17.3 C
Athens
Παρασκευή, 29 Μαρτίου, 2024
ΑρχικήΙστορίαΟ πόλεμος των τριάντα ημερών: η ταπεινωτική ήττα των Ελλήνων το 1897

Ο πόλεμος των τριάντα ημερών: η ταπεινωτική ήττα των Ελλήνων το 1897


Της Σταυρούλας Τζιόρα,

Ο ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897, γνωστός και ως «Ατυχής Πόλεμος», αποτέλεσε μία αιματηρή πολεμική αναμέτρηση ανάμεσα στο Βασίλειο της Ελλάδας και την Οθωμανική Αυτοκρατορία, έπειτα από 67 χρόνια ανεξαρτησίας, στο πλαίσιο των εξεγέρσεων στην Κρήτη που στόχευαν στην ένωση της Μεγαλονήσου με το ελληνικό Βασίλειο.

Ο Θεόδωρος Δηλιγιάννης, που διετέλεσε πρωθυπουργός της Ελλάδας από το 1895, είχε να αντιμετωπίσει τη διαχείριση των οικονομικών προβλημάτων, έπειτα από την κήρυξη πτώχευσης του Χ. Τρικούπη το 1893, αλλά και τις πιέσεις στην Κρήτη, που βρισκόταν ακόμα υπό οθωμανικό ζυγό.

Η Μεγαλόνησος αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα από τα τέλη του 1880, καθώς οι Τούρκοι προσπαθούσαν να περιορίσουν τις ελευθερίες που είχε ορίσει η Σύμβαση της Χαλέπας, προκαλώντας εξεγέρσεις και αναταραχές στο νησί. Για να μειωθούν οι εντάσεις, οι Τούρκοι, τον Μάιο του 1895, διόρισαν ως κυβερνήτη του νησιού τον χριστιανό Καραθεοδωρή Πασά, ο οποίος ήρθε αντιμέτωπος με τη δυσαρέσκεια των Οθωμανών στο νησί, εξαιτίας της έντονης προθυμίας του να εφαρμοστεί η Σύμβαση. Η δυσαρέσκεια σύντομα εξελίχθηκε σε αναταραχή και ο Καραθεοδωρής οδηγήθηκε σε παραίτηση τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους. Τη θέση του πήρε ένας μωαμεθανός διοικητής, ο Τουρχάν Πασά, δημιουργώντας έντονες αντιδράσεις στην νήσο.

Κατά το προηγούμενο διάστημα, είχε ιδρυθεί τον Σεπτέμβριο στην Αθήνα η Εθνική Εταιρεία, η οποία βασίστηκε στην παλιά Φιλική Εταιρεία, και αποτελούσε έναν στρατιωτικό όμιλο. Η Εθνική Εταιρεία, την άνοιξη του 1896, αριθμούσε πενήντα έξι παραρτήματα κατά μήκος της Ελλάδας, αλλά και στο εξωτερικό. Τα μέλη της ξεπερνούσαν τις 3.000. Η Εταιρεία ασκούσε διαρκώς πιέσεις στον Δηλιγιάννη, ο οποίος δεν παρείχε καμία βοήθεια στους Κρητικούς.

Η Εταιρεία μεταβλήθηκε τελικά σε κράτος εν κράτει και οι δραστηριότητές της απλώθηκαν μέχρι την Ήπειρο και την Μακεδονία. Εκτός από την Εθνική Εταιρεία, οι χριστιανοί της Κρήτης, τον Σεπτέμβριο, είχαν ιδρύσει επιτροπή με ηγέτη τον Μανούσο Κούνδουρο. Η επιτροπή αυτή με τον διορισμό του Τουρχάν Πασά, μετατράπηκε σε επαναστατική συνέλευση και προμηθεύονταν όπλα και χρήματα από την Εταιρεία.

Υπό αυτές τις συνθήκες, στις 6 Μαΐου του 1896, η Κρητική Επιτροπή περικύκλωσε 1.600 Τούρκους στρατιώτες στον Βάμο. Σε αντίποινα, οι Τούρκοι κατέσφαξαν Έλληνες στην περιοχή των Χανίων. Στη συνέχεια, οι Τούρκοι άρχισαν να αποβιβάζουν νέα στρατεύματα στο νησί και ακολούθως, άρχισαν να καταφθάνουν από την Ελλάδα όπλα και εθελοντές. Σε αυτή την κίνηση δεν προέβη η κυβέρνηση, αλλά η Εταιρεία, που είχε να αντιμετωπίσει την αυξημένη φρούρηση στα σύνορα.

Οι εντάσεις δε μειώθηκαν καθ΄ όλη την διάρκεια του 1896, ενώ το 1897, έπειτα από δριμύτατες λαϊκές πιέσεις, ο Δηλιγιάννης έστειλε πλοία του στόλου στην Κρήτη. Η κίνηση αυτή ενθάρρυνε τα εξτρεμιστικά στοιχεία να υψώσουν την ελληνική σημαία στη Χαλέπα και να κηρύξουν την ένωση με την Ελλάδα. Στις 3 Φεβρουαρίου, οι Δυνάμεις αποβίβασαν αγήματα ναυτών, κήρυξαν τον αποκλεισμό του νησιού και κάλεσαν την Ελλάδα να αποσύρει τον στρατό της, ωστόσο οι Έλληνες δεν υπάκουσαν στην εντολή αυτή. Έπειτα από διαπραγματεύσεις ανάμεσα στις Μεγάλες Δυνάμεις, την Ελλάδα και την Τουρκία για την ειρήνευση του νησιού, οι Δυνάμεις κατέληξαν στον αποκλεισμό της Κρήτης στις 6 Μαρτίου και πέντε ημέρες αργότερα, αποβίβασαν 3.000 άνδρες στο νησί.

Το τελευταίο αυτό γεγονός έφερε τα πράγματα ένα βήμα πιο κοντά στην πολεμική αναμέτρηση. Τα εξτρεμιστικά στοιχεία και από τις δύο πλευρές προετοιμάζονταν για τον πόλεμο. Οι Έλληνες συγκέντρωναν τον στρατό στην Θεσσαλία και η Εταιρεία διοχέτευσε στη Μακεδονία τριάντα τέσσερις ένοπλες ομάδες ατάκτων. Ωστόσο, η διπλωματία που ασκούσαν οι Μεγάλες Δυνάμεις εμπόδιζε τη λήψη γρήγορων αποφάσεων, χωρίς η ίδια να είναι αποτελεσματική, αφού η απόφαση που έλαβαν περιορίστηκε απλώς στην προειδοποίηση Ελλήνων και Τούρκων πως ο επιτιθέμενος θα υποστεί τις συνέπειες.

Οι Γερμανοί ενθάρρυναν τον σουλτάνο, Αβδούλ Χαμίτ Β’, να ξεκινήσει τον πόλεμο, ενώ αντίθετα η Ρωσία και η Αυστρία δεν ήθελαν οι Σλάβοι να επέμβουν στην ελληνοτουρκική διαμάχη και έτσι η Σερβία, το Μαυροβούνιο και η Βουλγαρία τήρησαν αυστηρή ουδετερότητα.

Έπειτα από αρκετά επεισόδια, η Τουρκία επικαλείται παραβίαση συνόρων στη Θεσσαλία από αντάρτικες ομάδες και κηρύττει τον πόλεμο. Ο πόλεμος διεξήχθη στα ελληνοτουρκικά σύνορα στη Θεσσαλία. Οι Έλληνες ήταν ελλιπώς εφοδιασμένοι και με ανίκανη στρατιωτική ηγεσία, σε αντίθεση με τους άριστα οργανωμένους Τούρκους που είχαν εκπαιδευτεί από Γερμανούς αξιωματικούς.

Στις γραμμές των ελληνικών στρατευμάτων στη Λάρισα επικρατεί σύγχυση και τα στρατεύματα, χωρίς να είναι γνωστός ο λόγος, υποχωρούν. Οι Τούρκοι κατέλαβαν στις 13 Απριλίου τη Λάρισα. Στην Αθήνα, όταν έφτασε η είδηση της υποχώρησης, επικράτησε πανικός και ο βασιλιάς αντικατέστησε τον Δηλιγιάννη με τον Δημήτριο Ράλλη. Ο ελληνικός στρατός δε δύναται να ανταπεξέλθει σε αυτόν τον πόλεμο και συνεχώς οπισθοδρομεί. Η προσπάθεια επικράτησής του στο Βελεστίνο απεδείχθη μάταια και στις 26 Απριλίου, το καταλαμβάνουν οι Τούρκοι. Η κυβέρνηση Ράλλη αποσύρει τα στρατεύματα από την Κρήτη και ζητά τη μεσολάβηση των Μεγάλων Δυνάμεων. Με την παρέμβαση, λοιπόν, του τσάρου, Νικολάου Β’, υπογράφεται ανακωχή στις 8 Μαΐου.

Η Ελλάδα υποχρεώθηκε, σε αντίθεση με όσα ζητούσαν οι Τούρκοι, να καταβάλει αποζημίωση 4 εκατομμυρίων λιρών, ενώ προστέθηκαν στην Τουρκία μερικά τετραγωνικά χιλιόμετρα ελληνικού εδάφους. Υποβλήθηκαν σε Διεθνή Οικονομικό έλεγχο, διότι αναγκάσθηκαν να δανειστούν από τις Μεγάλες Δυνάμεις και να εκχωρήσουν πηγές των δημοσίων εσόδων στους πιστωτές, με αποτέλεσμα τη δημιουργία των περίφημων μονοπωλίων στα τσιγαρόχαρτα, το αλάτι, το πετρέλαιο, τον καπνό και τα σπίρτα που διατηρήθηκαν μέχρι και την είσοδο της χώρα στην ΕΟΚ, το 1981. Η Ελλάδα κινδύνευσε για μία ακόμα φορά να χάσει την ανεξαρτησία της και να πέσει στα χέρια των Τούρκων εξαιτίας κάποιων δημαγωγών και λαϊκιστών, οι οποίοι δε συλλογίστηκαν την άθλια οικονομική κατάσταση της χώρας, έπειτα από τη χρεοκοπία και την αδυναμία των πολιτών να σηκώσουν στις πλάτες τους τα βάρη της τεράστιας φορολογίας και της ανάγκης εκσυγχρονισμού του κράτους.


Σταυρούλα Τζιόρα

Γεννήθηκε το 1997 στα Ιωάννινα. Έχει ασχοληθεί με την ειδησεογραφία σε τοπικό ραδιοφωνικό σταθμό. Σήμερα είναι τελειόφοιτη του τμήματος Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ. Στον ελεύθερο της χρόνο ασχολείται με την ανάγνωση ιστορικών μυθιστορημάτων και την μουσική.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ