18.2 C
Athens
Πέμπτη, 25 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΟικονομίαΓιατί το 77% των εργοδοτών στην Ελλάδα δεν μπορεί να βρει εργαζόμενους;

Γιατί το 77% των εργοδοτών στην Ελλάδα δεν μπορεί να βρει εργαζόμενους;


Του Κωνσταντίνου Λίκα,

Είναι μία αλήθεια που φαντάζει ως όνειρο θερινής νυκτός και εγείρει σειρά σκέψεων και απειρία ερωτηματικών. Η ανεργία στην Ελλάδα, παρότι φθίνουσα, παραμένει στα υψηλότερα επίπεδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης: το 16,6% του πληθυσμού της χώρας μας ήταν άνεργο τον Οκτώβριο 2019. Για την δε ανεργία νέων κατέχουμε και πάλι την πρώτη θέση στην Ευρωπαϊκή Ένωση: 35,6%, από τα υψηλότερα παγκοσμίως.

Παρόλα αυτά, πρόσφατη έρευνα της Manpower Group έδειξε ορισμένα ενδιαφέροντα πορίσματα. Αναφέρει ότι το 77% των εργοδοτών της χώρας αντιμετώπισαν δυσκολία στην κάλυψη θέσεων εργασίας τους το 2019. Το εν λόγω ποσοστό συνιστά διττό ρεκόρ. Αφενός μεν, αναφέρεται ως ρεκόρ ενδεκαετίας, που σημαίνει ότι η δυσκολία επάνδρωσης θέσεων σε επιχειρήσεις στην Ελλάδα έχει επιδεινωθεί μετά από μία απολεσθείσα δεκαετία οικονομικής παρακμής. Αφετέρου δε, αναφέρεται ότι, σε σύγκριση με το 2018, το ποσοστό αυτό ενισχύθηκε κατά 9 μονάδες. Μάλιστα, η Ελλάδα κατατάσσεται 3η σε παγκόσμιο επίπεδο όσον αφορά τα επίπεδα δυσκολίας. Προηγείται η Ιαπωνία, με 88%, η Ρουμανία με 86% και μετά έπεται η Ελλάδα και η Ταϊβάν, Δημοκρατία της Κίνας με 77% εκάστη. Την μικρότερη δυσκολία την αντιμετωπίζουν, βάσει της έρευνας, η Ιρλανδία (27%), το Ηνωμένο Βασίλειο (23%) και η Κίνα (16%).

Αυτά τα ποσοστά υποδεικνύουν δύο βασικά πράγματα. Πρώτον, η αναντιστοιχία μεταξύ των δεξιοτήτων του υπάρχοντος εργατικού δυναμικού και της ζήτησης για τις υπάρχουσες θέσεις εργασίας είναι σοβαρή. Δεδομένης της τεράστιας ανεργίας, αυτό συνεπάγεται ότι το εκπαιδευτικό μας σύστημα έχει αποτύχει ως προς την προετοιμασία μιας ολόκληρης γενιάς Ελλήνων για την αγορά εργασίας της χώρας, αλλά και για το μέλλον, δοθείσης της 4ης βιομηχανικής επανάστασης. Υπάρχουν βέβαια και περισσότεροι παράγοντες που συνεχίζουν να μας ωθούν στην πρωτιά – για τους λάθος λόγους.

Η Έλλειψη Ταλέντου στην Ελλάδα και παγκοσμίως, 2009 – 2019 (Πηγή: ManpowerGroup)

Παράγοντες εντός Ελλάδος

Υπάρχει ένα σοβαρό, επομένως, χάσμα μεταξύ της προσφοράς και της ζήτησης εργασίας στην Ελλάδα, πράγμα που δεν οδηγεί στην μείωση της ανεργίας, αλλά στην επιδείνωση του brain drain. Αυτό έχει τρία αίτια. Όπως προαναφέρθηκε, πολλοί Έλληνες και Ελληνίδες νέοι έχουν εκπαιδευτεί σε ειδικότητες που αρμόζουν περισσότερο στις ανάγκες του δημοσίου προ κρίσης, παρά σε εκείνες του ιδιωτικού τομέα, οι οποίες μεταβάλλονται συνεχώς. Επομένως, όταν η αγορά ζητάει data analysts, ειδικούς πληροφορικής, τεχνίτες και τεχνικούς και το δημόσιο εκπαιδευτικό μας σύστημα, πέραν από ελλιπές στην διδασκαλία βασικών γνώσεων σε πρωτοβάθμιο και δευτεροβάθμιο επίπεδο, εκπαιδεύει σε τριτοβάθμιο επίπεδο θεατρίνους, θρησκειολόγους και φιλολόγους, ενώ δεν υπάρχουν κονδύλια για την απορρόφησή τους στον δημόσιο τομέα, ένα τέτοιο χάσμα λογικό φαντάζει. Εδώ, λοιπόν, έχουμε ένα κοκτέιλ αποτυχίας κρατικού σχεδιασμού, συνυφασμένο με τις επιλογές νέων ανθρώπων να σπουδάσουν επαγγέλματα που δεν έχουν ζήτηση στη χώρα, αλλά παρόλα αυτά ονειρεύονται να εξασκήσουν. Έλα όμως που η Ελλάδα είναι νεκροταφείο ονείρων και πολλοί φερέλπιδες νέοι δέχονται ένα reality check σαν βολή από Leopard 2 – ένα σοκ που ακούγεται από χιλιόμετρα.

Αλλά δεν φταίει μόνο το κράτος που ο φέρελπις νέος, που θέλει να κάνει τα όνειρά του πραγματικότητα σε μία χώρα όπου η ειδικότητά του περισσεύει, απλά δεν μπορεί. Ο ιδιωτικός τομέας στην Ελλάδα φέρει ένα τεράστιο μερίδιο ευθύνης για την παρούσα κατάσταση. Ας δούμε το τι συμβαίνει στη Γερμανία, μία χώρα με μονοψήφιο ποσοστό ανεργίας νέων στην Ευρώπη. Μόνο οι μισοί απόφοιτοι λυκείου πάνε να σπουδάσουν, είτε σε «κανονικά» προγράμματα σπουδών σε ΑΕΙ και ΤΕΙ, ή στα πλαίσια «διπλών σπουδών» (duales Studium) – εργασία και σπουδές μαζί σε μία εταιρεία. Οι υπόλοιποι κάνουν μαθητείες σε εταιρείες ή στο δημόσιο (Ausbildung) σε διάφορους τομείς, από εργασίες γραφείου (Bürokaufmann/Bürokauffrau), μέχρι και σε μηχανική (Fachmechatroniker/in) και πληροφορική (Fachinformatiker/in). Ο γράφων σπούδασε Ναυτιλιακά σε πανεπιστήμιο, οι Γερμανοί ομόλογοί του έκαναν μαθητεία σε ναυτιλιακές (Schifffahrtskaufmann/frau). Και για όσους σπουδάζουν, πρακτικές και προγράμματα εργασίας σε εταιρείες στα πλαίσια σπουδών και για 20 ώρες την εβδομάδα (Werkstudent) είναι πολυπληθείς, ιδίως σε οικονομικά και STEM αντικείμενα.

Τι έχει να προσφέρει ο ελληνικός ιδιωτικός τομέας από αυτά; Πρακτικές ελάχιστες εταιρείες προσφέρουν και συνήθως μόνο μέσω ΕΣΠΑ. Και μετά δυσκολεύονται οι εταιρείες να βρουν άτομα για τις εταιρείες τους, πράγμα που εξηγεί και το ποσοστό του 77% για το οποίο λαμβάνουμε μνεία. Το εργατικό δυναμικό είναι asset. Επενδύει κανείς σε εργαζόμενο/η για να αποκομίσει κάτι στο μέλλον. Ενόσω δεν δίνονται ευκαιρίες στους νέους να αποδείξουν την αξία τους σε συναφή με τις σπουδές τους αντικείμενα (συγνώμη και πάλι, αλλά το να πάει δικηγόρος να μαζεύει φράουλες στην Μανωλάδα είναι λάθος, διότι οι κόποι αυτού/αυτής μετά πάνε χαμένοι), λογικό λοιπόν είναι και το brain drain που ταλανίζει τη χώρα μας. Εδώ το κράτος δεν βοηθάει καθόλου, αλλά δεν υπάρχει ούτε η πίεση από τον ιδιωτικό τομέα για την δημιουργία ενός θεσμικού πλαισίου για να σώσουμε την οικονομία μας.

Ακόμα και να μειωθεί η ανεργία στο 10%, ωστόσο, δεν θα αρκέσει για να αναχαιτιστεί το brain drain ή το πρόβλημα επάνδρωσης των επιχειρήσεών μας ή του δημοσίου ακόμα. Όσοι είναι εξοικειωμένοι με την θεωρία παιγνίων, ξέρουν ότι οι δύο παίκτες ενός παιγνίου διέπονται από μία στρατηγική αλληλεξάρτηση (strategic interdependence). Αυτό σημαίνει ότι υπάρχουν και εξωγενείς παράγοντες που επηρεάζουν τα προαναφερθέντα προβλήματα και είναι ο ανταγωνισμός από το εξωτερικό.

Ευρωπαϊκός Ανταγωνισμός

Εν έτει 2020, ο κόσμος, πέρα από τα πρόθυρα μίας οικονομικής κρίσης και του κινδύνου κοροναϊού, βρίσκεται και σε έναν διαρκή πόλεμο ταλέντων. Οι πιο πετυχημένες χώρες αποσκοπούν στο να προσελκύσουν τα καλύτερα ταλέντα παγκοσμίως, προσφέροντάς τους μία καλύτερη ζωή με αντάλλαγμα την εργασία τους και την καταβολή φορολογίας. Ιδίως εντός Ευρωπαϊκής Ένωσης, αυτή η πίεση είναι αισθητή στους Έλληνες εργοδότες, οι οποίοι είτε δεν μπορούν να βρουν ή να κρατήσουν εξειδικευμένους εργαζόμενους/εργαζόμενες.

Ας πάρουμε έναν μέσο Έλληνα νέο. Ηλικία 24 ετών, κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου, γνώσεις ξένων γλωσσών, αλλά ελάχιστη προϋπηρεσία. Για τους δε άρρενες, υποθέτουμε εκπλήρωση της στρατιωτικής τους θητείας. Ο μέσος μισθός που τους περιμένει κυμαίνεται από τον κατώτατο των 650€ έως και 1.000€ το μήνα για απόφοιτους πληροφορικής. Εσχάτως δε, μπορεί να δουλεύουν με συμβάσεις ευέλικτων ωραρίων, ή μερικής απασχόλησης με ωράρια πλήρους. Πρακτικές συνήθως μέσω ΕΣΠΑ χρηματοδοτούνται και αυτές με το σταγονόμετρο, επομένως οι εργοδότες που ζητούν προϋπηρεσία αναγκάζονται να απορρίψουν ένα μεγάλο μέρος του δυνητικού εργατικού τους δυναμικού ελέω αδυναμίας ή/και απροθυμίας εκπαίδευσης. Σαφώς και υπάρχουν εταιρείες με δομημένα προγράμματα εκπαίδευσης, αλλά πιο πολύ την εξαίρεση αποτελούν, παρά τον κανόνα.

Με βάσει τα παραπάνω, τι σταματάει έναν Έλληνα ή μία Ελληνίδα από το να φύγει για Γερμανία ή Ολλανδία ή Αυστρία ή το Λουξεμβούργο για μία καλύτερη ζωή; Μόνο το οικονομικό και στην περίπτωση της Γερμανίας, Αυστρίας και Γαλλίας, η γλώσσα. Όσοι έχουν όνειρα και βλέψεις για ένα καλύτερο αύριο φεύγουν. Για πολλούς δε, ιδίως σε πεδία χωρίς ζήτηση στην Ελλάδα, η απόφαση αυτή είναι μονόδρομος. Δυστυχώς πολλοί Έλληνες εργοδότες, είτε εσκεμμένα ή επειδή πολύ απλά δεν μπορούν, δεν μπορούν να ανταγωνιστούν δυτικοευρωπαϊκούς εργοδότες. Με 800€ μικτά, με 10 μέρες ρεπό ετησίως και 10-12 ώρες εργασίας την ημέρα, λογικό είναι κάποιος να θελήσει να ψάξει κάτι καλύτερο στο εξωτερικό. Σαφώς και ο μισθός αυτός είναι καλύτερος από εκείνον στις πιο πολλές χώρες του κόσμου.

Επομένως, η δυσκολία επαφίεται σε περίπλοκους παράγοντες και δυστυχώς δεν υπάρχει καμία εύκολη λύση. Το μόνο σίγουρο είναι ότι το brain drain θα συνεχιστεί και η δυσκολία των επιχειρήσεων θα παραμείνει σε υψηλά επίπεδα. Η χώρα χρειάζεται επενδύσεις και νέες επιχειρήσεις, όπως και ένα υγιές τραπεζικό σύστημα, ένα λιτό δημόσιο και πολύ λιγότερη γραφειοκρατία. Αυτά για έναν νέο 25 ετών που είναι άνεργος σήμερα φαντάζουν σαν όνειρα θερινής νυκτός, υποθέτοντας βέβαια ότι έχει όνειρα.


TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Κωνσταντίνος Λίκας
Κωνσταντίνος Λίκας
Γεννήθηκε το 1995 στον Πειραιά. Είναι απόφοιτος του τμήματος Ναυτιλιακών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιώς και μεταπτυχιακός φοιτητής στο ΠΜΣ Εφαρμοσμένα Οικονομικά και Χρηματοοικονομικά του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών. Ενδιαφέρεται κυρίως για διεθνή χρηματοοικονομικά, τραπεζικά, φορολογικά και εμπορικά ζητήματα, όπως και για γερμανικά και διεθνή πολιτικά ζητήματα. Ενδιαφέρεται επίσης για ζητήματα άμυνας και ασφάλειας. Είναι υπότροφος της διεθνούς ακαδημαϊκής υποτροφίας (IPS) του Γερμανικού Κοινοβουλίου. Μιλάει αγγλικά, γερμανικά, γαλλικά, τουρκικά και ελληνικά.