14.9 C
Athens
Παρασκευή, 19 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΔιακρίσεις λόγω γενετήσιου προσανατολισμού και Σύνταγμα

Διακρίσεις λόγω γενετήσιου προσανατολισμού και Σύνταγμα


Του Βασίλη Λ. Παπαγιαννίδη, 

«Όλοι όσοι βρίσκονται στην Ελληνική Επικράτεια απολαμβάνουν την απόλυτη προστασία της ζωής, της τιμής και της ελευθερίας τους, χωρίς διάκριση εθνικότητας, φυλής, γλώσσας και θρησκευτικών ή πολιτικών πεποιθήσεων».

Η εν λόγω δεύτερη παράγραφος του Άρθρου 5 του Συντάγματος έγινε αντικείμενο σφοδρών πολιτικών συγκρούσεων κατά το τελικό στάδιο της αναθεωρητικής διαδικασίας. Ήδη από τον περασμένο Ιανουάριο, η προτείνουσα Βουλή την είχε περιλάβει στις αναθεωρητέες διατάξεις, προσθέτοντας ρητά στους λόγους απαγορευμένων διακρίσεων τον γενετήσιο προσανατολισμό. Ωστόσο, κάτι τέτοιο δεν συνέβη τελικά, με αποτέλεσμα πολλοί να υποστηρίζουν ότι ολόκληρες κατηγορίες συμπολιτών μας παραμένουν απροστάτευτες.

Είναι, ωστόσο, όντως έτσι τα πράγματα; Πράγματι, υπάρχει μία τάση περιπτωσιολογικής προστασίας σε νομοθετικά κείμενα σε παγκόσμια κλίμακα, ειδικά όσον αφορά ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Είναι χαρακτηριστικό ότι πλήθος Συνταγμάτων ακολουθεί το συγκεκριμένο μοτίβο, ενώ πρωτίστως αυτό συναντάται στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) και στο Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΧΘΔΕΕ). Συγκεκριμένα, το Άρθρο 14 της ΕΣΔΑ ορίζει ότι «η χρήση των αναγνωριζόμενων στη Σύμβαση δικαιωμάτων και ελευθεριών πρέπει να εξασφαλιστεί ασχέτως διακρίσεως φύλου, φυλής, χρώματος, γλώσσας, θρησκείας, πολιτικών ή άλλων πεποιθήσεων, εθνικής ή κοινωνικής προέλευσης, συμμετοχής στην εθνική μειονότητα, περιουσίας, γέννησης ή άλλης κατάστασης». Ο δε ΧΘΔΕΕ στο άρθρο 24.1 ορίζει ότι: «απαγορεύεται κάθε διάκριση ιδίως λόγω φύλου, φυλής, χρώματος, εθνοτικής καταγωγής ή κοινωνικής προέλευσης, γενετικών χαρακτηριστικών, γλώσσας, θρησκείας ή πεποιθήσεων, πολιτικών φρονημάτων ή κάθε άλλης γνώμης, ιδιότητας μέλους εθνικής μειονότητας, περιουσίας, γέννησης, αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού».

Οι ως άνω διατάξεις αποτέλεσαν τα τελευταία χρόνια τις κύριες νομικές βάσεις για τη διεκδίκηση των δικαιωμάτων της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας, τόσο σε ευρωπαϊκό, όσο και σε εθνικό επίπεδο. Θεμελιώδες επιχείρημα υπήρξε ότι η αρχή της μη διάκρισης είναι εκείνη που θέτει κάθε όριο στην εκ μέρους του κράτους δυσμενή μεταχείριση ατόμων αποκλειστικά και μόνο επί τη βάσει του γενετήσιου προσανατολισμού τους. Σε ορισμένες, δε, περιπτώσεις καταλαμβάνει ακόμα και τις σχέσεις μεταξύ των ιδιωτών, αναπτύσσοντας τριτενέργεια πέρα από τα όρια της stricto sensu κρατικής άσκησης αρμοδιοτήτων. Η προστασία, μάλιστα, αυτή θεωρείται πληρέστερη λόγω της ειδικής αναφοράς στο συγκεκριμένο είδος δυσμενών διακρίσεων και της μη «επανάπαυσης» του νόμου στο επίπεδο των γενικών ρητρών.Τα σύγχρονα δεδομένα και η ταχεία εξέλιξη της κοινωνίας κατέστησε την προστασία των εν λόγω ατόμων μείζον ζήτημα, έτσι ώστε σήμερα να θεωρείται αδιανόητη κάθε διάκριση εναντίον προσώπων, επί τη βάσει θεμελιωδών στοιχείων της προσωπικότητάς τους. Στο πλαίσιο αυτό, αργά αλλά σταθερά βήματα έγιναν και στη χώρα μας, με αποτέλεσμα την επέκταση των ρυθμίσεων για το σύμφωνο συμβίωσης και στα ομόφυλα ζευγάρια το 2015. Δόθηκε, έτσι, για πρώτη φορά η δυνατότητα νομικής αναγνώρισης της μεταξύ τους σχέσης, καθώς και όλων των δικαιωμάτων που απορρέουν από αυτήν, εξομοιώνοντάς τα ως προς την προσωπική και περιουσιακή τους κατάσταση με κάθε άλλον κοινωνό. Ταυτόχρονα, οδήγησαν σε πιέσεις, έτσι ώστε ο ίδιος ο Καταστατικός Χάρτης της χώρας να τροποποιηθεί, για να περιλάβει ειδικά την απαγόρευση διάκρισης λόγω γενετήσιου προσανατολισμού στα θεμελιώδη δικαιώματα.

Προσωπικά, δέχομαι ως απολύτως λογικά όλα τα επιχειρήματα υπέρ της ρητής προστασίας. Είναι, άλλωστε, βασικό στοιχείο της προσωπικότητας κάθε ανθρώπου να επιλέγει ελεύθερα και ακώλυτα τον τρόπο της γενετήσιας έκφρασής του, δίχως να υπόκειται στο φόβο διακρίσεων.

Δεν αποδέχομαι, ωστόσο, ότι υπό το παρόν σύστημα η συγκεκριμένη κατηγορία προσώπων μένει νομικά απροστάτευτη. Συγκεκριμένα, το ίδιο το Σύνταγμα είναι εκείνο που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως νομική βάση για την προστασία έναντι των εξεταζόμενων διακρίσεων μέσω των γενικών ρητρών του στα άρθρα 2.1 και 4.1 περί σεβασμού της αξίας του ανθρώπου και της αρχής της ισότητας, αντίστοιχα. Πρόκειται για άρθρα που χρησιμεύουν στην καθημερινή δικαστηριακή πρακτική και έχουν αποδειχθεί ιδιαίτερα αποτελεσματικά για την προστασία των πολιτών, καθώς γεννούν δικαστικώς αγώγιμες αξιώσεις έναντι πρωτίστως του κράτους και δευτερευόντως έναντι ιδιωτών, στο μέτρο που η χρήση τους προσιδιάζει στη φύση των σχέσεων μεταξύ των τελευταίων.

Φυσικά, δεν πρέπει να παραβλέψουμε και την ακόλουθη παράμετρο. Το ελληνικό δίκαιο έχει ήδη προ πολλού εναρμονιστεί με το πρωτογενές και παράγωγο δίκαιο της ΕΕ μέσω του Άρθρου 28 και της ερμηνευτικής δήλωσης που το συνοδεύει. Επρόκειτο για ένα άρθρο που αποσκοπούσε στη διασφάλιση της ευρωπαϊκής πορείας της χώρας. Σύμφωνα με αυτό: «οι γενικά παραδεδεγμένοι κανόνες του διεθνούς δικαίου και οι διεθνείς συμβάσεις από την επικύρωσή τους αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του ελληνικού εσωτερικού δικαίου και υπερισχύουν κάθε αντίθετης διάταξης νόμου». Πράγματι, η αρχή της υπεροχής είναι θεμελιώδης αρχή του Δικαίου της ΕΕ, η οποία του απορρέει κατά βάση από την φύση της Ένωσης ως ιδιαίτερης έννομης τάξης. Πρακτικά, τα ως άνω αποτυπώνονται ως εξής στο επίπεδο της άμεσης προστασίας.

Όταν προκύπτει ζήτημα ερμηνείας ή εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης ενώπιον οποιουδήποτε ελληνικού δικαστηρίου, ο Έλληνας δικαστής, σε περίπτωση αμφισβήτησης, έχει σε πλείστες περιπτώσεις υποχρέωση να αναστείλει τη δίκη και να απευθύνει προδικαστικό ερώτημα στο δικαστήριο της Ένωσης (ΔΕΕ) κατά το άρθρο 267 ΣΛΕΕ. Αυτό με τη σειρά του θα ερμηνεύσει τη διάταξη, στην οποία αφορά το ερώτημα και θα δεσμεύσει τον εσωτερικό δικαστή ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή στη συγκεκριμένη περίπτωση. Η ερμηνεία σε ζητήματα διακρίσεων είναι πάγια και βασίζεται σε διατάξεις των Συνθηκών και σε γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης, των οποίων ο ρόλος στο συγκεκριμένο πεδίο είναι μεγάλος. Βάσει του ανωτέρω συλλογισμού, το Δικαστήριο θα απονείμει τελικά προστασία κατά της πιθανολογούμενης διάκρισης. Σημειωτέον ότι ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων έχει την ίδια υπερσυνταγματική ισχύ με τις Συνθήκες και θα αποτελέσει φυσικά και αυτός νομική βάση για την ερμηνεία και την απάντηση στο ερώτημα.

Το τελευταίο ζήτημα που τίθεται εν προκειμένω είναι το ακόλουθο: Τι σύνταγμα θέλουμε τελικά; Βασισμένο σε γενικές αρχές, εντός των οποίων να μπορούν να υπαχθούν περισσότερες περιπτώσεις προσώπων μέσω μίας διασταλτικής, δυναμικής ερμηνείας; Δηλαδή, ένα Σύνταγμα με διατάξεις απρόσωπες και γενικές, που όμως εξυπηρετούν τον χαρακτήρα του ως ανωτάτου νόμου του κράτους και στον οποίον υπάγονται όλοι σε ζητήματα προστασίας; Ή θα εντάξουμε στο Σύνταγμα διατάξεις συντεχνιακού χαρακτήρα, αλλοιώνοντας τη μορφή του ως απρόσωπου, όπως ένας καταστατικός χάρτης οφείλει να είναι; Κλίνω μεθοδολογικά προς την πρώτη επιλογή, καθώς διαφορετικά το Σύνταγμα κινδυνεύει να περικλείει συντεχνιακά συμφέροντα και κατά τούτο να καταλήξει να είναι μέρος του πολιτικού προγράμματος ενός κόμματος.Αυτή η προσέγγιση δεν είναι φυσικά κάτι το καινοφανές. Η ίδια απέχθεια προς την κομματικοποίηση του Σ διατρέχει το σύνολο των διατάξεών του και εντοπίζεται ιδίως, σε ζητήματα οικονομικής πολιτικής, στην οποία ο συμπληρωματικός χαρακτήρας των άρθρων 5 και 105 οριοθετεί απλώς το πλαίσιο, εντός του οποίου η εκάστοτε κυβερνητική πλειοψηφία δύναται να ασκεί οικονομική πολιτική, δίχως, όμως, να αλλοιώνει τα βασικά χαρακτηριστικά του καταστατικού χάρτη ως οικονομικά ουδετέρου κειμένου.

Συμπερασματικά, η αποτυχία της ρητής επέκτασης της προστασίας από διακρίσεις για λόγους αποκλειστικά γενετήσιου προσανατολισμού δεν αποκλείει αυτομάτως την προστασία σε άτομα εντασσόμενα στις θιγόμενες κατηγορίες. Τουναντίον, η θεμελίωση του Συντάγματός μας σε γενικές ρήτρες προστασίας, καθώς και η αναγνώριση της υπεροχής του Ενωσιακού Δικαίου αποτελούν εν προκειμένω ισχυρές δικλείδες ασφαλείας για την προστασία από σχετικές διακρίσεις. Ο διάλογος περί του Συντάγματος, που εν τέλει επιθυμούμε και αρμόζει σε ένα σύγχρονο κράτος, είναι εκείνος που τελικά ανακύπτει σε κάθε προσπάθεια αναθεώρησης και δίνει «τροφή» σε μεγάλης κλίμακας πολιτικές αντιπαραθέσεις.


Πηγές

Βασίλης Λ. Παπαγιαννίδης

Είναι νέος δικηγόρος, απόφοιτος της Νομικής Σχολής Αθηνών. Την παρούσα περίοδο πραγματοποιεί μεταπτυχιακές σπουδές στο Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο  Πανεπιστήμιο του Leiden της Ολλανδίας. Η εξελισσόμενη σχέση μεταξύ του Ενωσιακού και των εθνικών δικαίων, η οικονομική κρίση και η συμβολή της στην ολοκλήρωση της Νομισματικής Ένωσης ως σταδίου πλήρους επίτευξης της Κοινής Αγοράς αποτελούν τον πυρήνα των ενδιαφερόντων του. Η αντανάκλαση των παραπάνω παραγόντων στην έκταση προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και στην καθημερινότητα του Ευρωπαίου πολίτη τα καθιστούν μείζονος σημασίας ζητήματα τα οποία εξετάζει υπό την προσωπική του οπτική.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Σοφία Βογά
Σοφία Βογά
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1996, όπου και διαμένει μέχρι και σήμερα. Είναι απόφοιτος του Τμήματος Νομικής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, ήδη σήμερα δικηγόρος, ενώ πραγματοποιεί μεταπτυχιακές σπουδές με ειδίκευση στο Δημόσιο Δίκαιο στο Εθνικό και Καποδιαστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Μιλάει αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά και αραβικά, και στον ελεύθερό της χρόνο ασχολείται με την ανάγνωση βιβλίων κλασικής λογοτεχνίας, τη μουσική, τον κινηματογράφο και τη γυμναστική.