17.7 C
Athens
Παρασκευή, 19 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΕυρώπηΗ προβληματική σχέση Μ. Βρετανίας-ΕΕ ιστορικά και ο ρόλος του Brexit

Η προβληματική σχέση Μ. Βρετανίας-ΕΕ ιστορικά και ο ρόλος του Brexit


Του Νίκου Ζερζελίδη, 

Την 31η Ιανουαρίου 2020, βιώσαμε ένα πρωτόγνωρο γεγονός για τα ευρωπαϊκά δεδομένα και την ευρωπαϊκή πολιτική. Ένα μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Μεγάλη Βρετανία, αποχώρησε οικειοθελώς από την Ένωση, ύστερα από 3 χρόνια ασταμάτητων διαπραγματεύσεων με την ΕΕ και αλλεπάλληλων συζητήσεων και απορρίψεων πιθανών συμφωνιών της εξόδου της χώρας από την ΕΕ. Η αποχώρηση της Μεγάλης Βρετανίας από την ΕΕ, το αποκαλούμενο Brexit, προέκυψε όταν στο δημοψήφισμα της 23ης Ιουνίου του 2016, το 52% των Βρετανών πολιτών επέλεξε την έξοδο έναντι της παραμονής της χώρας στην ΕΕ. Το δημοψήφισμα αυτό αποτελούσε ιδέα του πρώην πρωθυπουργού Ντέιβιντ Κάμερον και ο στόχος αυτού ήταν να κατευνάσει τους εσωτερικούς διαχωρισμούς στο κόμμα των Συντηρητικών και τους σπασμούς του αγγλικού πολιτικού συστήματος. Παρ’ όλα αυτά, αυτή η απόφασή του κατάφερε, όχι μόνο να πλήξει τη βρετανική οικονομία και την ήπια ισχύ της χώρας, αλλά και να διχάσει τη βρετανική κοινωνία.

Οι υποστηρικτές της παραμονής της χώρας στην Ένωση (Remain) τον κατηγόρησαν για την απερισκεψία του να θέσει το μέλλον της χώρας σε κίνδυνο, αλλά και την ανικανότητά του να διαχειριστεί την κατάσταση μετά το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος. Από την άλλη πλευρά, ο Μπόρις Τζόνσον, επικεφαλής της εκστρατείας της αποχώρησης (Leave Campaign), ήταν αυτός που κατάφερε να είναι στη μεριά του νικητή, αναφορικά με το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος για την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας. Παράλληλα, κατάφερε να ηγείται της χώρας ως πρωθυπουργός, φέροντας εις πέρας την αποστολή αποχώρησης της χώρας σε συμφωνία με την ΕΕ ως προς τους όρους αποχώρησής της. Απομένει, όμως, να δούμε στο μέλλον τη φύση της σχέσης μεταξύ ΕΕ και Μεγάλης Βρετανίας, ειδικά στον τομέα του εμπορίου και της οικονομίας.

Είναι αλήθεια, όμως, ότι το διαζύγιο Μεγάλης Βρετανίας-ΕΕ δεν αποτελεί ένα απρόσμενο επακόλουθο, αλλά τη φυσική κατάληξη μιας «προβληματικής» σχέσης μεταξύ των δύο πλευρών. Η Μεγάλη Βρετανία, όντας η μεγαλύτερη αποικιοκρατική δύναμη της ιστορίας, θεωρούσε τον εαυτό της ως αυτόνομη παγκόσμια δύναμη και είχε μεγάλο μερίδιο επιρροής στις εσωτερικές υποθέσεις πολλών χωρών της υφηλίου. Μετά τον Β’ ΠΠ, η προσδοκία της να συνεχίζει να διαδραματίζει καίριο ρόλο στα διεθνή δρώμενα, απέτρεπε την οποιαδήποτε συμμετοχή της σε εγχειρήματα δημιουργίας μιας ενοποιημένης Δυτικής Ευρώπης. Ο γνωστός λόγος των «τριών κύκλων» του Τσόρτσιλ συνοψίζει τις προτεραιότητες της βρετανικής πολιτικής.  Ο Τσόρτσιλ θεωρούσε πως η Μεγάλη Βρετανία μπορεί να συνεχίσει να κατέχει πρωταγωνιστικό ρόλο στη διεθνή σκηνή, αν διαχειριζόταν σωστά την κεντρική θέση, που κατείχε στο σημείο που συνδέονταν οι τρεις κύκλοι, που αποτελούσαν το δυτικό κόσμο: τη Βρετανική Κοινοπολιτεία, την ειδική σχέση με τις ΗΠΑ, μέσω της οποίας επεδίωκε να αποτελεί τον τρίτο πόλο του διεθνούς συστήματος επί Ψυχρού πολέμου, και την Ευρωπαϊκή Ενοποίηση. Από την τελευταία, όμως, κρατούσαν αποστάσεις, καθώς δε μπορούσαν να δεχτούν την αρχή της υπερεθνικότητας, η οποία αποτελούσε βασική προϋπόθεση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Η Μεγάλη Βρετανία, λοιπόν, δε συνυπέγραψε τη συνθήκη ίδρυσης της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας στη Ρώμη το 1957 με τα 6 ιδρυτικά μέλη της.

Με την ίδρυση, όμως, της ΕΟΚ, οι Βρετανοί αντιλήφθηκαν τον κίνδυνο μελλοντικού αποκλεισμού της βρετανικής αγοράς από μια ευρωπαϊκή τελωνειακή ένωση και προχώρησαν το 1959 στην ίδρυση της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελεύθερων Συναλλαγών με άλλες έξι ευρωπαϊκές χώρες, που δεν αποτελούσαν μέλη της ΕΟΚ. Στην πορεία, όμως,  μεσολάβησαν οικονομικοί κυρίως παράγοντες που οδήγησαν το 1961 την κυβέρνηση Μακμίλλαν να καταθέσει αίτηση ένταξης στη νεοσύστατη ΕΟΚ, όπως η οικονομική στασιμότητα της χώρας που προκλήθηκε από τους μειωμένους ρυθμούς ανάπτυξης της βρετανικής οικονομίας και τις κρίσεις της στερλίνας. Παράλληλα, τόσο η επιθυμία της Μεγάλης Βρετανίας να διασφαλιστούν οι εξαγωγές της προς την ευρωπαϊκή αγορά, όσο και η αύξηση της δυναμικότητας της ευρωπαϊκής αγοράς, σε σύγκριση με αυτήν των χωρών της Βρετανικής Κοινοπολιτείας, που αποτυπωνόταν στους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης των χωρών της ΕΟΚ, συνέβαλαν στο μέγιστο προς την ευρωπαϊκή τροχιά της χώρας, μέσω της αίτησης ένταξης της χώρας στην ΕΟΚ το 1961.

Η ιδέα ένταξης της Μεγάλης Βρετανίας στην ΕΟΚ θα διασφάλιζε τη διατήρηση του status μεγάλης δύναμης και θα απέδιδε νέες οικονομικές δυνατότητες για τη χώρα. Σε αυτό το σκεπτικό συνέβαλαν οι ανεξαρτητοποιήσεις πολλών πρώην αποικιών της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, λόγω των κινημάτων αποαποικιοποίησης, και η πεποίθηση πως είχε μειωθεί η δυναμική της αγοράς των χωρών της Κοινοπολιτείας. Το κίνητρο, λοιπόν, της στροφής της Μεγάλης Βρετανίας προς την ΕΟΚ ήταν κυρίως οικονομικό και αποτέλεσε αναγκαίο ζήτημα ελλείψει εναλλακτικών επιλογών, προκειμένου να διατηρήσει πρωτεύοντα ρόλο στις παγκόσμιες εξελίξεις. Η διατήρηση του status μεγάλης δύναμης, ακόμα και μέσω της ένταξης της χώρας σε μια Ένωση των ευρωπαϊκών κρατών, εξηγεί την έλλειψη δέσμευσης της Μεγάλης Βρετανίας στην ευρωπαϊκή ιδέα και ευρωπαϊκή ενοποίηση.

Κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων των δύο πλευρών, διογκώθηκε η δυσπιστία των Ευρωπαίων εταίρων προς τα βρετανικά αιτήματα, αναφορικά με την Κοινοπολιτεία και την ΕΖΕΣ, η οποία αποτυπώθηκε στην πράξη με την άσκηση του δικαιώματος βέτο από τον Γάλλο Πρόεδρο Ντε Γκωλ, στη βρετανική αίτηση ένταξης στην ΕΟΚ τον Ιανουάριο του 1963. Ο Γάλλος Πρόεδρος πίστευε πως η Μεγάλη Βρετανία είχε διαφορετικό προσανατολισμό σε σχέση με τα άλλα ευρωπαϊκά κράτη. Μετέπειτα και συγκεκριμένα το 1967, είχαμε τη δεύτερη αίτηση της Μεγάλης Βρετανίας προς ένταξη στην ΕΟΚ, η οποία είχε όμως την ίδια κατάληξη. Σύμφωνα με την άποψή του, οι Βρετανοί αποτελούσαν τόσο τον “Δούρειο Ίππο” των ΗΠΑ εντός της ΕΟΚ, λόγω της επιρροής τους και της ειδικής σχέσης τους με τους Αμερικανούς, όσο και πρόκληση για τη γαλλική ηγεσία και τα ευρωπαϊκά θέματα.

Τον Απρίλιο του 1969, ο Ντε Γκωλ αποσύρθηκε από τα καθήκοντά του και ο διάδοχός του, Ζωρζ Πομπιντού, αποδέχθηκε την ευρωπαϊκή προοπτική της Μεγάλης Βρετανίας. Η ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ επιβεβαιώθηκε στη Διάσκεψη της Χάγης το 1969 και το 1972 υπογράφτηκε η Συνθήκη ένταξης στην Κοινότητα, τόσο της Μεγάλης Βρετανίας, όσο και της Ιρλανδίας και της Δανίας με ισχύ από το 1973. Δύο χρόνια μόλις μετά, το 1975, η κυβέρνηση Ουίλσον διεξήγαγε δημοψήφισμα για την παραμονή ή την έξοδο της χώρας από την ΕΟΚ, στο οποίο το 67% των Βρετανών πολιτών αποφάσισε την παραμονή της χώρας στην Ένωση.

Η Μεγάλη Βρετανία, καθ’ όλη τη διάρκεια παραμονής της στην ΕΕ, ήταν αντίθετη στην ιδέα μιας ομοσπονδιακής ΕΕ, μεταβιβάζοντας όλο και περισσότερες εξουσίες από το εθνικό Κοινοβούλιο σε υπερεθνικές δομές της ΕΕ. Καθότι το κίνητρο ένταξης στην ΕΟΚ ήταν οικονομικό, αποστασιοποιούνταν από ενέργειες που ενίσχυαν το εγχείρημα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, όπως η εγκαθίδρυση ενός κοινού νομίσματος, του ευρώ ή οι συμφωνίες του Σένγκεν, οι οποίες κατάργησαν τους διασυνοριακούς ελέγχους και έδιναν τη δυνατότητα ελεύθερης μετακίνησης των Ευρωπαίων πολιτών σε όλα τα κράτη της ΕΕ. Η γενικότερη στάση της αντίκειται στο όνειρο των Πατέρων της ΕΕ προς μια στενότερη πολιτική ένωση μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών.

Έχοντας κάνει μια ιστορική αναδρομή της σχέσης Μεγάλης Βρετανίας-ΕΕ, αλλά και των αντιλήψεων της πρώτης ως προς την ευρωπαϊκή ιδέα, αξίζει να αναφέρουμε πως η κάθε πλευρά χάνει και από έναν σημαντικό εταίρο. Η μεν Ευρωπαϊκή Ένωση χάνει την οικονομική συμβολή της Βρετανίας προς τον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό, την 5η μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο, έναν σημαντικότατο δρώντα του διεθνούς συστήματος και μεσάζοντα μεταξύ ΗΠΑ και ΕΕ, όπως επίσης και μια από τις πιο υπολογίσιμες στρατιωτικές δυνάμεις της Ευρώπης και του κόσμου. Η ΕΕ δε, αποτελεί τον μεγαλύτερο εισαγωγέα των βρετανικών προϊόντων της και με την έξοδό της από την Ένωση, η Μεγάλη Βρετανία τείνει να αποτελέσει παράδειγμα προς αποφυγή και σημείο παραδειγματισμού ταυτόχρονα για φυγόκεντρες δυνάμεις έναντι του ευρωπαϊκού εγχειρήματος, γεγονός που κάνει την ΕΕ πιο προστατευτική σε μελλοντικές πρωτοβουλίες διεύρυνσης της Ένωσης με κράτη της ασταθούς περιοχής των Βαλκανίων.

Με την εθελούσια αποχώρηση της Μεγάλης Βρετανίας από την ΕΕ, σημειώνεται ένα κοσμοϊστορικό γεγονός για τα ευρωπαϊκά δρώμενα. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, μολονότι έχασε ένα από τα πιο πολύτιμα μέλη της σε οικονομικούς και διπλωματικούς όρους, απορροφήθηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα στη διευθέτηση του Brexit, παραμελώντας άλλα προβλήματα που μαστίζουν το ευρωπαϊκό οικοδόμημα, όπως το μεταναστευτικό, τα εθνικιστικά κινήματα στις κεντρικές και ανατολικές χώρες της ΕΕ, αλλά και τη δυναμική εισχώρηση της νέας κινεζικής πρωτοβουλίας του “Δρόμου του Μεταξιού-Belt and Road Initiative”. Η Μεγάλη Βρετανία σημάδεψε την ΕΕ με τη διπλωματική ισχύ της και την παγκόσμια εμβέλειά της, αλλά παύει να μονοπωλεί το ενδιαφέρον της ευρωπαϊκής εξωτερικής πολιτικής μετά την 31η Ιανουαρίου 2020.


Νίκος Ζερζελίδης

Είναι διεθνολόγος, 26 χρονών και κατάγεται από το Κιλκίς. Απόφοιτος του τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιώς. Κατά τη διάρκεια των προπτυχιακών του σπουδών, συμμετείχε σε πολυάριθμα συνέδρια-προσομοιώσεις διεθνών και ευρωπαϊκών θεσμών τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Έκανε πρακτική στη Διεθνή Αμνηστία στην Αθήνα αλλά και δύο προγράμματα Εράσμους για σπουδές και εθελοντισμό στην Τσεχία και στην Πορτογαλία αντίστοιχα. Τον Ιούνιο του 2019 ολοκλήρωσε τις μεταπτυχιακές του σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Λέιντεν της Ολλανδίας στις Πολιτικές Επιστήμες με εξειδίκευση στον Εθνικισμό, στις Εθνοτικές Συγκρούσεις και την Ανάπτυξη. Μιλάει 5 ξένες γλώσσες. Αυτή την περίοδο υπηρετεί τη στρατιωτική του θητεία στο Πυροβολικό Σώμα του Ελληνικού στρατού.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ