κατάσταση ανάγκης (άρθρο 25 ΠΚ).Εφόσον έχει καταφαθεί η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος, προχωράμε στην υποκειμενική, δηλαδή την ύπαρξη ψυχικού δεσμού της πράξης του δράστη με το αποτέλεσμα που αυτή επέφερε αιτιωδώς. Στον αρχικό καταλογισμό ανήκει και η εξέταση του δόλου, που αποτελεί το κύριο ζητούμενο στη συγκεκριμένη περίπτωση. Το άρθρο 27 ΠΚ ρητά αναφέρει πως με δόλο πράττει όποιος θέλει την παραγωγή των περιστατικών που κατά το νόμο απαρτίζουν την έννοια της αξιόποινης πράξης, καθώς και όποιος γνωρίζει ότι από την πράξη του ενδέχεται να παραχθούν αυτά τα περιστατικά και το αποδέχεται. Τι σημαίνουν όλα αυτά; Σημαίνει πως υπάρχουν τρία είδη που απαρτίζουν την έννοια του δόλου. Πρώτος και κύριος είναι ο άμεσος δόλος α’ βαθμού, στον οποίο ο δράστης γνωρίζει το άδικο και παράνομο της πράξης του και επιδιώκει να επέλθει αυτό. Ακολουθεί ο άμεσος δόλος β’ βαθμού, στον οποίο ο δράστης διαθέτει και πάλι γνώση, υπό την έννοια ότι απλώς αποδέχεται το αποτέλεσμα που επέρχεται λόγω του άδικου και παράνομου χαρακτήρα της πράξης του. Στο τελευταίο εδάφιο που προαναφέρθηκε, δίνεται η έννοια του ενδεχόμενου δόλου, κατά τον οποίο ο δράστης θεωρεί ενδεχόμενο το άδικο της πράξης του, αλλά και πάλι το αποδέχεται.

Προκειμένου να καταφαθεί και η υποκειμενική υπόσταση, δηλαδή η ύπαρξη ψυχικού και γνωστικού συνδέσμου της πράξης και του αποτελέσματος και η έλλειψη κάποιου λόγου που να αποκλείει ή να αίρει τον καταλογισμό, είναι απαραίτητο να υπάρχει και ο αναγκαίος βαθμός «σύνδεσης». Όπως αναφέρει και η δεύτερη παράγραφος του 27 ΠΚ, σε περίπτωση που ο νόμος απαιτεί ειδικά γνώση και όχι απλώς πρόθεση, τότε ο ενδεχόμενος δόλος δε θεωρείται επαρκής και δε μπορεί να καταφαθεί ολοκληρωμένο έγκλημα τελούμενο εκ δόλου. Τότε, πρέπει να υπάρχει άμεσος δόλος α’ ή β’ βαθμού απαραιτήτως. Αντίστοιχα, αν απαιτείται σκοπός, κρίνεται αναγκαίος ο άμεσος δόλος α’ βαθμού, δηλαδή επιδίωξη του αποτελέσματος. Επίσης, αποτελεί συχνό φαινόμενο στη διάρθρωση του Ποινικού Κώδικα να μην αναφέρεται ο βαθμός που απαιτείται για την κατάφαση του ολοκληρωμένου εγκλήματος. Στην περίπτωση αυτή, μέσω του συνδυασμού των άρθρων 18 και 26 ΠΚ, συνάγουμε πως τα κακουργήματα και τα πλημμελήματα τιμωρούνται, όταν τελούνται εκ δόλου, ενώ κάποια πλημμελήματα που αναφέρονται ρητά στο νόμο, μπορούν να τιμωρηθούν και εξ αμελείας.Για να κατανοήσουμε καλύτερα τον λόγο που ο νομοθέτης προβαίνει σε έναν τέτοιο διαχωρισμό των επιπέδων του εγκλήματος, οφείλουμε να λάβουμε υπόψη πως ο άνθρωπος αποτελεί ψυχοσωματική ενότητα και ως τέτοια υπολογίζεται στο δίκαιο. Λογικό επακόλουθο είναι πως, για να του καταλογιστεί η τέλεση μιας παράνομης και άδικης πράξης, εκτός από το να εξεταστεί η «καθαρά σωματική» πράξη, είναι σημαντική και η λανθασμένη ψυχική του στάση απέναντι στο γεγονός αυτό. Σκεπτόμενοι αυτό το στοιχείο, κατανοούμε πως η επιλογή του νομοθέτη βρίσκεται σε αρμονία με την ίδια την ανθρώπινη ζωή και τη διάρθρωση της κοινωνίας.


Πηγές

Αναστασία Ερνεάνου

Γεννήθηκε το 2000. Σπουδάζει στο τμήμα της Νομικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Έχει παρακολουθήσει πλήθος σεμιναρίων σχετικά με τα εγχώρια και τα διεθνή δρώμενα. Αγαπάει τα ταξίδια και είναι ιδιαίτερα ευαισθητοποιημένη όσον αφορά τον εθελοντισμό.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Αναστασία Ερνεάνου
Αναστασία Ερνεάνου
Γεννήθηκε το 2000. Σπουδάζει στο τμήμα της Νομικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Έχει παρακολουθήσει πλήθος σεμιναρίων σχετικά με τα εγχώρια και τα διεθνή δρώμενα. Αγαπάει τα ταξίδια και είναι ιδιαίτερα ευαισθητοποιημένη όσον αφορά τον εθελοντισμό.