20.3 C
Athens
Τετάρτη, 17 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΔιεθνήΑπό τις μελανές σελίδες της ιστορίας: Η Γενοκτονία στη Ρουάντα

Από τις μελανές σελίδες της ιστορίας: Η Γενοκτονία στη Ρουάντα


Της Μάγδας Τσόχα,

Η Ρουάντα, η ιστορία της και η εξέλιξη της διαμάχης

Κάθε χρόνο, την πρώτη εβδομάδα του Απρίλη, όλα τα δυτικά μέσα ενημέρωσης μας κατακλύζουν με ιστορίες και δηλώσεις «φόρους τιμής» για τη γενοκτονία της Ρουάντα, τη μεγαλύτερη, ίσως, γενοκτονία της Αφρικής μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, μια ανείπωτη τραγωδία, η οποία έμελλε να αλλάξει μια για πάντα την ιστορία της χώρας, αφήνοντας πίσω της περίπου 850.000 δολοφονημένους «Τούτσι». Το βράδυ της 6ης Απριλίου 1994, ο πρόεδρος της Ρουάντα και Αρχηγός του Επιτελείου του, Ζουβενάλ Χαμπιαρινάμα, ο Πρόεδρος του Μπουρουντί αλλά και Γάλλοι πιλότοι, δολοφονούνται όλοι πάνω από το Κιγκάλι με επίθεση εδάφους-αέρος στο προεδρικό τους τζετ.

Η δολοφονία αυτή υπήρξε η αφορμή για την έναρξη του «πολέμου» μεταξύ «Χούτου» και «Τούτσι», ο οποίος διήρκεσε έως τις 4 Ιουλίου του ίδιου χρόνου. Συνολική διάρκεια αυτού ήταν περίπου 100 ημέρες, οι οποίες ήταν αρκετές για να σκορπίσουν τον θάνατο σ’ όλη τη χώρα και να αποτελούν έως και σήμερα σημείο αναφοράς από τη «Δύση» για μια από τις βαρβαρότερες και μεγαλύτερες γενοκτονίες των τελευταίων τριάντα χρόνων.

Είναι γνωστή η πολύχρονη αποικιακή παρουσία στην Αφρική και τα οφέλη από την ανάπτυξη νέων δομών εκμετάλλευσης, οι οποίες αναπόφευκτα διαμόρφωναν τις σχέσεις με τους Ντόπιους. Η Ρουάντα, η χώρα που μνημονεύεται για την πλούσια βλάστησή της, ήταν τόπος με πληθυσμό κοινών πολιτισμικών καταβολών και εθίμων, θρησκευτικών δοξασιών και κοινής γλώσσας. Κατά τον 19ο αιώνα μια πιο ξεκάθαρη δομή της κοινωνικής μορφής αναδύθηκε, με τους περισσότερους κατοίκους ως αγρότες-καλλιεργητές και λιγότερους ως κτηνοτρόφους. Οι τελευταίοι, καθώς είχαν την ευγενή τύχη να έχουν στην κατοχή τους ζώα, αποτελούσαν τους «κοινωνικά ανώτερους» και πρακτικά πλουσιότερους.

Η κοινωνική ιεράρχηση παγιώθηκε, αποκτώντας σταθερότερα χαρακτηριστικά, με τους «Τούτσι» να βρίσκονται στην κορυφή της πυραμίδας ως ελίτ -οι πλούσιοι γαιοκτήμονες- και τους «Χούτου» να βρίσκονται στη βάση, παρά το γεγονός ότι αυτοί αποτελούσαν την πληθυσμιακή πλειοψηφία. Οι κοινωνικές αυτές διαφοροποιήσεις παγιώθηκαν ακόμη περισσότερο με την έλευση των αποικιοκρατών, αρχικά των Γερμανών και μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και των Βέλγων, ενώ ενισχύθηκαν περαιτέρω με τους αποικιοκράτες να δίνουν περισσότερα δικαιώματα στους «Τούτσι» και λιγότερα στους «Χούτου». Οι διαφοροποιήσεις μεταβάλλονταν ανάλογα με τους σχεδιασμούς των αποίκων, οι οποίοι εφάρμοζαν την τακτική του «διαίρει και βασίλευε»  και μάλιστα έφτασαν σε σημείο να εκδώσουν ειδικές ταυτότητες στους κατοίκους, στις οποίες αναγραφόταν η «φυλή» στην οποία ανήκαν.

Ως εκ τούτου, είναι ζωτικής σημασίας να κατανοήσουμε πως οι «Τούτσι» και οι «Χούτου» αποτελούν κοινωνικό-οικονομικές και κοινωνικό-πολιτικές κατηγορίες -κάστες- κι όχι φυλές, όπως θα λέγαμε για παράδειγμα «οι μπουρζουαζοί» και «οι προλετάριοι». Οι αποικιοκράτες ακόμη αργότερα εφάρμοζαν πρακτικές, όπως η μέτρηση του μεγέθους της μύτης ή άλλων χαρακτηριστικών, του ύψους, των διαστάσεων των κρανίων ή και της αξιολόγησης του χρώματος του δέρματος, ως λευκότερου ή πιο σκουρόχρωμου, προκειμένου να κατατάξουν τον καθένα στην αρμόζουσα κατηγορία, να αποφανθούν ποιος ήταν «Τούτσι» και ποιος «Χούτου.

Πριν, λοιπόν, και από την ιμπεριαλιστική κατοχή το 1890, οι βασιλιάδες «Τούτσι» κυβερνούσαν τη Ρουάντα-Μπουρούντι. Οι «Τούτσι», όπως προαναφέρθηκε ήταν μειοψηφία περίπου 20% του πληθυσμού και κυβερνούσαν το υπόλοιπο 80% των «Χούτου» με μεγάλη βία. Μετά το 1960 και με την ενίσχυση των Βέλγων, οι «Τούτσι» ήταν επισήμως όχι μόνο φορείς της εξουσίας αλλά και «ανώτεροι» σε όλα τα επίπεδα, χωρίς περιθώρια κοινωνικής κινητικότητας μεταξύ των δύο «ομάδων». Ένας λόγος, λοιπόν, που οι «Χούτου» μισούσαν τόσο πολύ τους «Τούτσι» ήταν πως αυτοί ασκούσαν εξουσία μέσω των Βέλγων, υποβιβάζοντας τους «Χούτου» σε πολίτες δεύτερης κατηγορίας και απαγορεύοντάς τους την πρόσβαση στην εκπαίδευση.

Ο λόγος που οι Βέλγοι κατείχαν τη Ρουάντα ως αποικία, ήταν ολοφάνερα οικονομικός, καθώς την αντιμετώπιζαν ως μία επιχείρηση παραγωγής καφέ. Κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα θεωρούσαν ότι οι αποικίες όφειλαν να δίνουν οικονομικό πλεόνασμα στη μητρόπολη. Όταν, όμως, αυτές έγιναν κατά κάποιο τρόπο περισσότερο ζημιογόνες παρά κερδοφόρες, δεν είχαν λόγο να συνεχίσουν την κατοχή τους και εφόσον πλέον η Ρουάντα θα γινόταν ανεξάρτητο κράτος άρχισαν να κάνουν αλλαγή φρουράς, προωθώντας τους «Χούτου» στις θέσεις εξουσίας, μάλλον αντιλαμβανόμενοι ότι το μελλοντικό κράτος, χωρίς τη δική τους βοήθεια, δε θα μπορούσε να κυβερνηθεί από τους «Τούτσι». Τη δεκαετία του 1950, μάλιστα, οι «Χούτου» ανέτρεψαν τη μοναρχία των «Τούτσι» στην επανάσταση του 1959-1960. Για τα επόμενα 30 χρόνια η Ρουάντα κυβερνείτο από «Χούτου» ενώ παράλληλα βρισκόταν υπό συνεχή επίθεση από ελίτ ανταρτών «Τούτσι».

Οι προεργασίες πριν και κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990 και το «ξέσπασμα» 

Οι «Χούτου» έλεγχαν την πρωτεύουσα Κιγκάλι, ενώ χιλιάδες από την ελίτ των «Τούτσι», άμεσα σχετιζόμενοι με την προηγούμενη εξουσία, έφυγαν πρόσφυγες στην Ουγκάντα, την Τανζανία, την Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική. Εκεί χωρίστηκαν στα δύο, με μία ομάδα να είναι υπέρ της συνεννόησης με την κυβέρνηση των «Χούτου» και μία να είναι υπέρ της δημιουργίας στρατού για εισβολή στη Ρουάντα. Το 1987 δημιουργήθηκε από τη διασπορά των «Τούτσι» προσφύγων στην Ουγκάντα ένα πολιτικό κόμμα, ονόματι Πατριωτικό Μέτωπο της Ρουάντα (Rwandan Patriotic Front/RPF), το οποίο αδιαφορούσε επιδεικτικά για τους «Τούτσι» που έμειναν πίσω, αποκαλώντας τους προδότες και συνεργάτες των «Χούτου». Ο Πρόεδρος από τους Χούτου, Ζουβενάλ Χαμπιαριμάνα, που κυβέρνησε τη Ρουάντα από το 1973 μέχρι τις 6 Απριλίου 1994, ανέλαβε την εξουσία με πραξικόπημα και με την υποστήριξη της Γαλλίας. Το Βέλγιο λεηλάτησε το Κογκό και την Ρουάντα-Μπουρούντι, αλλά η γαλλόφωνη ισχύς στην Αφρική ήταν τεράστια, βαθιά θεμελιωμένη και στρατιωτικά κτηνώδης. Το Πατριωτικό Μέτωπο της Ρουάντα (RPF) εξαπατούσε τους χωρικούς που έρχονταν σε συναντήσεις μόνο και μόνο για να τους εξολοθρεύει εν ψυχρώ.

Όταν οι αγγλόφωνοι «Τούτσι» προέλασαν μέσα στη Ρουάντα, στρατολόγησαν και δελέασαν τη νεολαία από τους «Τούτσι», για να παλέψουν για την «ελευθερία», πολλοί απ’ αυτούς βασανίστηκαν, σκοτώθηκαν, εξαφανίστηκαν, αλλά και πολλοί επιβίωσαν από την ένταξή τους στο Πατριωτικό Μέτωπο της Ρουάντα. Κι ενώ η δύναμη του Πατριωτικού Μετώπου της Ρουάντα (RPF) μεγάλωνε μέρα με τη μέρα, με εφοδιασμούς από την Ουγκάντα και χρηματοδότηση από την Παγκόσμια Τράπεζα, η κυβέρνηση του Χαμπιαριμάνα βρισκόταν υπό επίθεση απ’ όλα τα μέτωπα, δεμένη χειροπόδαρα από το χρέος, το εμπάργκο όπλων, δαιμονοποιημένη από τον διεθνή τύπο, τους ανθρωπιστές και την παγκόσμια κοινή γνώμη.

Στο μεταξύ, ακριβώς δίπλα στο Μπουρούντι, το καθεστώς που αποτελούταν από την ελίτ των «Τούτσι» διέπραξε μια γενοκτονία το 1972: περίπου 200.000 με 300.000 άνθρωποι, οι περισσότεροι Χούτου, βιάστηκαν, βασανίστηκαν και σφαγιάστηκαν, ενώ εκατοντάδες χιλιάδες διέφυγαν στις γειτονικές χώρες, μεταξύ των οποίων και η Ρουάντα. Στα πλαίσια αυτά, η ελίτ των Χούτου άρχισε να αποσυντίθεται από τις εσωτερικές της έριδες και το 1992 υπέγραψε τη συμφωνία της Αρούσα απευθείας με τους Τούτσι, όπου και συμφωνήθηκε να γίνει μοίρασμα της εξουσίας μεταξύ των δύο φυλών. Η εξέλιξη αυτή οδήγησε τους ακραίους Χούτου να μιλήσουν για προδοσία και ουσιαστικά να υπάρξει ρήξη μεταξύ του προέδρου και της υπόλοιπης κυβέρνησης. Το σημείο αρχής της γενοκτονίας ήταν φυσικά ο θάνατος του προέδρου των Χούτου της Ρουάντα. Κανείς δεν είναι σίγουρος ακόμη και σήμερα ποιος έριξε το αεροπλάνο, αφού οι μεν κατηγορούν τους δε.

Οι Τούτσι ισχυρίστηκαν ότι ήταν προβοκάτσια για να ξεσπάσει η γενοκτονία και οι Χούτου ότι ο Πρόεδρος δολοφονήθηκε από τους Τούτσι στο πλαίσιο του εμφυλίου. Τα δυτικά μέσα σύντομα άρχισαν να περιγράφουν αυτήν την πράξη τρομοκρατίας ως «μια μυστηριώδη πτώση αεροπλάνου» και χρησιμοποιώντας και την ισχύουσα πια αντίστροφη εκδοχή, που ορίζει τους «Τούτσι» ως θύματα και τους «Χούτου» ως φονιάδες, καθώς η διπλή Προεδρική δολοφονία αποδόθηκε στους Χούτου “εξτρεμιστές”. Οι Ηνωμένες Πολιτείες εμπόδισαν κάθε προσπάθεια να διερευνηθεί η «πτώση αεροπλάνου» και το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο για τη Ρουάντα (ICΤR), υποβάθμισε οποιοδήποτε στοιχείο προέκυπτε, μέχρι που απέλυε και οποιονδήποτε αξιωματούχο πλησίαζε πολύ την αλήθεια.

Η γενοκτονία καθεαυτή

Και πριν τον θάνατο του προέδρου, οι ματσέτες (παραδοσιακό αφρικάνικο μαχαίρι που χρησιμοποιείται για το κόψιμο βλάστησης στη ζούγκλα) ήδη ακονίζονταν στη Ρουάντα. Τα ΜΜΕ της εποχής ήταν ελάχιστα και αλλιώτικα σε σχέση φυσικά με τον δυτικό κόσμο, όμως το περιοδικό Kangura και οι ραδιοφωνικοί σταθμοί που ανήκαν στις παραστρατιωτικές ομάδες των Χούτου, είχαν ξεκινήσει εκστρατεία μίσους. Το “Kangura” που σημαίνει «Ξύπνα» από το 1990 θεωρούσε αισχρούς προδότες όσους συναναστρέφονταν «Τούτσι», ενώ το 1991 κάλεσε ανοιχτά τους «Χούτου» σε εξόντωση των πρώτων. Το ραδιόφωνο RTLM, από την άλλη, καθ’ όλη τη διάρκεια της γενοκτονίας αλλά και πριν, ξεκίνησε να τους αποκαλεί «κατσαρίδες». Σταδιακά άρχισε να προτρέπει τους απλούς ανθρώπους να δολοφονήσουν τους γείτονές τους και να πάρουν την περιουσία τους. Το ραδιόφωνο, από την άλλη μεριά, ήταν αυτό που βοήθησε περισσότερο να ξεσπάσει το μίσος για τους «Τούτσι».

Η Ρουάντα δεν είχε τηλεόραση και οι κάτοικοί της δεν ήξεραν να διαβάζουν, οπότε το ραδιόφωνο είχε τη μεγαλύτερη επιρροή στους στρατιώτες. Κάποιες μελέτες υπολογίζουν ότι στις περιοχές όπου το RTLM μετέδιδε κανονικά, οι θάνατοι ήταν πάνω από 50% περισσότεροι από ότι στις υπόλοιπες. Άλλο ένα σύνθημα, το οποίο είχε διαρρεύσει από τα μέσα της εποχής, ήταν το “Cut the tall trees” δηλαδή «κόψτε τα ψηλά δέντρα», έδινε το «πάμε» για τον απόλυτο τρόμο. Με τις λέξεις «ψηλά δέντρα» νοούνταν οι θεωρούμενοι ψηλοί Τούτσι. Έτσι, δίνονταν οι οδηγίες από τον ραδιοφωνικό σταθμό Radio RTLMC (Radio Television Libre des Mille Collines) προς τις συμμορίες που δολοφονούσαν μαζικά μέλη της φυλής των Τούτσι και μετριοπαθείς Χούτου. Οι γυναίκες και τα παιδιά αποτελούσαν κύριους στόχους, επειδή έτσι θεωρητικά θα σταματούσε και η συνέχεια της φυλής των «Τούτσι». Τελικά οι «Τούτσι» κέρδισαν τον πόλεμο και ο πρόεδρος της Ρουάντα ακόμη και σήμερα είναι ο Πωλ Καγκάμε, ο αρχηγός των δυνάμεων του RPF τότε. Η Ρουάντα έχει δύο γιορτές για τη γενοκτονία, τόσο την αρχή της στις 7 Απριλίου, όσο και το τέλος της στις 15 Ιουλίου.

Η στάση της «Δύσης» κατά τη διάρκεια της γενοκτονίας 

Ενώ η σφαγή συνεχιζόταν επί 100 μέρες, οι δυτικές δυνάμεις, η διεθνής κοινότητα και τα δυτικά ΜΜΕ, εν πολλοίς, σιώπησαν. Οι δυνάμεις του RPF επί 100 μέρες προωθούνταν συνεχώς μέσα στη Ρουάντα μέχρι που τον Ιούλιο έφτασαν στην πρωτεύουσα. Σε αυτούς τους τρεις μήνες ωστόσο, 800.000 άνθρωποι πέθαναν και όλη η «διεθνής κοινότητα» έκανε πως δεν ήξερε τι συνέβαινε στη Ρουάντα. Οι λόγοι της μη επέμβασης ήταν ότι ενώ ο ΟΗΕ είχε πάρει αποφάσεις, είχε στείλει κυανόκρανους στη Ρουάντα σε αριθμούς που επ’ ουδενί δεν αρκούσαν για να διατηρήσουν την τάξη. Ο στρατηγός Νταλαίρ με το ξεκίνημα της γενοκτονίας ζήτησε επιπλέον 5.000 άνδρες, προκειμένου να την αποτρέψει αλλά αντ’ αυτού ο ΟΗΕ απέσυρε και τα ήδη υπάρχοντα στρατεύματα. Οι Βέλγοι στρατιώτες που είχαν σταλεί ως μέλη της UNAMIR (οι κυανόκρανοι του ΟΗΕ) είχαν ως στόχο να προστατεύσουν τους Βέλγους υπηκόους, στοχοποιήθηκαν και θανατώθηκαν κατευθείαν από τις δυνάμεις των Χούτου. Ο σκοπός ήταν να αποτραβηχτούν οι δυνάμεις αυτές, πράγμα το οποίο έγινε μετά τις πρώτες 10 απώλειες Βέλγων στρατιωτών (ως γνωστόν οι κυανόκρανοι του ΟΗΕ παραχωρούνται από τις ένοπλες δυνάμεις των κρατών και αποτραβιούνται επίσης εθελοντικά).

Ο πιο σημαντικός λόγος που κανείς δεν ασχολήθηκε με την γενοκτονία διεθνώς, ήταν ότι η Ρουάντα δεν είχε να προσφέρει τίποτα το φοβερό σε μία ξένη δύναμη, καθώς είναι μία χώρα με πληθυσμό σαν της Ελλάδας αλλά με έκταση ίση με το 1/5 αυτής (η Πελοπόννησος είναι 21.000 τ.χλμ. και η Ρουάντα 26.000 τ.χλμ.), χωρίς ιδιαίτερες πλουτοπαραγωγικές πηγές. Οι γειτονικές χώρες δεν είχαν τη δυνατότητα να επέμβουν, ενώ οι μεγάλες δυνάμεις δεν είχαν το κίνητρο, αφού δεν είχαν όφελος να ασχοληθούν με μία περιοχή, όπως η Ρουάντα. Τα μεγάλα κράτη κατηγορήθηκαν για αδιαφορία και εγκληματική ευθύνη για την εξάπλωση της αιματοχυσίας, ενώ μέχρι και σήμερα η κάθε αναφορά στη «σφαγή» στη Ρουάντα είναι συνώνυμο της αποτρόπαια σκληρής στάσης της «Δύσης», η οποία παρέμεινε εντελώς αδρανής.

Τέλος, επειδή πιστεύω πως σας κούρασα και κακοκάρδισα αρκετά με πολλές λεπτομέρειες μιας ανατριχιαστικής ιστορίας, επιτρέψτε μου να συστήσω για όσους έχουν γερό στομάχι την ταινία “Hotel Rwanda” παραγωγής 2004, σε σκηνοθεσία του Terry George. Μια αληθινή ιστορία για όσους θέλουν να έχουν μια πολύ σαφέστερη εικόνα για τα γεγονότα.


Μάγδα Τσόχα

Γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη αλλά πλέον σπουδάζει στην Αθήνα, στο τμήμα Διεθνών, Ευρωπαϊκών και Περιφερειακών Σπουδών του Παντείου Πανεπιστημίου Αθηνών. Απολαμβάνει τη συμμετοχή σε συνέδρια προσομοίωσης του ΟΗΕ, τον εθελοντισμό και τα προγράμματα εκμάθησης σε χώρες εξωτερικού.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ