16.1 C
Athens
Παρασκευή, 19 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΚοινωνίαΗ τεχνοφοβική σχέση της ελληνικής κοινωνίας με το διαδίκτυο

Η τεχνοφοβική σχέση της ελληνικής κοινωνίας με το διαδίκτυο


Tης Μαρίας Μαλανδράκη,

Παρά το γεγονός ότι τα τεχνολογικά μέσα και το διαδίκτυο αποτελούν αναπόσπαστα μέρη της καθημερινότητάς μας και κυρίως της καθημερινότητας των λεγόμενων millennials (δηλαδή των παιδιών που γεννήθηκαν από το 2000 και μετά), είναι φανερό πως στην ελληνική κοινωνία αντιμετωπίζονται με καχυποψία και αρνητικότητα, η οποία φτάνει στα όρια της τεχνοφοβίας. Πού προβάλλεται όμως αυτή η τεχνοφοβική στάση; Ποιο είναι το αντίθετο και εξίσου λανθασμένο άκρο της και πώς μπορούν αυτές οι θέσεις να αντιμετωπιστούν;

Με τον όρο τεχνοφοβία αναφερόμαστε σε κάθε στάση που πηγάζει από την αντίληψη πως τα τεχνολογικά μέσα και το διαδίκτυο αποτελούν αλλοτριωτικά μέσα για τον άνθρωπο, οδηγώντας στην τυποποίηση της σκέψης του, ενώ είναι ικανά να επιφέρουν ακόμη και εθισμό. Αφορά, παράλληλα, μια αντίληψη πως η ανθρώπινη φύση δε σχετίζεται με τα τεχνολογικά μέσα ή με τα εργαλεία, και έτσι όταν τα τελευταία επεμβαίνουν στην καθημερινότητα του ανθρώπου και τον αποστασιοποιούν από τη «φυσική» του κατάσταση, τον θέτουν σε κίνδυνο. Αυτή η στάση προβάλλεται έμμεσα με ποικίλους τρόπους στην ελληνική κοινωνία.

Από τη μια μεριά, παρατηρεί κανείς μια κουλτούρα με γονείς που δεν αφήνουν τα παιδιά τους να πλοηγηθούν στο διαδίκτυο για πάνω από μία με δύο ώρες, ούτε τους επιτρέπουν να ψυχαγωγηθούν με τη χρήση ηλεκτρονικών συσκευών όπως tablet, xbox, playstation κ.α., πιστεύοντας πως θα οδηγήσουν τα παιδιά στην «αποβλάκωση» και τον εθισμό. Παράλληλα, το εκπαιδευτικό σύστημα φαίνεται να είναι εκτός εποχής με καθηγητές που δεν ενθαρρύνουν τους μαθητές να αναζητήσουν πληροφορίες στο διαδίκτυο για την εκπόνηση μιας εργασίας, αλλά τους παραπέμπουν σε εγκυκλοπαίδειες και σε εφημερίδες, θεωρώντας πως οι τελευταίες απολαμβάνουν μεγαλύτερο βαθμό εγκυρότητας σε σχέση με τις πηγές του διαδικτύου. Το γεγονός αυτό συνδέεται με ένα άλλο πρόβλημα της εκπαίδευσης και αυτό είναι πως οι μαθητές δε διδάσκονται το πώς να αποσπούν έγκυρες πληροφορίες απ’ το διαδίκτυο, πράγμα που θα τους φανεί χρήσιμο στην τριτοβάθμια εκπαίδευση αλλά και στην αγορά εργασίας αργότερα.

Την ίδια στιγμή, σε επίπεδο κρατικών φορέων η ψηφιοποίηση φαίνεται να είναι ένα από τα τελευταία ζητήματα προς επίλυση. Ο δημόσιος φορέας δεν αποτελεί πόλο έλξης για το διαδικτυακό κοινό, παρά τη δημιουργία ηλεκτρονικών υπηρεσιών και τη θέσπιση της λεγόμενης ηλεκτρονικής διακυβέρνησης (e-government). Μάλιστα, σε μελέτη του 2018 που εκπόνησε η Ε.Ε. και αφορούσε τους δείκτες ψηφιακής οικονομίας και κοινωνίας των κρατών μελών, η Ελλάδα κατείχε την 27η θέση στο σύνολο των 28 κρατών μελών! Αξίζει να σημειώσουμε πως οι δείκτες ψηφιοποίησης συνδέονται με πέντε κριτήρια: τη συνδεσιμότητα, το ανθρώπινο κεφάλαιο, τις ψηφιακές δημόσιες υπηρεσίες, τη χρήση διαδικτυακών υπηρεσιών, καθώς και την ευρύτερη ενσωμάτωση της ψηφιακής τεχνολογίας.

Σε αυτήν τη στάση αντιπαραβάλλεται ένα μικρότερο μέρος της κοινωνίας, το οποίο συγκλίνει στο λεγόμενο τεχνολογικό ντετερμινισμό. Ο τελευταίος αφορά τη θέση πως με την εισαγωγή και την αξιοποίηση των τεχνολογικών μέσων, η ανάπτυξη και ο εκσυγχρονισμός θα εμφανιστούν ως δια μαγείας στην ελληνική κοινωνία ανεξάρτητα με τον τρόπο χρήσης τους από τα άτομα. Με άλλα λόγια, τα τεχνολογικά μέσα θα παίξουν αυτομάτως έναν καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη της κοινωνίας. Παρά τις μεγάλες προσδοκίες από πλευράς των πολιτών, το ελληνικό κράτος φαίνεται, ωστόσο, να περιορίζεται στην επιφανειακή αξιοποίηση της ψηφιοποίησης σε διάφορα επίπεδα. Για παράδειγμα στην εκπαίδευση, η “ψηφιοποίηση” των εκπαιδευτικών συγγραμμάτων ταυτίστηκε με το απλό σκανάρισμα των σελίδων, αντί της αξιοποίησης των σύγχρονων video, hypertexts, ενώ η δημιουργία ηλεκτρονικών παιχνιδιών σχετικά με τα μαθήματα, καθώς και η ψηφιοποίησή τους θα τα καθιστούσε πιο ελκυστικά προς στους μαθητές. Την ίδια επιφανειακή ψηφιοποίηση παρατηρούμε και στις διάφορες ιστοσελίδες των δημόσιων φορέων, η διαμόρφωση των οποίων τις καθιστά μη ελκυστικές και λειτουργικές για τους χρήστες, ενώ και οι ταχύτητες κατά τη διάρκεια της πλοήγησης σε αυτές τις πλατφόρμες είναι αρκετά χαμηλές, καταδεικνύοντας τον επιφανειακό χαρακτήρα της δημιουργίας τους.

Είναι, λοιπόν, φανερό πως ως κοινωνία δεν είμαστε μυημένοι στην κουλτούρα του διαδικτύου και των τεχνολογικών μέσων, όταν τα προσεγγίζουμε με καχυποψία και δυσπιστία εξαιτίας του λάθους τρόπου χρήσης τους, μέσω του επιφανειακού χαρακτήρα αξιοποίησης των νέων τεχνολογικών μέσων. Είναι αναγκαίο να κατανοήσουμε πως η ψηφιοποίηση και η χρήση του διαδικτύου αποτελούν ήδη και θα αποτελούν και μελλοντικά αναπόσπαστο κομμάτι των διάφορων τομέων της ζωής του ατόμου. Οι νέες γενιές (millennials/digital natives) που έχουν μια συνεχή επαφή με την τεχνολογία πρέπει να μάθουν μέσω των κρατικών φορέων να τη χρησιμοποιούν όχι μόνο για ψυχαγωγία, αλλά κυρίως για ενημέρωση και μάθηση, ενώ παράλληλα το κράτος καλείται να λειτουργήσει ως αρωγός στη διαδικασία γαλούχησης της κοινωνίας στη χρήση τεχνολογικών μέσων. Σε όλη αυτή τη διαδικασία τον πρώτο λόγο πρέπει να έχουν οι νέοι, οι οποίοι είναι πιο κοντά σε αυτό το νέο κλίμα της λεγόμενης «εποχής της πληροφορίας», δεν πιστεύουν στον παροδικό της χαρακτήρα και στην αποσπασματική χρήση της, αλλά αναγνωρίζουν την αξία της ως αναπόσπαστο κομμάτι των σύγχρονων κοινωνιών.


 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Μαρία Μαλανδράκη
Μαρία Μαλανδράκη
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1999. Είναι προπτυχιακή φοιτήτρια του τμήματος Κοινωνιολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Ήδη από τα σχολικά της χρόνια είχε αναπτύξει ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην συγγραφή δοκιμιακών και λογοτεχνικών και κειμένων γνώμης. Πλέον ως σπουδάστρια κοινωνιολογίας ασχολείται ενεργά με την παρακολούθηση της εξέλιξης των επιστημονικών θεωριών στον κλάδο της καθώς και με τα νέο-εμφανισθέντα κοινωνικά προβλήματα στις δυτικές κοινωνίες. Στον ελεύθερο χρόνο της ασχολείται ενεργά με τον εθελοντισμό και τον αθλητισμό στο προ-ολυμπιακό άθλημα του Muay thai.