22.3 C
Athens
Πέμπτη, 18 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΚοινωνίαΤο σήμερα της φυλακής, το αύριο της κοινωνίας… Αποδοχή ή περιθώριο;

Το σήμερα της φυλακής, το αύριο της κοινωνίας… Αποδοχή ή περιθώριο;


Της Βασιλικής Σέμκου,

Το έγκλημα ακολουθεί η τιμωρία. Η ύψιστη απονομή δικαιοσύνης με τη μορφή της φυλάκισης αποτελεί τον ουσιαστικό τρόπο συμμόρφωσης του ενόχου για το έγκλημα που έχει διαπράξει και παραδειγματισμού του κοινωνικού-πολιτικού περίγυρου για όλες τις αξιόποινες πράξεις. Ωστόσο, η μετάβαση από τον μοναχικό, σκληρό κόσμο της φυλακής και του εγκλεισμού στην κοινωνία και το διαφοροποιημένο περιβάλλον, είναι μια μακροχρόνια και δύσκολη διαδικασία, που πολλές φορές αποτυγχάνει. Είναι, ωστόσο, ένας πρώην κατάδικος έτοιμος να επανενταχθεί στην κοινωνία; Έχει συμμορφωθεί και αποδεχτεί την πραγματικότητα της ενοχής του; Και το κρίσιμο ερώτημα, είναι η εκάστοτε κοινωνία προετοιμασμένη να βοηθήσει στο εγχείρημα της επανένταξης; Η ζωή, μέσα στα πλαίσια του μικρόκοσμου ενός κελιού στα σωφρονιστικά ιδρύματα, κρίνεται αναγκαίο να αποτελεί, όχι απλώς ένα μέσο μετάνοιας, αλλά και εξ’ ολοκλήρου αλλαγής του τρόπου ζωής όλων των τροφίμων, οι οποίοι καταδικάζονται σε ποινές φυλάκισης και συνειδητοποιούν το μέγεθος του εγκλήματος που έχουν διαπράξει (είτε πρόκειται για πλημμέλημα, είτε για το επονείδιστο έγκλημα του φόνου). Είναι, όμως, αρκετά τα 5, 10 ή και 20 χρόνια φυλάκισης, προκειμένου να συνειδητοποιήσουν το λάθος τους, εξασφαλίζοντας έτσι την ομαλή επιστροφή στην κοινωνία, η οποία τρέχει με τους δικούς της γρήγορους ρυθμούς;

Ένας ανώνυμος πρώην κρατούμενος εξηγεί τη δύσκολη πραγματικότητα της επανένταξης, στην οποία καθοριστικό ρόλο έπαιξε η ύπαρξη υγιούς συγγενικού περιβάλλοντος, που κάλυψε το κενό, που μεσολάβησε ανάμεσα σε εκείνον και το κοινωνικό σύνολο. Ωστόσο, όλα είχαν προχωρήσει και τα δεδομένα που θεωρούσε έως τότε ως πραγματικότητα, ξαφνικά απομυθοποιήθηκαν μπροστά του. Φίλοι, εργασία, τεχνολογία, όλα γύρω του εξελίχθηκαν, ενώ εκείνος ως μοναχική ύπαρξη παρέμεινε στάσιμος και πλέον καλείται να προσαρμοστεί στη νέα τάξη πραγμάτων. Η περίπτωση αυτή αποτελεί το αίσιο τέλος στη διαδικασία της επανένταξης, λόγω του ότι ο ίδιος ο αποφυλακισμένος επιθυμεί να κάνει μια νέα αρχή με μεγάλο στήριγμα την οικογένεια και τον κύκλο που τον περιβάλλει, με αποτέλεσμα να μην περιθωριοποιείται.

Στον αντίποδα, βρίσκονται οι περιπτώσεις κατά τις οποίες, η επανακοινωνικοποίηση συναντά φυσικά εμπόδια από τα ίδια τα άτομα. Δε διαθέτουν όλοι ασφαλώς την ψυχική δύναμη να ξαναπροσπαθήσουν να ενταχθούν, αφήνοντας πίσω τους τις οδυνηρές εμπειρίες των εγκλημάτων τους. Ορισμένοι, ήδη μέσα στα πλαίσια του έγκλειστου βίου τους, βρίσκονται μπλεγμένοι στον «παράνομο» και ιεραρχημένο κόσμο της φυλακής (λόγω κατάχρησης ουσιών κυρίως, αλλά και μικροτραμπουκισμών μεταξύ των τροφίμων), γεγονός που αναιρεί τη διαδικασία του σωφρονισμού και της συνειδητοποίησης της ενοχής. Εφόσον, το διάστημα φυλάκισης δεν αποφέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα, τα άτομα αυτά, όταν αποφυλακίζονται, παραμένουν το ίδιο επικίνδυνοι και για την κοινωνία, αλλά και για τους ίδιους τους εαυτούς τους. Στις περισσότερες περιπτώσεις, επιστρέφουν στον ίδιο εγκληματικό κόσμο, που τους οδήγησε σε παράνομες πράξεις, ενώ δεν αναζητούν καμία νέα διέξοδο ή βοήθεια, προκειμένου να μπορέσουν να ξεφύγουν. Φυσικά δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις, που ακόμη κι αν θέλουν να το επιχειρήσουν, δε βρίσκεται κανείς εκεί, ώστε να τους βοηθήσει να ορθοποδήσουν. Όσο σημαντικός κι αν είναι ο ανθρώπινος παράγοντας βέβαια, η συμβολή της εκάστοτε κοινωνίας είναι αδιαμφισβήτητα το κλειδί στο όλο εγχείρημα.

Μια κοινωνία της οποίας οι θεσμοί, το σύστημα δικαιοσύνης, καθώς και οι δομές της είναι σταθερές και παρέχουν σιγουριά, ασφάλεια και πρόσφορο έδαφος δράσης για όλα τα μέλη της, επιτρέπει στα «αποδιοπομπαία» μέλη της να επανενταχθούν με ίσες ευκαιρίες, διεκδικώντας ξανά την ευκαιρία τους στη ζωή, την οποία απώλεσαν με τη φυλάκισή τους. Ωστόσο, δεν είναι όλα τα κράτη και όλες οι κοινωνίες ιδανικά πλασμένες για όλους και ακόμα περισσότερο για κοινωνικές ομάδες, που είναι ήδη στοχοποιημένες και μπορούν να αποτελέσουν απειλή. Η περίπτωση του ελληνικού κράτους, ιδιαίτερα δε των τελευταίων ετών, αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα ενός κοινωνικού πλαισίου, το οποίο είναι αφιλόξενο και ακατάλληλο για τις προσπάθειες επανένταξης των πρώην φυλακισμένων. Με ισχνές κοινωνικές δομές και ένα κράτος πρόνοιας το οποίο απουσιάζει, ο ήδη δύσκολος αγώνας για μια δεύτερη ευκαιρία φαντάζει αδύνατος, μια και δεν υπάρχει καμιάς μορφής υποστήριξη ή πρόβλεψη από φορείς και πολιτεία.

Καθοριστικό ρόλο στη μη επίτευξη αυτού του σκοπού διαδραματίζει και η οικονομική κατάσταση, καθώς η ήδη φθίνουσα οικονομία και οι λιγοστές θέσεις εργασίας, δε μπορούν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις ακόμα και των υπόλοιπων μελών της κοινωνίας, πόσο μάλλον της μερίδας ανθρώπων που κάποτε βρίσκονταν στη φυλακή. Επομένως, οι άνθρωποι αυτοί, αναζητώντας τη χαμένη ευκαιρία «σκοντάφτουν» διαρκώς στο δυσχερές οικονομικό περιβάλλον της αγοράς, με αποτέλεσμα να παραμένουν στην ανεργία, γεγονός που δυσχεραίνει την ένταξή τους, στερώντας τους τη δυνατότητα ανάπτυξης φιλικών ή εργασιακών δεσμών με τρίτα άτομα, εγκαθιδρύοντας μέσα τους την αντίληψη ότι, παρ’ όλο που έχουν εκτίσει την ποινή τους, το έγκλημά τους στην κοινή συνείδηση τούς καθιστά ακόμα επικίνδυνους και ακατάλληλους για τη λήψη οποιασδήποτε ευθύνης.

Στην ακραία τους μορφή η φτώχεια, η εξαθλίωση και το περιθώριο αποτελούν πρακτικούς και ψυχολογικούς παράγοντες, οι οποίοι μπορεί να οδηγήσουν και πάλι στο έγκλημα καθώς, όπως αναφέρει ο ανώνυμος μάρτυρας, «η ζωή στον έξω κόσμο είναι πιο σκληρή κι επικίνδυνη από ό,τι στη φυλακή» (άρα η λύση είναι να ξαναεπιστρέψουν εκεί) «και είναι ακόμα πιο σκληρό να επιθυμείς να ζήσεις και να επανορθώσεις για όλα σου τα σφάλματα, αλλά η κοινωνία να μη σου το επιτρέπει και να σε απορρίπτει». Είναι, συνεπώς, υπαίτιοι οι ίδιοι οι δράστες που δεν αποδέχτηκαν την ενοχή τους και δεν αναθεώρησαν; Είναι η κάθε κοινωνία υπεύθυνη και υπόλογη των πράξεων των μελών της, καθώς και της μετέπειτα προσπάθειας επανένταξής τους; Μια τέτοια συζήτηση θα μπορούσε να καλύψει εκτάσεις γραπτού λόγου και αναφορών, αποτελώντας κομβικό σημείο σε πολιτικό, κοινωνικό και διεθνές επίπεδο διάδρασης. Ωστόσο, ας αρκεστούμε στο ότι στον πυρήνα οφείλει να παραμένει πάντα ο άνθρωπος. Ένα σωφρονιστικό ίδρυμα αποτελεί το «μεγάλο» σχολείο που, κατά μία έννοια, εξάγει μια νέα γενιά ανθρώπων έτοιμων να επαναφέρουν τη σταθερότητα στη ζωή τους, που για ένα διάστημα βρισκόταν σε παύση. Φυσικά, δε γίνεται να αναιρέσουμε ότι ανάμεσα στο σήμερα της φυλακής και το αύριο της κοινωνίας, μεσολαβεί ένα μεγάλο κενό. Είναι δυνατόν να καλυφθεί;


 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Βασιλική Σέμκου
Βασιλική Σέμκου
Γεννήθηκε το 1997 στην Κατερίνη. Είναι τελειόφοιτη του τμήματος Πολιτικών Επιστημών του Α.Π.Θ και τα ενδιαφέροντα της βρίσκονται σε στενή σχέση με το αντικείμενο σπουδών της. Στον ελεύθερο της χρόνο ασχολείται με την ανάγνωση βιβλίων και την παρακολούθηση ταινιών με ιστορικό και βιογραφικό περιεχόμενο, ενώ φιλοδοξεί να ασχοληθεί με την επιστήμη της Ιστορικής Έρευνας σε μεταπτυχιακό και ακαδημαϊκό επίπεδο.