18.2 C
Athens
Πέμπτη, 25 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΕυρώπηΗ πολεμική ρητορική ως αντίθεση στη Δημοκρατία

Η πολεμική ρητορική ως αντίθεση στη Δημοκρατία


Του Δημήτρη Τόλια,

Όπως το καλοκαίρι του 2016, έτσι και σήμερα. Αυτή τη φορά όχι στιγμιαία, μα αργά και βασανιστικά. Η ανατριχιαστική ανάσυρση της αποδοχής του πολέμου ξεπετάγεται στην επιφάνεια από τις ρίζες της μεμονωμένης ατομικής σκέψης, αποκτώντας ορθολογικό, συλλογικό έρεισμα ως επικείμενη κατάληξη στην ένταση των τελευταίων μηνών. Μια ένταση που -σε συνδυασμό με τα μεταφυσικά χαρακτηριστικά που της προσδίδει ο εθνικός μύθος- μετατρέπεται σε μακροχρόνια συνέχεια παντός καιρού αιώνιου κινδύνου που απειλεί. Η μυθολογική ένδυση της έντασης με τον τουρκικό παράγοντα φέρνει ενστικτωδώς στην επιφάνεια τις πιο επικίνδυνες αντιλήψεις των μελών της κοινωνίας. Μια από αυτές, η αποδοχή του πολέμου. 

Μετά την απόπειρα πραξικοπήματος στην Τουρκία τον Ιούλιο του 2016, η τρομολαγνεία στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης προκαλούσε μια τάση πολεμικής αποδοχής εκ μέρους πολλών πολιτών. Η εσφαλμένη ερμηνεία των γεγονότων ωθούσε τα βαθύτερα συναισθήματα προς τα έξω. Ιδιαίτερα στο Facebook η προτροπή σε πόλεμο και η φαντασίωση μιας αποδεκτής κατάστασης πολέμου μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας συνέβαινε μαζικά και συλλογικά σε διαδικτυακές κοινότητες. Με την αποτυχία ωστόσο, του πραξικοπήματος και την απόσυρση των ελληνοτουρκικών από την ατζέντα, οι περικεφαλαίες θάφτηκαν, με την φωτιά όμως να καίει ακόμη. Θα περιμένουν μια νέα συγκυρία προκειμένου να επιδιώξουν να βάλουν πυρκαγιά στην κυριαρχία της λογικής. 

Τους τελευταίους μήνες τόσο τα συνεχόμενα λεκτικά «τζαρτζαρίσματα» του Ερντογάν που λειτουργούν ως απινιδωτές αναζωογόνησης του εκλογικού ακροατηρίου όσο και οι πρακτικές «σπρωξιές» των σχεδίων με την Λιβύη επαναφέρουν στην ατζέντα την ελληνοτουρκική ένταση. Με αριθμητική πρόοδο, όλο και περισσότερο οι απόψεις αυτές επιστρέφουν στη συζήτηση. Ο προσανατολισμός στην πολεμική ρητορική πολλών συμπολιτών μας μου προκαλεί ιδιαίτερη ανησυχία. Θα εξηγήσω την ανησυχία μου αφού πρώτα αναλύσω ορισμένους μοχλούς διόγκωσης της φαντασιακής πολεμικής ρητορικής.

Α) Η σχέση με την Τουρκία.

Το νοσηρό ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, ιδίως μέσω των μαθημάτων της ιστορίας, καθιερώνει στον λόγο δύο πολύ σημαντικά στοιχεία. Πρώτον, ταυτίζει τις τουρκικές κυβερνήσεις με τους Τούρκους πολίτες στη λέξη – σημείο «Τούρκοι» ή «Η Τουρκία». Κατά δεύτερον, διαστρεβλώνει την πολιτισμική πραγματικότητα των Βαλκανίων προσφεύγοντας σε ανιστορικά και αντεπιστημονικά, εθνικιστικού και φυλετικού τύπου συμπεράσματα, όπως «Οι Τούρκοι υπήρξαν απολίτιστος λαός», «Η Τουρκία πάντοτε ήταν φιλοπόλεμος λαός». 

Δημιουργείται με αυτόν τον τρόπο η εικόνα της έξω-ομάδας, του «εχθρού» επενδυόμενη με μυθικά χαρακτηριστικά. Χτίζεται η αιώνια απόλυτη απειλή έναντι της οποίας όλα επιτρέπονται, μέχρι και ο θάνατος του πολέμου. Συνεπώς, στις απειλές του Ερντογάν οι «πολεμικοί» συμπολίτες μας δε διακρίνουν μια κυβέρνηση, ένα κόμμα από τους πολίτες. Ο εχθρός είναι ένας και είναι τουρκικός. Φαντάζονται 90 εκατομμύρια Τούρκους πολίτες απόλυτα ταυτισμένους, δίχως διαφοροποίηση, στους λόγους ενός πολιτικού. Σε αυτό πέραν της ελληνικής εκπαίδευσης, συμβάλλει και η τρομολαγνεία πολλών μέσων ενημέρωσης που αναζωπυρώνουν το αίσθημα του τρόμου, ώστε να αποσπάσουν την προσοχή των φοβισμένων και το κέρδος αυτής.

Β) Η σχέση με τον Πόλεμο 

Οι γενιές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου εγκαταλείπουν τον κόσμο. Οι μαρτυρίες της φρίκης μετατρέπονται σε μύθους και ο πόλεμος σε παρτίδα διαδικτυακού τάβλι. Ιδιαίτερα όσο μνημονικά το κράτος προκρίνει τον πόλεμο επιλέγοντας να του αποδώσει ηθικό βάρος στην αρχή των πολέμων και όχι στο τέλος του, στην ειρήνη (πχ. 28η Οκτωβρίου).

 Σήμερα, ιδιαίτερα νέοι που μαστίζονται από την πνευματική και παραγωγική αδράνεια βρίσκουν στον πόλεμο την ευκαιρία να αποκτήσουν αποδοχή στην κοινωνία. Σηκώνοντας με ευκολία -από απόσταση ασφαλείας- την σάρισα ανακαλύπτουν το νόημα με την απλή επίδειξη θράσους. Ο πόλεμος είναι άγνωστος και η κοινωνία απενοχοποιεί δίχως να το καταλαβαίνει τα σύμβολά του.

Γ) Η σχέση σκέψης και διάδοσης 

Τη δεκαετία του 1990 είχαμε και σοβαρότερα περιστατικά με αποκορύφωμα την κρίση των Ιμίων το 1996. Αυτό που δεν είχαμε ήταν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Το νέο εδώ είναι η κοινοποίηση του αυθορμητισμού. Αφιλτράριστες σκέψεις, αυθόρμητες αντιλήψεις που αντανακλούν τα πάθη του τρόμου και του θυμού σωρηδόν διαχέονται μαζικά σε δημοσιεύσεις, εικόνες και σχόλια καθιστώντας mainstream την διάδοση των βαθύτερων συναισθημάτων και επομένως, την αποδοχή του πολέμου ως λύσης. 

Πάντα όμως ίσως υπάρχει και το βαθύτερο. Αυτό που ανησυχεί είναι πως ο πόλεμος αντανακλά και την κατάλυση του status quo. Μια αποδοχή του πολέμου απαιτεί την απόρριψη της Δημοκρατίας, απόρριψη της κοινωνικής πραγματικότητας και των θεσμών. Επιπλέον, η ελπίδα εναποτίθεται στον πόλεμο. Με λίγα λόγια, το αύριο για πολλούς συνανθρώπους μας δεν μπορεί να προέλθει μέσα από την ειρηνική δημοκρατική διαδικασία αλλά μέσω του πολέμου. Άρα και τα προβλήματα της σημερινής μη αποδεκτής πραγματικότητας εδράζονται σε εξωτερικούς και όχι στους εσωτερικούς ενδοδημοκρατικούς παράγοντες. 

Ακόμη, ο διάλογος υπερβαίνεται. Και σε αυτή την περίπτωση στο χωνευτήρι των κακών (πολίτες και κυβέρνηση εχθρού) ρίχνονται και όσοι επιθυμούν τον διάλογο προς αποφυγήν του θανάτου. Οι ασυμβίβαστοι είναι οι γενναίοι ήρωες, ενώ οι διαλεκτικοί μετατρέπονται σε προδότες. Συνεπώς, πέραν της απόρριψης της πραγματικότητας, η ελπίδα για την βελτίωση συνεπάγεται τον πόλεμο, που παρουσιάζεται ως μόνη λύση για όποιον επιθυμεί να προσδιορίζεται ως «ήρωας» και όχι ως «προδότης».

Σίγουρα, οι συμπολίτες μας με τα παραπάνω χαρακτηριστικά δεν αποτελούν κάποια πλειοψηφία. Είναι αρκετοί ωστόσο, ώστε να προκαλέσουν πολεμικά κινήματα δρώντας στον εθνικιστικό λόγο. Το να αναδυθεί κάποιο κόμμα που θα εγκολπώσει τις παραπάνω αντιλήψεις δεν είναι απίθανο στα επόμενα χρόνια, όσο το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα δεν μεταρρυθμίζεται στην ουσία του. 

Ιδιαίτερα, σε μια εποχή που η ατζέντα κυριαρχείται από ζητήματα ταυτότητας όπως το ελληνοτουρκικό, το προσφυγικό και το μακεδονικό, οι λόγοι αυτοί θα διαδίδονται με ακόμη μεγαλύτερες ταχύτητες απειλώντας στην πραγματικότητα (και εδώ είναι το κλειδί της ανάλυσης) όχι τόσο την ειρήνη, αλλά κυρίως στον πυρήνα τους την δημοκρατική πολιτική οργάνωση.

Εκείνο που με ανησυχεί στο τέλος είναι πως ο θάνατος απειλεί εν τέλει, στα βαθύτερα ένστικτα των «πολεμικών» συμπολιτών μας, την ίδια την δημοκρατία και όχι τόσο την ειρήνη. Εκείνο που επιδιώκεται από αυτούς είναι περισσότερο η επιβολή μιας απόλυτης αντίληψης για την πραγματικότητα που θα δώσει τέλος στην εσωτερική τους σύγχυση απ’ την πολυπλοκότητα που ζούμε. Ο πόλεμος είναι εύκολη λύση. Η διάγνωση του διεθνούς σκηνικού είναι ανυπόφορη για εκείνους. Αλλά τονίζω: στον πόλεμο δεν θα αντέξουν και δεν θα φτάσουν ποτέ ως άτομα. Θα φτάσουν όμως, μέχρι την κάλπη.


Δημήτρης Τόλιας

Γεννήθηκε το 1998 και μεγάλωσε στον Ωρωπό Αττικής. Είναι προπτυχιακός φοιτητής του τμήματος Πολιτικών Επιστημών στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, ενώ έχει φοιτήσει και για ένα έτος στο ίδιο τμήμα του Πανεπιστημίου Κρήτης. Είναι λάτρης της πολιτικής ιστορικής ανάλυσης και έρευνας. Ασχολείται με την ανίχνευση της διαδικασίας διάδοσης και τις επιδράσεις των πολιτικών ιδεών στην κοινωνία τόσο στο παρελθόν όσο και φυσικά στο σήμερα.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Δημήτρης Τόλιας
Δημήτρης Τόλιας
Γεννήθηκε το 1998 και μεγάλωσε στον Ωρωπό Αττικής. Είναι αριστούχος του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Ασχολείται με την πολιτική ανάλυση και την πολιτική επικοινωνία έχοντας εργασιακή και ερευνητική εμπειρία στον ιδιωτικό και τον δημόσιο τομέα. Ερευνητικά του ενδιαφέροντα αποτελούν τα πολιτικά κόμματα, τα πολιτικά και εκλογικά συστήματα και η πολιτική κοινωνιολογία.