20.8 C
Athens
Παρασκευή, 19 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΨήφος εκτός Επικρατείας: συνταγματικό δικαίωμα ή πολιτική υποχρέωση;

Ψήφος εκτός Επικρατείας: συνταγματικό δικαίωμα ή πολιτική υποχρέωση;


Της Αιμιλίας Γανταδάκη,

Ελλάδα εν έτει 2019.

Αλλαγή Κυβέρνησης και πολιτική μεταρρύθμιση. Ευθύς αμέσως, νέα θέματα τίθενται επί τάπητος και απασχολούν την επικαιρότητα. Ένα από αυτά είναι και η συζήτηση για την ψήφο του αποδήμου ελληνισμού, πολιτών δηλαδή με ελληνική ιθαγένεια που διαθέτουν το δικαίωμα του εκλέγειν, λόγω όμως της διαμονής τους στο εξωτερικό, καθίσταται δυσχερής η ad hoc μεταφορά τους εν Ελλάδι με αποκλειστικό σκοπό να «ρίξουν το βόλι» στις κάλπες. Αξίζει να σημειωθεί ότι η πολιτική ηγεσία ανέκαθεν είχε εκφράσει ενθαρρυντική στάση υπέρ της εν λόγω διευκόλυνσης, δεσμευόμενη να επιδιώξει όχι μόνο την κατοχύρωση της ισοδυναμίας αυτής της ψήφου, αλλά και τη δυνατότητα εξ αποστάσεως συμμετοχής στην εκλογική διαδικασία.

Σε ό,τι αφορά το ελληνικό Σύνταγμα, με βάση το άρθρο 51 παρ. 4 του Συντάγματος (Σ) καθίσταται σαφές ότι υπάρχει δυνατότητα πρόβλεψης -με νομοθετική πρωτοβουλία- άσκησης του εκλογικού δικαιώματος και εκτός Επικράτειας και μάλιστα με επιστολική -ή άλλου είδους- ψήφο και δίχως να παρακωλύεται η αρχή της ταυτόχρονης διεξαγωγής των εκλογών. Διχάζει, ωστόσο, ακόμη και σήμερα η ερμηνεία της πραγματικής βούλησης του συντακτικού νομοθέτη, δεδομένου ότι από τη μια πλευρά η επίτευξη της αυξημένης πλειοψηφίας των 2/3 για την έκδοση σχετικού νόμου αποτελεί ένα ομολογουμένως δύσκολο εγχείρημα, ενώ από την άλλη πλευρά η προταθείσα διάταξη κατά τη συνταγματική αναθεώρηση έδειχνε αρχικά να μην περιλαμβάνει τέτοιους περιορισμούς. Το κρίσιμο ζήτημα, βέβαια, είναι εάν με βάση το γράμμα και το πνεύμα της διάταξης, απορρέει εκ του Συντάγματος δικαίωμα του εκάστοτε Έλληνα ομογενή να συμμετάσχει στην εκλογική διαδικασία τοιουτοτρόπως.

Το ζήτημα ετέθη μόλις το 2007 με την υπόθεση Σιταρόπουλος και Γιακουμόπουλος κατά Ελλάδος, όταν οι εν λόγω κύριοι, όντες υπάλληλοι του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στο Στρασβούργο, προσέφυγαν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), καταγγέλλοντας την άρνηση των προξενικών αρχών να δεχθούν τη συμμετοχή τους στην τότε εκλογική διαδικασία και ελλείψει σχετικού νόμου, επικαλέστηκαν παραβίαση της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) από πλευράς της Ελλάδος. Η υπόθεση δίχασε το ΕΔΔΑ, με το τελευταίο να βρίσκεται στη διελκυστίνδα μεταξύ των δύο πόλων. Έτσι, το μεν πρώτο Τμήμα δικαίωσε τους προσφεύγοντες, προβαίνοντας σε μια συγκριτική μελέτη όλων των κρατών που παρέχουν στους αποδήμους πολίτες τους αυτή τη διευκόλυνση και διαπίστωσε ότι πράγματι παραβιάζονται η αρχή της ισότητας και το δικαίωμα σε ελεύθερες εκλογές (αρ. 3 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ). Στη συνέχεια, όμως, το Τμήμα Ευρείας Συνθέσεως ανέτρεψε τη δομημένη πυραμίδα του πρώτου Τμήματος και απεφάνθη κατά της σχετικής παραβιάσεως.

Ευρισκόμενο σε εξαιρετική αμηχανία το ΕΔΔΑ, όταν πρόκειται για υπόθεση με έντονη πολιτική χροιά αναγόμενη στον σκληρό πυρήνα της κρατικής δομής και λειτουργίας (όπως κατ’ εξοχήν οι εθνικές εκλογές) διακρίνεται από εγκράτεια και συχνά καταφεύγει σε λεπτούς ελιγμούς, ώστε να μη θεωρηθεί ότι παρεμβαίνει αθέμιτα σε «εθνικά ύδατα». Έτσι και εδώ, χωρίς να προβεί σε περαιτέρω ανάλυση του δικαιώματος για ελεύθερες εκλογές, κοντοστάθηκε μονάχα στην ερμηνεία του αρ. 51 παρ. 4 Σ, για να καταλήξει -πρωτοφανώς για τα δεδομένα του- στο αμάχητο τεκμήριο ότι η παραμονή των Ελλήνων στο εξωτερικό έχει οδηγήσει σε απίσχνανση των δεσμών τους με την ημετέρα πατρίδα και πάντως ότι το κράτος δεν υποχρεούται ούτε δύναται να εξαναγκασθεί να νομοθετήσει υπέρ της σχετικής διευκόλυνσης. Δοκιμάζοντας έτσι την έκταση της εξουσίας μιας υπερεθνικής δομής σε ρόλο «διαιτητή», θα έλεγε κανείς πως περισσότερο θόλωσε το τοπίο ως προς τα επιτρεπτά όρια, ενισχύθηκε, όμως, ο ελληνικός επιστημονικός διάλογος γύρω από το θέμα.

Θιασώτες της μη αναγκαιότητας της ψήφου των εκτός Επικρατείας εστιάζουν κυρίως την επιχειρηματολογία τους σε δύο σημεία, μεταξύ τους αλληλοσυνδεόμενα. Πρώτον, ότι όλη η μερίδα της ομογένειας έχει πλέον απωλέσει τους δεσμούς της με την χώρα λόγω της εγκατάστασης, διαμονής και πλήρους προσαρμογής σε ένα νέο πλέον κράτος. Δεύτερον, και ως αποτέλεσμα του πρώτου, το εκλογικό αποτέλεσμα αλλοιώνεται, δεδομένου ότι οι Έλληνες της Διασποράς θα ψηφίζουν ανάλογα με τα δικά τους εκάστοτε κριτήρια, που δεν είναι απαραίτητο να συνυφαίνονται με το ελληνικό δημόσιο συμφέρον. Δηλαδή, «με ποιο δικαίωμα να καθορίζεται το μέλλον της χώρας και από πολίτες που ουδένα ενδιαφέρον θα μπορούσαν να έχουν για αυτό και ουδεμία επιρροή ασκούν από μακριά στα πολιτικά της πράγματα;» νιώθω να διατρανώνουν στο αυτί μου μαζικά. Η απάντηση καταφτάνει σαν πέλεκυς.

Σε ό,τι αφορά τον πρώτο ισχυρισμό, θα ήταν εσφαλμένο -αν όχι υποτιμητικό- να υποστηρίζει κανείς πως η παραμονή στο εξωτερικό είναι αρκετή για να αποκόψει τους δεσμούς ενός Έλληνα με την πατρίδα του. Φυσικά, η ελληνική ομογένεια συνιστά ένα σύνθετο μείγμα διαφορετικών κύκλων ανθρώπων: του Έλληνα που έφυγε ως οικονομικός μετανάστης για καλύτερες συνθήκες διαβίωσης, του επιχειρηματία, που μη βλέποντας φιλοεπενδυτικό περιβάλλον στη χώρα, στράφηκε έξω, του επιστήμονα που αναζήτησε μετεκπαίδευση σε Πανεπιστήμια άλλων χωρών κτλ. Σε μια εποχή που ιδίως το brain drain «θερίζει» στη χώρα μας, προβάλλει πρωτίστως ως εθνική ανάγκη να παρασχεθούν κίνητρα για μελλοντικό επαναπατρισμό σε έναν κύκλο πολιτών, τους οποίους εκ των πραγμάτων το μέλλον της χώρας, τους αφορά περισσότερο από τον καθένα. Το έωλο επιχείρημα ότι οι Έλληνες του εξωτερικού δε μπορεί να έχουν λόγο για τα τεκταινόμενα στη χώρα είναι αυτοκαταστροφικό. Και τούτο, διότι οι άνθρωποι αυτοί, όχι απλά διατηρούν νωπές τις μνήμες της πατρίδας αλλά, καταρχήν, επιθυμούν την επιστροφή τους στη χώρα, υπό όρους που θα εγγυώνται την αξιοπρεπή τους διαβίωση και την απορρόφησή τους, με κριτήρια αξιοκρατικά και δημιουργικά.

Επιπλέον, αν κάνει κανείς μια συγκριτική μελέτη στα υπόλοιπα ευρωπαϊκά κράτη, θα παρατηρήσει ότι λίγα μόνο έχουν παραλείψει να προβούν στη σχετική ρύθμιση[1]. Στα περισσότερα, ο θεσμός ισχύει με τη μορφή της επιστολικής ψήφου ή της ψήφου σε Προξενεία, ενώ σε τρεις μόλις χώρες (Ολλανδία, Ελβετία και Εσθονία) υπάρχει πρόβλεψη και για ηλεκτρονική ψήφο. Αν και αυτή η εικόνα φαντάζει να απέχει μίλια μακριά από την ελληνική πραγματικότητα, θα έπρεπε ίσως ακόμη και οι πιο δύσπιστοι να υποχωρήσουν στο όνομα της παγκοσμιοποίησης των σύγχρονων κοινωνιών και της ψηφιοποίησης των περισσοτέρων συστημάτων κρατικής Διοίκησης.

Εν προκειμένω, δεν τίθεται όμως μόνο το ζήτημα ανάγκης να συμβαδίζει η χώρα με τα διεθνή ρεύματα, αλλά και το ζήτημα της συμβατότητας προς το πνεύμα μιας γνήσιας Δημοκρατίας, που σέβεται και δεν καταπατά τα δικαιώματα όσων φέρουν την ελληνική ιθαγένεια. Διότι στη Δημοκρατία η ψήφος του λαού, είτε βρίσκεται εντός επικράτειας είτε εκτός, ως ύψιστη έκφραση της βούλησής του, θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να λαμβάνεται υπόψη. Διαφορετικά, τότε (!) είναι που αλλοιώνεται στην ουσία του το εκλογικό αποτέλεσμα. Η πολιτική βούληση, ωστόσο, είναι αυτή που έχει τον τελευταίο λόγο και που, παραγκωνίζοντας πολιτικούς καιροσκοπισμούς, θα πρέπει να βρεθεί.

Εν κατακλείδι, 44 χρόνια μετά τη θέσπισή της, η κρίσιμη συνταγματική διάταξη παραμένει ανεφάρμοστη. Αυτό φυσικά δε σημαίνει ότι το Σ 51 παρ.4 από μόνο του και χωρίς την έκδοση του προβλεπόμενου νόμου γεννά δικαίωμα προς διευκόλυνση, πέρα από δικαίωμα ψήφου. Κι αυτό διότι δε νοείται δικαίωμα που να τίθεται υπό την αίρεση της πλειοψηφίας. Είναι άλλο θέμα η βούληση του νομοθέτη και άλλο εάν αυτή κατά τη γνώμη μας δεν είναι ορθή. Για όλους, όμως, τους προαναφερθέντες λόγους η Ελλάδα έχει χρέος αμετάθετο, όχι μόνο να άρει κάθε εμπόδιο επιστροφής των ομογενών, αλλά και με θετικά μέτρα να καλλιεργεί τις απαραίτητες συνθήκες της εκ νέου ενσωμάτωσής τους στην κοινωνία. Όχι μόνο διότι αυτό επιβάλλει το Σύνταγμα (αρ. 108 παρ. 1 Σ) αλλά, κυρίως, διότι προσβλέπει στην βέλτιστη αξιοποίηση των δυνατοτήτων τους για την ανάκαμψη της χώρας και τον θεσμικό εκσυγχρονισμό.


[1] Μόλις 7 από τα 45 κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης: η Αλβανία, η Ανδόρα, η Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, η Μάλτα, το Μαυροβούνιο και ο Αγιος Μαρίνος


Πηγές


Αιμιλία Γανταδάκη
Είναι φοιτήτρια στη Νομική Σχολή Αθηνών και κάτοχος πιστοποίησης δύο ξένων γλωσσών. Από μικρή την συνάρπαζαν η δύναμη του λόγου, αλλά και η δύναμη της πένας. Η συμμετοχή της στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο Νέων πολύ γρήγορα έγινε το εφαλτήριο για την συμμετοχή της σε ποικίλες δράσεις προσομοίωσης του ΟΗΕ, στον Εθνικό Διαγωνισμό Εικονικής Δικής, αλλά και σε σωματεία όπως η Elsa και η Safia. Παράλληλα απολαμβάνει να αρθρογραφεί αφού, όπως συνηθίζει να λέει, στον κόσμο του γραπτού λόγου νιώθει πραγματικά ελεύθερη. Προσωπικό της στοίχημα αποτελεί η συνεχής και κοπιώδης εξέλιξη των δυνατοτήτων της.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ