21.2 C
Athens
Πέμπτη, 25 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΣύμβολα του χριστιανισμού εντός αίθουσας δικαστηρίων. Επιτρεπτό;

Σύμβολα του χριστιανισμού εντός αίθουσας δικαστηρίων. Επιτρεπτό;


Της Αλεξάνδρας Οικονόμου,

Μια αίθουσα δικαστηρίου στην Ελλάδα, πέρα από το κρύο άσπρο χρώμα των τοίχων που την περιβάλλουν, έχει τοποθετημένη πίσω από την έδρα του δικαστηρίου την εικόνα του Χριστού και της Παναγίας. Η τελευταία αποτελεί το πιο χαρακτηριστικό σύμβολο του χριστιανισμού. Το ερώτημα που τίθεται είναι: Ποιο πρόβλημα δημιουργεί αυτό; Τι θα μπορούσε να προκαλέσει η τοποθέτηση της εικόνας πίσω από την έδρα του δικαστηρίου;

Κατά ακριβολογία, το ερώτημα ετέθη από αιτούντες, που προσέφυγαν στο ΣτΕ, παραπονούμενοι για το ζήτημα της αναγραφής του θρησκεύματος στο απολυτήριο λυκείου. Έθεσαν ως ισχυρισμό ότι η ύπαρξη συμβόλων που προδίδουν το θρήσκευμα αποτελεί παράβαση του δικαιώματος για δίκαιη δίκη (6 ΕΣΔΑ), της απαγόρευσης των διακρίσεων ειδικότερα λόγω θρησκεύματος (14 ΕΣΔΑ) και του άρθρου 13Σ, σχετικά με τη θρησκευτική ουδετερότητα.

Οι αιτούντες ισχυρίστηκαν ενώπιον του ΣτΕ, ότι το δικαστήριο δε μπορεί να είναι αμερόληπτο λόγω αυτών των συμβόλων, κι άρα ότι επηρεάζεται δυσμενώς η κρίση του κατά διαδίκου που δεν είναι χριστιανός ορθόδοξος. Έχει τονίσει το ΕΔΔΑ ότι ένα δικαστήριο δεν πρέπει μόνο να είναι αλλά και να φαίνεται αμερόληπτο. Ειδικότερα αναφέρει ότι: «Η δίκαιη δίκη προϋποθέτει την αμεροληψία και ανεξαρτησία του Δικαστηρίου όχι μόνον ως προς το ενδιάθετο φρόνημα των Δικαστών, αλλά και ως προς τα εξωτερικά στοιχεία της επιβαλλόμενης θρησκευτικής ουδετερότητας της αίθουσας, εντός της οποίας θα εκδικαστεί η υπόθεσή τους». Θα μπορούσε άραγε να θεωρήσει κανείς βάσιμο αυτό τον ισχυρισμό περί αμεροληψίας του δικαστηρίου; Τίθεται θέμα διάκρισης σε βάρος μη χριστιανών λόγω της εικόνας του Χριστού εντός της αίθουσας του δικαστηρίου;Η υπ’αριθμ. 71/2019 απόφαση του ΣτΕ, έκρινε με μειοψηφία τριών συμβούλων ότι δεν αποτελεί παράβαση του 6 ΕΣΔΑ η τοποθέτηση εικόνας εντός της αίθουσας. Η αιτιολογία της απόφασης διαρθρώνεται ως εξής:

Στο άρθρο 13Σ προστατεύεται τόσο η θετική όσο κι η αρνητική όψη της θρησκευτικής ελευθερίας. Ο καθένας μπορεί, από τη μια να εκφράζει ελεύθερα τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις, ενώ από την άλλη δεν υποχρεούται να εκδηλώσει με οποιοδήποτε τρόπο τη θρησκεία που πιστεύει. Πρόκειται, συνεπώς για δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Στην απόφαση τονίζεται ότι η περιεχόμενη στο άρθρο 3 αναφορά ότι: «Επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα είναι η θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού», απλώς διαπιστώνει και κατοχυρώνει ένα πραγματικό γεγονός, ότι δηλαδή το συντριπτικό ποσοστό των Ελλήνων πρεσβεύει τη χριστιανική ορθόδοξη πίστη. Το άρθρο, όμως, αυτό, δε στερείται και κανονιστικών συνεπειών, αφού η αναφορά αυτή συνεπάγεται την καθιέρωση κάποιων χριστιανικών εορτών ως επίσημων αργιών του κράτους.

Με το ίδιο σκεπτικό, υπογραμμίζει το ΣτΕ ότι μια από τις παραδοσιακά ακολουθούμενες πρακτικές είναι και η τοποθέτηση εικόνων στο εσωτερικό των δικαστικών αιθουσών. Πρόκειται για μια τακτική, που εφαρμόζεται κατά τρόπο ομοιόμορφο και σταθερό από τα χρόνια συγκρότησης του ελληνικού κράτους, έχει έντονα ιστορικό χαρακτήρα και εφαρμόζεται όχι μόνο εντός των δικαστηρίων κατά την εκδίκαση όλων ανεξαιρέτως των υποθέσεων, αλλά και σε άλλους δημόσιους χώρους (ενδεικτικά σχολεία, δημαρχεία).

Κατά την πλειοψηφήσασα άποψη, η χριστιανική εικόνα δεν είναι δυνατό να προκαλέσει από μόνη της βλάβη των δικαιωμάτων των διαδίκων, όπως επί παραδείγματι, παραβίαση των δικαιωμάτων τους ή επηρεασμό της κρίσεως και του φρονήματος των δικαστών και επομένως με κανένα τρόπο δε συνεπάγεται η ύπαρξη της εικόνας την κακή εκτίμηση των αποδείξεων από τη δικάζουσα σύνθεση ή τη μεροληπτική στάση του δικαστηρίου απέναντι σε μη χριστιανό διάδικο. Στην απόφαση υπογραμμίζεται ότι εναπόκειται στον Έλληνα νομοθέτη, αν θα απαγορεύσει με νόμο την ύπαρξη εικόνων από το εσωτερικό των δικαστικών αιθουσών. Επομένως, όσο η πρακτική αυτή ακολουθείται κατά τρόπο ομοιόμορφο και σταθερό, χωρίς να γίνεται καμία διάκριση, ανάλογα με τη φύση της εκδικαζόμενης υπόθεσης, ή ανάλογα με τις θρησκευτικές πεποιθήσεις των διαδίκων, δε μπορεί να γίνει λόγος για παραβίαση των άρθρων 6 και 14 ΕΣΔΑ.Κατά την άποψη της μειοψηφίας, συντελέστηκε παραβίαση των ως άνω αναφερόμενων άρθρων, αφού η συγκεκριμένη εκδικαζόμενη υπόθεση ήταν άμεσα συναρτημένη με τις θρησκευτικές πεποιθήσεις των διαδίκων, με αποτέλεσμα η ύπαρξη της χριστιανικής εικόνας να προδικάζει, έστω και κατά τρόπο έμμεσο, την κρίση του δικαστηρίου. Η κρίση αυτή της μειοψηφίας παρουσιάζει αρκετές αδυναμίες, καθώς μεροληψία και προκατάληψη μπορεί να υπάρχει σε κάθε δικαστική υπόθεση, ανεξάρτητα από τη φύση της εκδικαζόμενης διαφοράς ή από το πρόσωπο του διαδίκου. Η ύπαρξη της εικόνας δεν μπορεί να ασκήσει ουσιώδη επιρροή στη διαμόρφωση της άποψης των δικαστών, εξαιτίας του ότι η πίστη είναι κάτι το ενδόμυχο, το εσωτερικό και το προσωπικό και σε καμία περίπτωση δεν ταυτίζεται με μια απλή εικόνα, η οποία συνιστά απλώς το σύμβολο της πίστης. Ως εκ τούτου, η αφαίρεση των εικόνων από τις δικαστικές αίθουσες δεν εγγυάται την αμεροληψία κατά την κρίση του δικαστηρίου και φυσικά η ύπαρξή τους δε σημαίνει ότι οι δικαστές διατηρούν μεροληπτική στάση προς τους μη χριστιανούς διαδίκους. Σε κάθε περίπτωση, η πίστη στο ορθόδοξο ή σε οποιοδήποτε άλλο δόγμα δεν μπορεί να συνδεθεί με την άσκηση των καθηκόντων ενός δικαστή.

Συμπερασματικά, μια εικόνα που τοποθετείται πίσω από την έδρα ενός δικαστηρίου δε σηματοδοτεί μια μεροληπτική κρίση του δικαστηρίου απέναντι σε πρόσωπα που δεν ασπάζονται τον χριστιανισμό. Είναι μια πάγια τακτική που ακολουθείται λόγω του ότι η καθιερωμένη θρησκεία στην Ελλάδα είναι ο χριστιανισμός. Μόνο επί συνδρομής και άλλων στοιχείων και περιστάσεων ανά περίπτωση, θα μπορούσε να γίνει λόγος για μεροληψία και παράβαση της αρχής απαγόρευσης των διακρίσεων. Μόνο μια εικόνα δεν αρκεί, αφού όπως έλεγε και ο Αδαμάντιος Κοραής: «Οι δικαστές πρέπει να έχουν σαν οδηγό τα έθιμα, τα κείμενα και προπαντός τον ορθό λόγο».


Πηγές:
  • Ανδρέας Δημητρόπουλος, Οργάνωση και λειτουργία του κράτους, σελ. 748-749
  • ΣτΕ 194/87 περί θρησκευτικής ουδετερότητας
  • Σ. Βλαχόπουλος / Κ. Χρυσογονος, Ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα, σελ. 309-310

Αλεξάνδρα Οικονόμου

Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην πόλη της Πρέβεζας, όπου ολοκλήρωσε την δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Πλέον σπουδάζει στη Νομική του Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης. Γνωρίζει αγγλικά και γερμανικά.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Αλεξάνδρα Οικονόμου
Αλεξάνδρα Οικονόμου
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην πόλη της Πρέβεζας, όπου ολοκλήρωσε την δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Πλέον σπουδάζει στη Νομική του Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης. Γνωρίζει αγγλικά και γερμανικά.