21.3 C
Athens
Τρίτη, 23 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΕυρώπηΣτη γκρίζα ζώνη του δικαίου

Στη γκρίζα ζώνη του δικαίου


Της Δέσποινας Κάντα, 

Πρόσφατα άνοιξε το ζήτημα της προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, προκειμένου να επιλυθούν τα προβλήματα που δημιουργούνται από τις προστριβές μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Είναι, όμως, το Διεθνές Δικαστήριο τρόπος επίλυσης που θα ικανοποιήσει τα ελληνικά συμφέροντα; Είναι έτοιμη η Ελλάδα να δεχτεί την απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου σε περίπτωση που τα πράγματα δεν πάνε όπως τα υπολογίζει; Αξίζει να σημειωθεί ότι το Διεθνές Δικαστήριο, ακριβώς επειδή ασχολείται με την εξισορρόπηση καταστάσεων και διέπεται από τις αρχές της διατήρησης της ειρήνης και της ασφάλειας, είναι εξαιρετικά πιθανό να ικανοποιήσει σε σημαντικό βαθμό τουρκικά συμφέροντα, προκειμένου να διατηρηθεί το λεγόμενο “peace and security” στην περιοχή της Μεσογείου. Στην πραγματικότητα, από πολλές απόψεις, δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι για την έκβαση της υπόθεσης σε περίπτωση που τελικά η πολιτική ηγεσία επιλέξει το δρόμο της δικαιοσύνης.

Επίσημη θέση της Ελλάδας, εδώ και χρόνια, είναι η επίλυση των ζητημάτων έχουν δημιουργηθεί με τη Τουρκία μέσω του Διεθνούς Δικαίου (άρα και της προσφυγής στη Χάγη). Αυτός είναι και ο λόγος που αρνείται να κάτσει σε τραπέζι διαπραγματεύσεων. Επειδή θεωρεί ότι δεν υπάρχει κάτι να διαπραγματευτεί. Αν η Τουρκία θεωρεί ότι έχει νομικά επιχειρήματα ως προς τις διεκδικήσεις της στο Αιγαίο, η Τουρκία πρέπει να ζητήσει προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο. Από τη στιγμή που είναι ξεκάθαρο πως τα επιχειρήματά της είναι νομικά αβάσιμα, μόνο όφελος θα είναι γι’ αυτήν να προσφύγει η ελληνική πλευρά. Ιδιαίτερα -από τη στιγμή που η ιστορία έχει αποδείξει πως έχουμε να κάνουμε με μια χώρα που δεν φαίνεται να λαμβάνει υπόψη της το Διεθνές Δίκαιο- και στο 100% να δικαιωθεί η Ελλάδα, η μη υιοθέτηση πολιτικών συμμόρφωσης πιθανότατα θα αποτελέσει απλά ένα ενδιάμεσο στάδιο στο “φαύλο κύκλο” του ελληνοτουρκικού. Πολιτική της Τουρκίας είναι να εξωθήσει την Ελλάδα στην αναζήτηση μιας λύσης, σύμφωνα με την οποία είτε θα δικαιωθεί ακόμα και στον ελάχιστο βαθμό η τουρκική πλευρά, είτε θα αποτελέσει (ανάλογα με την ερμηνεία που θα δώσει η Τουρκία) «ανάχωμα» για μελλοντικές διεκδικήσεις.    

Θυμόμαστε ότι σε συνάντηση του Τούρκου Προέδρου με τον τέως Πρωθυπουργό, Αλέξη Τσίπρα, ο πρώτος έθεσε -μεταξύ άλλων- ξεκάθαρο ζήτημα γκρίζων ζωνών. Στις απαιτήσεις αυτές, καθώς και σε άλλες, όπως ήταν η έκδοση των “8”, οι μουσουλμανικές μειονότητες κ.λπ. δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι δεν υπήρξε τότε ουσιαστική απάντηση από την ελληνική πλευρά, με αποτέλεσμα ο Ερντογάν να θεωρήσει πως δε θα βρεθεί αντιμέτωπος με σοβαρή εξωτερική πολιτική από την πλευρά της Ελλάδας. Οι δηλώσεις που ακολούθησαν άρμοζαν περισσότερο σε συμβιβαστικό προφίλ, στο πλαίσιο της ακολουθίας μιας πολιτικής κατευνασμού, οι οποίες όχι μόνο δεν φαίνεται να έδωσαν ισχυρό μήνυμα ενότητας και αποφασιστικότητας, αλλά αντίθετα να έδωσαν την εντύπωση  στην Τουρκία ότι είναι ικανή για περισσότερες διεκδικήσεις, για ακόμα πιο προκλητικές δηλώσεις και για τη χρήση ωμού εκβιασμού ως εξωτερική πολιτική εκ μέρους της. Μάλιστα, αξίζει να θυμηθούμε πως η Τουρκία προετοιμάζει καιρό το έδαφος για τις διεκδικήσεις αυτές, αφού όπως είχε δηλώσει τότε μέχρι το 2027 θα έχει στην κατοχή της έξι υποβρύχια που θα είναι έτοιμα να υπερασπιστούν τα “δικαιώματά” της στο Αιγαίο. Μικρές πιθανότητες δίνουμε για αντιμετώπιση της τουρκικής απειλής, όπως έγινε με την ελληνοτουρκική κρίση του ‘76. Κανείς δεν φαίνεται ότι θα δώσει σήμερα εντολή αντίστοιχη του ιστορικού “βυθίσατε το Χόρα”. 

Ο Ερντογάν αντιδρά θεωρώντας πλέον τα πάντα απειλή. Θεωρεί απειλή την πρόσφατη Συμφωνία για τον αγωγό του East Med, που σκοπό έχει την ενεργειακή αυτονόμηση της Ευρώπης. Σκοπός της υπογραφής αυτής της συμφωνίας είναι μεν η συνεργασία, αλλά εξετάζοντάς το σε διπλωματικό επίπεδο, σκοπός είναι επίσης να δώσει την εικόνα της ικανότητας της Ελλάδας να συνάψει ισχυρές συμμαχίες με τις γειτονικές χώρες. Έχοντας επί της ουσίας κατοχυρώσει κάποια δικαιώματα, λ.χ. με την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών μεταξύ Ελλάδας-Ιταλίας ή τη συνεργασία της Ελλάδας με άλλες χώρες, ισχυροποιείται η θέση της (και) σχετικά με τα ζητήματα που τίθενται από την πλευρά της Τουρκίας σχετικά με τις γκρίζες ζώνες και την εκμετάλλευση των τεμαχίων. 

Δύσκολα η προσφυγή στη Χάγη θα θεωρηθεί έξυπνη διπλωματική κίνηση. Αρχικά, έχουμε αποφασίσει ποια θα είναι τα ζητήματα που θα θέσουμε στο Διεθνές Δικαστήριο; Το γεγονός και μόνο της προσφυγής σε αυτό ενδεχομένως ερμηνευτεί ότι αναγνωρίζουμε πως τίθεται ζήτημα κυριαρχίας. Οι συχνές παραβιάσεις γινόταν πάντα και δύσκολα θα σταματήσουν να γίνονται, ακόμα και αν κάποτε ενταχθεί η Τουρκία στην Ευρωπαϊκή οικογένεια. Από τη στιγμή που δεν υπάρχει ουσιαστική εδαφική καταπάτηση, δεν έχει γίνει δηλαδή κανενός είδους εγκατάσταση εντός ελληνικών συνόρων, με την προσφυγή στη Χάγη αναγνωρίζουμε το ενδεχόμενο «συνδιαχείρισης». Η Χάγη τι θα πει; Σίγουρα δε θα πει «βρείτε τα μεταξύ σας», ούτε όμως θα ικανοποιήσει και τις ελληνικές θέσεις στον απόλυτο βαθμό. Παρά το γεγονός ότι αυτές οι θέσεις προκύπτουν από διεθνείς Συμφωνίες, θα είναι απίθανο να αποφανθεί το Διεθνές Δικαστήριο υπέρ της Ελλάδας στο 100%. Αξίζει, δε, να υπογραμμιστεί πως οι «γκρίζες ζώνες» ακόμα και αν δεν μας αρέσει είναι μια μορφή (συν)διαχείρισης. Ποιος εγγυάται ότι δε θα αποτελέσει την κύρια μορφή διαχείρισης και στην περίπτωση της προσφυγής στη Χάγη; Θα κοιτάξει να φέρει τη μέση λύση, ώστε να αποφευχθεί ένα πιθανό θερμό επεισόδιο, μια έκρηξη της τουρκικής πλευράς σχετικά με τα θέματα κυριαρχίας κ.α. Πιθανότατα, δε, θα θεωρήσει και “μικρό το κακό” από τη στιγμή που μιλάμε για -ασήμαντες για αυτήν- βραχονησίδες. Μια τέτοια πιθανή απόφαση ικανοποίησης, έστω και στον ελάχιστο βαθμό των τουρκικών απαιτήσεων, θα ισχυροποιήσει τη θέση της Τουρκίας γενικότερα, κυρίως το πρεστίζ του Τούρκου Προέδρου στο εσωτερικό της χώρας του και θα γραφτεί πιθανότητα στην ιστορία ως τεράστια “διπλωματική ήττα” της Ελλάδας. Ίσως τώρα τα media προβάλουν την εικόνα της διπλωματικής απομόνωσης της Τουρκίας από τη διεθνή πολιτική σκηνή. Κάτι τέτοιο, όμως, δε θα ισχύει αν η απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου ικανοποιήσει έστω και σε ποσοστό 1% τις τουρκικές απαιτήσεις στην περιοχή του Αιγαίου. Επίσης, είναι άτοπο να μιλάμε για σεβασμό προς το Διεθνές Δίκαιο από την πλευρά της Τουρκίας, αφού, όπως έχει αποδείξει η ιστορία, μικρή σημασία δίνει για το τι προβλέπεται από αυτό, καθώς και από άλλες Συμφωνίες, στις οποίες έχει βάλει την υπογραφή της η γείτονα χώρα. 

Στην πραγματικότητα, η προσφυγή στη Χάγη προτείνεται, επειδή η χρήση του νόμιμου δικαιώματος της Ελλάδας να αυξήσει τα ελληνικά χωρικά της ύδατα είναι ένα σενάριο που φοβόμαστε ότι θα θεωρηθεί casus belli. Και στις δύο περιπτώσεις υπάρχει τεράστιο ρίσκο. Ας μη ξεχνάμε ότι η Τουρκία ήδη απειλεί ανοιχτά με νέο κύμα προσφυγικών ροών. Μάλιστα, με απόφαση του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη και ανακοίνωση που ακολούθησε στις 22-12-2019 -προς απάντηση ίσως των παραπάνω απειλών- θα μπορεί να γίνεται ελεύθερη είσοδος και επανείσοδος πολιτών τρίτων χωρών στην Ελλάδα (εφόσον διαθέτουν τα απαραίτητα έγγραφα) από 01-01-2020 έως και 31-12-2020. Μπορεί να θεωρηθεί περισσότερο ένας τρόπος περιορισμού της παράνομης μετακίνησης, παρά της διαχείρισης του προσφυγικού/μεταναστευτικού. Ας ελπίσουμε ότι η πολιτική ηγεσία θα λάβει τη σωστή απόφαση τόσο σχετικά με την προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο, όσο και σχετικά με τη διαχείριση του προσφυγικού/μεταναστευτικού.  


Δέσποινα Κάντα

Είναι πολιτικός επιστήμονας, απόφοιτη του Πανεπιστημίου Κρήτης. Έχει ολοκληρώσει τις μεταπτυχιακές σπουδές της στη Διοίκηση Επιχειρήσεων και Ολικής Ποιότητας με Διεθνή Προσανατολισμό (MBA TQM Int.), του Πανεπιστημίου Πειραιά και το πρόγραμμα MA in Governance, του European Public Law Organization (EPLO), ως υπότροφη του Ελληνικού Οργανισμού Πολιτικών Επιστημόνων ΕΟΠΕ-HAPSc. Εργάζεται σε διοικητικές θέσεις και ως εξωτερικός συνεργάτης σε γραφεία συναφούς αντικειμένου των σπουδών της, με κύρια αντικείμενα το project management και το digital marketing. Στα άμεσα σχέδια της είναι η εκπόνηση ενός διδακτορικού και η ανάπτυξη του δικτύου συνεργατών της.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Δέσποινα Κάντα
Δέσποινα Κάντα
Είναι πολιτικός επιστήμονας, απόφοιτη του Πανεπιστημίου Κρήτης. Έχει ολοκληρώσει τις μεταπτυχιακές σπουδές της στη Διοίκηση Επιχειρήσεων και Ολικής Ποιότητας με Διεθνή Προσανατολισμό (MBA TQM Int.), του Πανεπιστημίου Πειραιά και το πρόγραμμα MA in Governance, του European Public Law Organization (EPLO), ως υπότροφη του Ελληνικού Οργανισμού Πολιτικών Επιστημόνων ΕΟΠΕ-HAPSc. Εργάζεται σε διοικητικές θέσεις και ως εξωτερικός συνεργάτης σε γραφεία συναφούς αντικειμένου των σπουδών της, με κύρια αντικείμενα το project management και το digital marketing. Στα άμεσα σχέδια της είναι η εκπόνηση ενός διδακτορικού και η ανάπτυξη του δικτύου συνεργατών της.