16.1 C
Athens
Παρασκευή, 19 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΔάνειο σε ελβετικό φράγκο: ναι ή όχι;

Δάνειο σε ελβετικό φράγκο: ναι ή όχι;


Της Αλεξάνδρας Οικονόμου,

Πρόσφατα εξεδόθη  η απόφαση του ΑΠ για τις συμβάσεις δανείων που είχαν συναφθεί με αντάλλαγμα ξένο νόμισμα κι όχι ευρώ. Το κύριο χαρακτηριστικό των δανείων αυτών είναι ότι το κόστος δανεισμού καθίσταται αόριστο, όχι εξαιτίας της μεταβολής του επιτοκίου, αλλά λόγω της διακύμανσης του ίδιου του κεφαλαίου, που θα κληθεί να επιστρέψει ο δανειολήπτης. Εξαιτίας της μεταβολής της συναλλαγματικής ισοτιμίας ευρώ και ελβετικού φράγκου, το κεφάλαιο μεταβάλλεται από απρόβλεπτους για τον καταναλωτή παράγοντες. Η σύναψη των συμβάσεων αυτών έγινε στην Ελλάδα κυρίως τα έτη 2005-2008. Έως τότε, εξάλλου, η χώρα μας δεν αντιμετώπιζε προβλήματα οικονομικής κρίσης κι η ισοτιμία ευρώ κι ελβετικού φράγκου ήταν υπέρ των Ελλήνων δανειοληπτών. Από το 2008 κι έπειτα, όμως, η ισοτιμία του ευρώ με το ελβετικό φράγκο άλλαξε και πολλοί δανειολήπτες, αν και ήταν συνεπείς στην πληρωμή των δόσεων των δανείων τους, κατέληξαν να έχουν εξοφλήσει μικρότερο κεφάλαιο από ότι θα έπρεπε με βάση την προηγούμενη ισοτιμία. Με τα νέα αυτά δεδομένα, πολλοί αιφνιδιασμένοι πελάτες στράφηκαν στη δικαιοσύνη, ζητώντας έννομη προστασία.

Η πηγή του προβλήματος ήταν η εξής: Στις συμβάσεις δανείου υπήρχε όρος που έλεγε ότι ο δανειολήπτης έχει την ευχέρεια να αποπληρώσει το δάνειο είτε στο εγχώριο είτε στο αλλοδαπό νόμισμα βάσει της ισοτιμίας ξένου και εγχώριου νομίσματος κατά την ημερομηνία της αποπληρωμής. Συνεπώς, με τα νέα δεδομένα οι πελάτες που αποπλήρωναν τις δόσεις μετά το 2008, πλήρωναν παραπάνω και συνέχιζαν να οφείλουν περισσότερα από ότι πριν το 2008.

Οι αγωγές που έγιναν βασίζονταν στο άρθρο 2 παρ. 6 ν.2251/1994 για την προστασία του καταναλωτή και τον έλεγχο καταχρηστικότητας ΓΟΣ (γενικοί όροι συναλλαγών που προδιατυπώνονται από τις Τράπεζες). Με βάση τα κριτήρια που θέτει ο νόμος, τέτοιοι όροι, όπως αυτός της αποπληρωμής ελέγχονται, αν διαταράσσουν σημαντικά την ισορροπία δικαιωμάτων κι υποχρεώσεων των συμβαλλομένων βάσει των συνθηκών σύναψης, του είδους της συμφωνίας και της φύσης της παροχής.

Στην απόφασή του ο ΑΠ, προκειμένου να απορρίψει την αγωγή, που είχε ως αίτημα την κήρυξη άκυρου του όρου αυτού ως καταχρηστικού, επικαλέστηκε τα εξής επιχειρήματα:

  • Ο σχετικός με την αποπληρωμή όρος συνιστά επανάληψη της ρύθμισης του 291 ΑΚ κι άρα, ως δηλωτικός όρος, δε μπορεί να ελεγχθεί από τα δικαστήρια. Με άλλα λόγια, οι επιλογές του νομοθέτη δεν υπόκεινται σε έλεγχο καταχρηστικότητας αλλά μόνο συνταγματικότητας. Μη εφαρμογή ν.2251
  • Το ίδιο επιχείρημα προκύπτει και από την οδηγία 93/13/ΕΟΚ, η οποία εξαιρεί ρητά τέτοιους δηλωτικούς όρους. Θεωρείται από τον Ευρωπαίο νομοθέτη ότι όροι σύμβασης που είναι ταυτόχρονα και κανόνες δικαίου δε μπορεί να είναι καταχρηστικοί.
  • Ακόμα κι αν θεωρηθεί ότι ο όρος αυτός υπόκειται σε έλεγχο κι ακυρωθεί ως καταχρηστικός πάλι έχει εφαρμογή το άρθρο 291 ΑΚ ως ενδοτικό δίκαιο.

Η απόφαση αυτή του ανώτατου δικαστηρίου θα μπορούσε να γεννήσει ερωτήματα ως προς την ορθότητά της.

Πρώτον, κατά το 26 Σ, δεν επιτρέπεται τα δικαστήρια να ελέγχουν όρους ως καταχρηστικούς, εφόσον εμπεριέχουν κανόνα δικαίου. Ωστόσο, δε θα πρέπει να παραβλέψει κανείς ότι ένας κανόνας δικαίου εξυπηρετεί έναν σκοπό κι αναφέρεται σε αόριστο αριθμό προσώπων και περιπτώσεων. Αντίθετα, στο πλαίσιο μιας σύμβασης λαμβάνονται υπόψη τα δικαιολογημένα συμφέροντα του συγκεκριμένου αντισυμβαλλομένου. Ειδικά στην περίπτωση του 291ΑΚ, ο νομοθέτης ιστορικά ήθελε να διευκολύνει το εμπόριο που διεξαγόταν μεταξύ ενός Έλληνα κι ενός αλλοδαπού. Δίνει τη δυνατότητα αποπληρωμής με το εθνικό νόμισμα, προς διευκόλυνση του Έλληνα και για την προώθηση του εθνικού νομίσματος. Σε καμία περίπτωση ο νομοθέτης δεν έθεσε τη διάταξη για την περίπτωση σύμβασης δανείου που συμφωνείται σε ξένο νόμισμα. Συνεπώς, αν και η ρύθμιση επαναλαμβάνει το άρθρο 291 ΑΚ, εμπίπτει στον έλεγχο καταχρηστικότητας κατά το άρθρο 2 παρ. 6 ν. 2251/94.

Με την ίδια λογική, ακόμα κι αν ο όρος ακυρωθεί ως καταχρηστικός, δε σημαίνει βάσει της εικαζόμενης βούλησης των μερών ότι ισχύει το άρθρο 291 ΑΚ ως ενδοτικό δίκαιο. Για να εφαρμόσουμε το ενδοτικό δίκαιο, θα πρέπει τα μέρη να ήθελαν μια τέτοια ρύθμιση, πράγμα που πρέπει να διαπιστώνεται με βάση τα στοιχεία που προκύπτουν από την ίδια τη σύμβαση. Κάτι τέτοιο δε φαίνεται να προκύπτει από την υπό κρίση σύμβαση δανείου.

Δεύτερον, η οδηγία που μεταφέρεται με τον νόμο είναι ελάχιστης εναρμόνισης κι άρα ο εθνικός νομοθέτης δεν εμποδίζεται σε τίποτα να περιλάβει κι άλλες ρυθμίσεις στον έλεγχο καταχρηστικότητας κατά τον νόμο για την προστασία του καταναλωτή.

Παρατηρείται, λοιπόν, ότι και τα δύο επιχειρήματα που αναφέρει ο ΑΠ δε στηρίζονται σε σωστή ερμηνεία των διατάξεων, γεγονός που καταλήγει εις βάρος των καταναλωτών. Με άλλα λόγια, ο ΑΠ δικαιώνει τις τράπεζες που βρίσκονται σε συναλλακτική υπεροχή κι όχι τους απλούς πολίτες, που εν προκειμένω δε μπορούσαν να προβλέψουν τη μεγάλη οικονομική αλλαγή που επήλθε τα τελευταία χρόνια της κρίσης. Εκτός αυτού, στη συγκεκριμένη απόφαση γίνεται λόγος από τη μειοψηφία των μελών του δικαστηρίου και για παράβαση μιας βασικής αρχής, της αρχής της διαφάνειας. Κατά το πραγματικό, η τράπεζα μέσω των υπαλλήλων της, δεν είχε επισημάνει στους υποψήφιους δανειολήπτες τον κίνδυνο μεταβολής της ισοτιμίας ελβετικού φράγκου κι ευρώ, αλλά αντίθετα άφησε στο σκοτάδι τους καταναλωτές, παρουσιάζοντας τη σύναψη σύμβασης ως μια καλή «προσφορά».

Τέλος, οι τράπεζες γνώριζαν ότι οι Έλληνες καταναλωτές δεν είχαν και δε θα είχαν τη δυνατότητα να αποπληρώσουν το δάνειο σε ελβετικό φράγκο, όπως διαζευκτικά ορίζει η σύμβαση ως τρόπο αποπληρωμής. Το αποτέλεσμα είναι να βρίσκεται απροστάτευτος ένας καταναλωτής, που κατά τον χρόνο λήψης του δανείου -υπό την επιρροή της τράπεζας- συνήψε τη δανειακή σύμβαση προς στέγαση της οικογένειάς του, ενώ ταυτόχρονα δικαιώνεται η τράπεζα που ήταν σε θέση να γνωρίζει  τον κίνδυνο μεταβολής της σχέσης ισοτιμίας. Ας μην ξεχνάμε ότι τα δεδομένα ισοτιμίας ορίζονται από την ΕΚΤ με βάση δημοσιονομικά δελτία αναφοράς, τα οποία κοινοποιούνται στις τράπεζες κι επιπλέον αυτά τα νομικά πρόσωπα έχουν και πληθώρα νομικών συμβούλων που κατευθύνουν και σχεδιάζουν τα πρότυπα των συμβάσεων. Άλλο είναι, λοιπόν, το οπλοστάσιο της τράπεζας κι άλλο το οπλοστάσιο του πολίτη. Η μάχη είναι άνιση και δεν εξισώνεται ούτε μέσω της οδού της ελληνικής  δικαιοσύνης!


Αλεξάνδρα Οικονόμου

Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην πόλη της Πρέβεζας, όπου ολοκλήρωσε την δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Πλέον σπουδάζει στη Νομική του Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης. Γνωρίζει αγγλικά και γερμανικά.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Αλεξάνδρα Οικονόμου
Αλεξάνδρα Οικονόμου
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην πόλη της Πρέβεζας, όπου ολοκλήρωσε την δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Πλέον σπουδάζει στη Νομική του Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης. Γνωρίζει αγγλικά και γερμανικά.