17.3 C
Athens
Παρασκευή, 29 Μαρτίου, 2024
ΑρχικήΟικονομίαΗ Γεωγραφία του Διαδικτύου: Νέες Χωρικές Ανισότητες

Η Γεωγραφία του Διαδικτύου: Νέες Χωρικές Ανισότητες


Της Γεωργίας Παγιαβλά,

Στο παρόν άρθρο προσπαθούμε να αναδείξουμε και να περιγράψουμε το φαινόμενο των χωρικών ανισοτήτων, όπως αυτές διαμορφώνονται με βάση την πρόσβαση των χρηστών στο Διαδίκτυο, αλλά και τον τρόπο αξιοποίησης της πρόσβασης, σε παγκόσμιο επίπεδο. Μπορεί, από τη μία πλευρά, η ραγδαία εξάπλωση των σύγχρονων τεχνολογιών στις επικοινωνίες και στη διάδοση της κάθε είδους πληροφορίας να οδηγεί στην ανάπτυξη της οικονομίας και κατ’ επέκταση της κοινωνίας και το αντίστροφο, όμως η ψηφιακή ανισότητα, και το «ψηφιακό χάσμα» συναντάται σε ολόκληρο τον πλανήτη, δημιουργώντας μια νέα μορφή ανισότητας, η οποία έρχεται να προστεθεί στις ήδη υπάρχουσες.

Σύμφωνα με τις έρευνες του NUA, για τη χρήση του διαδικτύου στα τέλη του 1996, επί ενός συνόλου 45 εκατομμυρίων χρηστών, η Βόρεια Αμερική αριθμούσε 30 εκατομμύρια χρήστες, άλλα 9 εκατομμύρια η Ευρώπη, ενώ ο υπόλοιπος κόσμος μοιραζόταν τους υπόλοιπους 6 εκατομμύρια χρήστες (οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν στην Αυστραλία, στην Ιαπωνία και στην Ανατολική Ασία). Είκοσι χρόνια αργότερα, το ψηφιακό χάσμα εξακολουθεί να υφίσταται στον πλανήτη, καθώς την ίδια στιγμή που η μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών στις αναπτυγμένες χώρες έχει πρόσβαση στο Διαδίκτυο, άνθρωποι στις αναπτυσσόμενες χώρες στερούνται τη δυνατότητα σύνδεσης.

Είναι σαφές ότι, μετά το 2000, η διάδοση του νέου μέσου συνεχίζεται με πολύ πιο αργούς ρυθμούς σε σύγκριση με την προηγούμενη περίοδο. Το γεγονός αυτό θα πρέπει να θεωρηθεί φυσικό, δεδομένου ότι η διείσδυση του Διαδικτύου είναι πλέον εξαιρετικά υψηλή και ορισμένα στρώματα του πληθυσμού δυσκολεύονται και ίσως αδυνατούν να παρακολουθήσουν τις εξελίξεις. Πιο αναλυτικά, μέχρι τα τέλη του 2016, περίπου 3,5 δις άνθρωποι θα χρησιμοποιούσαν το Internet, από 3,2 δις το 2015, αντιπροσωπεύοντας το 47% του παγκόσμιου πληθυσμού (ITU, 2016). Αυτό σημαίνει ότι σε ψηφιακό σκοτάδι και χωρίς πρόσβαση στο Διαδίκτυο εξακολουθεί να βρίσκεται ένα μεγάλο τμήμα του παγκόσμιου πληθυσμού και συγκεκριμένα το 53%, ήτοι 3,9 δις άνθρωποι.

Το γράφημα 1 παρουσιάζει την κατανομή των χρηστών διαδικτύου σε παγκόσμιο επίπεδο, όπως έχει διαμορφωθεί μέχρι τον Ιούνιο του 2019, όπου διαφαίνεται ότι η Ασία κατέχει το 50,7% των χρηστών, ενώ η Ευρώπη και η Βόρεια Αμερική δεν ξεπερνούν το 25%. Αυτό δεν πρέπει να μας προκαλεί εντύπωση, μιας που η Ασία είναι η ήπειρος με τους περισσότερους κατοίκους.

Γράφημα 1: Κατανομή των παγκόσμιων χρηστών διαδικτύου. Πηγή: Internet World Stats, 2019.

Από την άλλη, το γράφημα 2 παρουσιάζει μια διαφορετική εικόνα, καθώς απεικονίζει το βαθμό διείσδυσης του διαδικτύου, με την Βόρεια Αμερική να αγγίζει το 90%, την Ευρώπη το 88%, ενώ η Ασία στο 54%, κάτω από τον παγκόσμιο μέσο όρο του 58,8%. Βάσει αυτού είναι εμφανές ότι η χρήση του διαδικτύου παρουσιάζει έντονες ανισότητες.

Γράφημα 2: Ποσοστό διείσδυσης διαδικτύου ανά περιφέρεια. Πηγή: Internet World Stats, 2019.

Συμπληρωματικά, στο γράφημα 3 διακρίνονται οι ανισότητες που επικρατούν στο εσωτερικό των χωρών της ΕΕ, παρουσιάζοντας το χάσμα πρόσβασης ανάμεσα στο σύνολο της χώρας και της επαρχίας.

Γράφημα 3: Χάσμα μεταξύ ΕΕ χωρών στο σύνολο και της επαρχίας τους. Πηγή: European Commission,Connectivity: broadband market developments in the EU,2015.

Με τον όρο “νέες χωρικές ανισότητες” αναφερόμαστε στη διαφοροποίηση, ως προς την πρόσβαση στο Διαδίκτυο, μεταξύ διαφόρων πληθυσμιακών ομάδων, η οποία συνθέτει αίτια κοινωνικής ανισότητας και κοινωνικού αποκλεισμού. Η ανισότητα πρόσβασης στο Διαδίκτυο αποτυπώνεται ενίοτε με τον όρο «ψηφιακό χάσμα» ή «ψηφιακή διαίρεση» και μετριέται βάσει των συνεπειών της σύνδεσης και της έλλειψης σύνδεσης στο Διαδίκτυο. Δηλαδή, η δυνατότητα σύνδεσης συνιστά το νέο κριτήριο της παγκόσμιας διαίρεσης του κόσμου. (Κάστελς, 2005). Αυτή η πρώτη γενιά θεωριών αναπτύσσεται στα τέλη του 1990, καθώς γίνονται εμφανή τα οφέλη που μπορεί να αποκομίσει κανείς σε ατομικό επίπεδο κι έτσι δημιουργείται χάσμα μεταξύ αυτών που έχουν και που δεν έχουν πρόσβαση στο διαδίκτυο.

Βέβαια, ένα νέο κύμα ερευνητών συζητά έντονα τον όρο «ψηφιακή ανισότητα», όπου αναφέρεται στη κοινωνικοοικονομική ανισότητα μεταξύ του συνδεδεμένου πληθυσμού. Έτσι, η προσοχή εστιάζεται στην ποιότητα και το κόστος της σύνδεσης στο διαδίκτυο, στις δεξιότητες και τις γνώσεις που χρειάζονται για να βρεθεί η απαραίτητη πληροφορία. Σύμφωνα με αυτά, σήμερα, δεν έχει τόση επεξηγηματική σημασία αν υπάρχει ή όχι πρόσβαση στο διαδίκτυο, αλλά τι είναι ικανοί οι άνθρωποι να κάνουν όταν έχουν πρόσβαση (Stiakakis, Kariotellis and Vlachopoulou, 2009). Έτσι, αναπτύσσεται η δεύτερη γενιά θεωριών, η οποία παρατηρεί ότι η πρόσβαση από μόνη της δεν είναι αρκετά επεξηγηματική, άρα υπάρχει ένα δεύτερο επίπεδο ψηφιακού χάσματος που αναφέρεται στο τρόπο αξιοποίηση της πρόσβασης στο διαδίκτυο (Βlank, Graham and Calvini, 2018).

Οι αιτίες αυτού του φαινομένου βρίσκονται σε οικονομικά και θεσμικά εμπόδια, στην ανυπαρξία υποδομών, στην ανεπαρκή εκπαίδευση, αλλά και σε άλλα, τα οποία θα αναλυθούν παρακάτω. Ένα βασικό πρόβλημα στην πρόσβαση και χρήση του Διαδικτύου είναι η ανυπαρξία τεχνολογικών και τηλεπικοινωνιακών υποδομών σε ορισμένες περιοχές ή και σε περίπτωση που υπάρχουν, μπορεί η κατανομή τους να είναι άνιση, με αποτέλεσμα να επωφελούνται συγκεκριμένες χώρες ή περιοχές ακόμα και μέσα στην ίδια τη χώρα. Συγκεκριμένα, η Ελλάδα έχει πολύ χαμηλό βαθμό ανάπτυξης δικτύου υποδομών. Βέβαια, όσον αφορά την έκταση της «ψηφιακής διαίρεσης» σε επίπεδο κρατών, οι χώρες που ενσωματώνουν νωρίτερα τις τεχνολογίες πληροφορίας και επικοινωνίας, επωφελούνται των πλεονεκτημάτων που προσφέρει η συνδεσιμότητα στο διαδίκτυο. Από την άλλη πλευρά, η ανισότητα πρόσβασης είναι εντονότερη στις χώρες που δεν διαθέτουν τις υλικές και πολιτισμικές συνθήκες για να λειτουργήσουν στον ψηφιακό κόσμο. Για παράδειγμα, η έλλειψη υποδομών, σε συνδυασμό με τις πολιτικές που υιοθετούνται για την αντιμετώπιση της «ψηφιακής διαίρεσης» αποτελούν καθοριστικούς παράγοντες για την χρήση του διαδικτύου στις αναπτυσσόμενες χώρες.

Μια άλλη αιτία είναι το κόστος, καθώς μπορεί οι προαναφερθείσες υποδομές να έχουν ιδιωτικοποιηθεί πλήρως, έτσι ώστε η πρόσβαση σε αυτές να είναι ακριβή και μεγάλα τμήματα του εκάστοτε πληθυσμού να μην έχουν την οικονομική δυνατότητα να υποστηρίξουν την πρόσβασή τους σε αυτές. Χαρακτηριστικά παραδείγματα τέτοιων υποδομών, απαραίτητων για την πρόσβαση στο Διαδίκτυο, είναι οι τηλεφωνικές γραμμές, καλωδιακά δίκτυα, δίκτυα οπτικών ινών και δορυφορικά κανάλια. Εκτός αυτού, απαιτείται και η παροχή σταθερής ηλεκτρικής τάσης για να διασφαλιστεί η εύρυθμη λειτουργία του τεχνολογικού εξοπλισμού. Χαρακτηριστικά, η Ελλάδα έχει τις υψηλότερες τιμές πρόσβασης διαδικτύου, συγκριτικά με τις άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Επίσης, η έλλειψη χρηματοοικονομικών και ανθρώπινων πόρων για αναπτυξιακές επενδύσεις είναι ένας ακόμη παράγοντας που εντείνει το «ψηφιακό χάσμα». Είναι γεγονός ότι, σε παγκόσμιο επίπεδο, υπάρχει μεγάλη ανισοκατανομή των πόρων οι οποίοι προορίζονται για την ανάπτυξη στους τομείς της πληροφόρησης, της τεχνολογίας και γενικότερα της εκπαίδευσης πάνω σ’ αυτούς τους τομείς αλλά και σε ευρύτερο πλαίσιο.

Δεν θα πρέπει να υποβαθμιστεί και ο παράγοντας των θεσμικών και οικονομικών εμποδίων, τα οποία περιορίζουν τη δυνατότητα χρήσης του Διαδικτύου. Όσον αφορά τα πρώτα, σε πολλές περιοχές του πλανήτη υπάρχει έντονο το φαινόμενο της λογοκρισίας ή υπάρχει έλεγχος τους περιεχομένου του Διαδικτύου ή μη συμμετοχή στη διαμόρφωση του περιεχομένου του Διαδικτύου. Σχετικά με τα δεύτερα, υπάρχουν περιορισμοί που θέτουν οι εταιρείες παροχής υπηρεσιών ως προς την κατανομή της ταχύτητας, την επιλογή των σημείων πρόσβασης, την ποιότητα σύνδεσης ή την ευρυζωνικότητα και το κόστος σύνδεσης στον εικονικό χώρο.

Μια άλλη αιτία είναι το χάσμα μεταξύ αστικών και επαρχιακών περιοχών. Η μεγαλύτερη συγκέντρωση διαδικτυακών κόμβων σε ολόκληρο τον πλανήτη, αλλά και σε κάθε χώρα ξεχωριστά, βρίσκεται στις μητροπολιτικές περιοχές του ανεπτυγμένου κόσμου, και στις πρωτεύουσες και τα αστικά κέντρα των χωρών. Επίσης, υπάρχει εξάρτηση των εταιρειών παροχής υπηρεσιών διαδικτύου από συγκεκριμένα δίκτυα στήριξης διαδικτύου (π.χ. αμερικάνικα, ευρωπαϊκά). Επιπλέον, σε πολλές περιοχές είτε σε παγκόσμιο επίπεδο είτε σε εθνικό, υπάρχει ανεπαρκής εκπαιδευτική ή πολιτισμική ικανότητα χρήσης του Διαδικτύου. Στη περίπτωση της Ελλάδας, τα ποσοστά εγκατάστασης είναι συγκρίσιμα με το μέσο όρο της ΕΕ για άτομα πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, αλλά πολύ χαμηλά για άτομα πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. Με άλλα λόγια, τα άτομα με περισσότερη εκπαίδευση χρησιμοποιούν περισσότερο το διαδίκτυο. Άρα, εφόσον στις αγροτικές περιοχές τα άτομα κατέχουν χαμηλότερη εκπαίδευση, φαίνεται να μειώνονται οι διαφορές μεταξύ αστικού-αγροτικού χώρου.

Τα δημογραφικά χαρακτηριστικά, ακόμη, επηρεάζουν με τον τρόπο τους το ψηφιακό χάσμα. Πιο αναλυτικά, ανάλογα με την ηλικία και το φύλο διαφοροποιείται η πρόσβαση στο διαδίκτυο, καθώς άτομα νεαρής ηλικίας 16-24 έχουν μεγαλύτερα ποσοστά πρόσβασης από το ηλικιακό γκρουπ 55-74, οι άντρες άνω των 50 έχουν μεγαλύτερα ποσοστά πρόσβασης σε σχέση με τις γυναίκες, ενώ γυναίκες κάτω των 45 έχουν μεγαλύτερα ποσοστά σε σχέση με τους άντρες της ίδιας ηλικίας. Έτσι, φαίνεται ότι το διαδίκτυο συνδέεται με την ηλικία και άρα αν συνυπολογίσουμε αυτή τη σύνδεση, μειώνεται το χάσμα μεταξύ αστικών και αγροτικών περιοχών. Επίσης το ύψος του προσωπικού εισοδήματος και το επάγγελμα φαίνεται να επηρεάζουν επιπρόσθετα το «ψηφιακό χάσμα».

Ως συνέπεια, η διείσδυση της νέας τεχνολογίας εντός του αστικού χώρου εντείνει την περιθωριοποίηση και τον ήδη υπάρχοντα κοινωνικό αποκλεισμό. Η άνιση κατανομή των δυνατοτήτων που παρέχει η νέα τεχνολογία, η ανισότητα της πρόσβασης στα τηλεπικοινωνιακά δίκτυα και της χρήσης των ΤΠΕ εντός πόλης αποκλείει ανθρώπους με χαμηλή μόρφωση, τους λεγόμενους «ψηφιακά αναλφάβητους», τις εθνικές μειονότητες, τους άστεγους, τους ηλικιωμένους και τα ΑμεΑ. Έπειτα, προστίθεται και ένα άλλο ζήτημα: η κατασκευή και η διαθεσιμότητα τηλεπικοινωνιακών δικτύων (π.χ. δίκτυα οπτικών ινών, κινητής τηλεφωνίας), μέσω των οποίων καθίσταται δυνατή η πρόσβαση στο διαδίκτυο, συντελείται πρωτίστως στα μεγάλα αστικά κέντρα και στη συνέχεια επεκτείνεται στην περιφέρεια. Ως επακόλουθο αυτής της διαδικασίας, οι κάτοικοι των μη δικτυωμένων περιοχών δεν έχουν τη δυνατότητα συμμετοχής σε ευκαιρίες επαγγελματικής ανόδου και εισοδηματικής αναβάθμισης. Κατόπιν, γίνεται φανερό ότι η κοινωνική ανισότητα αναπαράγεται και στην πληροφοριακή πόλη, εφόσον οι νέες υποδομές ενισχύουν τους ήδη υπάρχοντες κοινωνικούς διαχωρισμούς.

Αξίζει να εστιάσουμε στη περίπτωση της Ευρώπης όπου ο περισσότερος πληθυσμός έχει πρόσβαση στο διαδίκτυο, με ποσοστό που αγγίζει το 97%. Έτσι, η προσβασιμότητα (πρώτη γενιά θεωριών) δεν μπορεί να εξηγήσει το ψηφιακό χάσμα. Παρατηρείται ότι οι τύποι χρήσης του Διαδικτύου σχετίζονται με τις ψηφιακές ανισότητες. Συγκεκριμένα, οι πιο “δυτικές” χώρες χρησιμοποιούν το διαδίκτυο για δημιουργικούς και λειτουργικούς σκοπούς και λιγότερο για κοινωνική δικτύωση και διασκέδαση.

Σύμφωνα με το γράφημα 4, η μπλε γραμμή απεικονίζει τον δείκτη ψηφιακής ανάπτυξης κάθε χώρας σε επίπεδο νοικοκυριού και ατομικό (HIDDI) και αποτελείται από δύο διαστάσεις. Η πρώτη διάσταση –κόκκινη γραμμή (DIM1)- αφορά την καθημερινή χρήση του e-commerce, e-banking, και e-government. Η δεύτερη διάσταση –πράσινη γραμμή (DIM2)- αφορά τη χρήση μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Η οριζόντια γραμμή υποδεικνύει το μέσο όρο χρήσης των τεχνολογιών επικοινωνίας και πληροφόρησης και παρατηρούμε ότι το 51,9% του ευρωπαϊκού πληθυσμού έχει πρόσβαση και κάνει χρήση των τεχνολογιών. Μια περιφέρεια της Νορβηγίας βρίσκεται στη πρώτη θέση με ποσοστό 70,4%, ενώ μια περιφέρεια της Ρουμανίας βρίσκεται στην τελευταία θέση με ποσοστό 32,7. Άρα, το περιφερειακό ψηφιακό χάσμα είναι 37,7%. Οι πιο πλούσιες περιφέρειες έχουν σχεδόν διπλάσιο ποσοστό πρόσβασης και χρήσης σε σχέση με τις πιο φτωχές περιφέρειες.

Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο είναι ότι η κατάταξη στο δείκτη ψηφιακής ανάπτυξης εξαρτάται από την ποιότητα χρήσης του διαδικτύου. Ουσιαστικά, η χωρική ανισότητα είναι πιο εμφανής στη πρώτη διάσταση DIM, παρά στην δεύτερη διάσταση DIM2. Φαίνεται ότι παίζει ρόλο η γειτνίαση των περιφερειών, δηλαδή περιφέρειες που έχουν υψηλό δείκτη ψηφιακής ανάπτυξης γειτνιάζουν με περιφέρειες που έχουν επίσης υψηλό δείκτη ψηφιακής ανάπτυξης, δηλαδή υπάρχει χωρική συσχέτιση.

Γράφημα 4: Κατάταξη Ευρωπαϊκών περιοχών βάση του δείκτη HIDDI. Πηγή: Α.L. Lucendo – Monedero, et al, 2019.

Συμπερασματικά, το ψηφιακό χάσμα που παρατηρείται στην Ευρώπη οφείλεται κατά κύριο λόγο στον τρόπο αξιοποίησης του διαδικτύου. Παρατηρείται ότι, οι περιφέρειες που έχουν χαμηλότερο κατά κεφαλήν εισόδημα και χαμηλότερα επίπεδα εκπαίδευσης, έχουν και τα χαμηλότερα ποσοστά χρήσης e-commerce, e-banking κτλ, γεγονός που υποδεικνύει την εμφάνιση ενός κοινωνικοοικονομικού μοτίβου για το ψηφιακό χάσμα (Lucendo – Monedero, et al, 2019).


Βιβλιογραφία

Blank, G., Graham, M., & Calvino, C. (2018). Local geographies of digital inequality. Social Science Computer Review, 36(1), 82-102

Lucendo-Monedero, A. L., Ruiz-Rodríguez, F., & González-Relaño, R. (2019). Measuring the digital divide at regional level. A spatial analysis of the inequalities in digital development of households and individuals in Europe. Telematics and Informatics, 41, 197-217.

Ετήσια Έκθεση της Διεθνούς Ένωσης Τηλεπικοινωνιών (International Telecommunications Union-ITU) (2016), “The State of Broadband 2016”

Κάστελς, Μ., (2005). “Ο γαλαξίας του Διαδικτύου: Στοχασμοί για το Διαδίκτυο, τις επιχειρήσεις και την κοινωνία”, σελ. 242-253

Stiakakis, E., Kariotellis, P., & Vlachopoulou, M. (2009,). From the digital divide to digital inequality: A secondary research in the European Union. In International Conference on e-Democracy (pp. 43-54). Springer, Berlin, Heidelberg.


TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Γεωργία Παγιαβλά
Γεωργία Παγιαβλά
Αποφοίτησε από το Tμήμα Οικονομικής και Περιφερειακής Ανάπτυξης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και ολοκλήρωσε μεταπτυχιακό στο University of Glasgow με ειδίκευση Economic Development. Παρακολούθησε δεύτερο μεταπτυχιακό στα Οικονομικά στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, ενώ, παράλληλα, ήταν βοηθός ερευνήτρια στο «Ινστιτούτο Περιφερειακής Ανάπτυξης». Απασχολήθηκε σε μια αστική ΜΚΟ για την Απολιγνιτοποίηση στη Μεγαλόπολη και ολοκλήρωσε μεταπτυχιακό στο Tμήμα Γεωγραφίας στο Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο με κατεύθυνση Χωρικές Πολιτικές και Ανάπτυξη στην Ευρώπη. Συνεχίζει τις σπουδές της σε διδακτορικό επίπεδο, ενώ, συγχρόνως, φοιτά στο προπτυχιακό Τμήμα της Φιλοσοφίας του ΕΚΠΑ. Χόμπυ της η ανάγνωση λογοτεχνικών βιβλίων και οι περίπατοι στην Αθήνα.