21.4 C
Athens
Τετάρτη, 24 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΙστορίαΟι Συμφωνίες, που καθόρισαν τις ελληνοτουρκικές σχέσεις στη δεκαετία του 1930 (Μέρος...

Οι Συμφωνίες, που καθόρισαν τις ελληνοτουρκικές σχέσεις στη δεκαετία του 1930 (Μέρος Α΄)


Του Πελοπίδα-Παναγιώτη Κουλούρη,

Με αφορμή τις εξελίξεις στη νοτιοανατολική Μεσόγειο και την κατάσταση, στην οποία βρίσκονται οι ελληνοτουρκικές σχέσεις, το παρόν άρθρο εξετάζει μία δεκαετία, κατά την οποία οι σχέσεις ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία έφτασαν σε τέτοιο σημείο, που όμοιο δεν έχουμε ξανασυναντήσει μέχρι σήμερα. Στόχος του άρθρου είναι να παρατεθούν οι κυριότεροι σταθμοί των ελληνοτουρκικών σχέσεων με την υπογραφή Συμφωνιών, που συνέβαλαν τόσο στις σχέσεις των δύο κρατών όσο και στη σταθερότητα στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων. Μετά την ταραχώδη δεκαετία του 1920, με σημείο αναφοράς τη Συνθήκη της Λωζάννης (1923), Ελλάδα και Τουρκία, με την “ανατολή” του 1930, αποφάσισαν να προσεγγίσουν η μία την άλλη και να προχωρήσουν “στην επόμενη μέρα”, στην οποία δεν υπήρχε χώρος για αντιπαλότητες και αναζωπύρωση της προαιώνιας έχθρας. Ο κόσμος είχε αλλάξει και το διεθνές περιβάλλον ήταν ρευστό ελέω και του Κραχ στη Νέα Υόρκη, το 1929.

Έπειτα από 19 μήνες διαπραγματεύσεων, τον Ιούνιο του 1930, ο Ελευθέριος Βενιζέλος, που είχε εκλεγεί το 1928, ανέλαβε την πρωτοβουλία να προσεγγίσει την Τουρκία. Στις 10 Ιουνίου 1930, ο Έλληνας πρωθυπουργός βρέθηκε στην Άγκυρα με τον υπουργό Εξωτερικών, Ανδρέα Μιχαλακόπουλο, προκειμένου να συζητήσουν με την άλλη πλευρά, τις δυνατότητες συνεργασίας μεταξύ των δύο χωρών. Πριν όμως, υπογραφούν συμφωνίες οικονομικού περιεχομένου, έπρεπε να λυθούν ορισμένα ζητήματα, που αποτελούσαν τροχοπέδη.

Συμφωνία της Άγκυρας (10/6/1930)

Η πρώτη συμφωνία, που υπεγράφη ήταν η Συμφωνία της Άγκυρας, η οποία διευθετούσε ζητήματα οικονομικής φύσεως, μεταξύ των δύο πλευρών. Αρχικά, γινόταν αποδεκτό εκατέρωθεν, πως δεν ήταν δυνατόν να υπολογιστούν, επακριβώς, οι αξίες των ανταλλάξιμων περιουσιών και γι’ αυτό το λόγο, οι δύο πλευρές αποδέχθηκαν τον συμψηφισμό των, ενώ η Ελλάδα υποχρεούνταν να καταβάλλει στην Τουρκία το ποσό των 440.000 λιρών Αγγλίας, ως αποζημίωση για θιγόμενα πρόσωπα και στην τουρκική κυβέρνηση. Παράλληλα, Ελλάδα και Τουρκία αναγνώρισαν ως μη «ανταλλάξιμους» τους μουσουλμάνους της Δ. Θράκης και τους Ελληνορθόδοξους της Κωνσταντινούπολης. Μία σημαντική διάταξη της Συμφωνίας ήταν, πως καταργήθηκαν όλες οι αποδόσεις κτημάτων, εξαιρουμένης της περιουσίας των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης. Οι περιουσίες των ανταλλάξιμων παρέμεναν σε δύο κράτη και ως εκ τούτου έγινε απόσβεση υποχρεώσεων εκατέρωθεν, δηλαδή αποζημιώθηκαν για ενοίκια και εισοδήματα, που προέκυψαν από πολυετή χρήση των ακινήτων των ομογενών, που δεν ανταλλάσσονταν. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ρυθμίστηκε το ζήτημα των «Εταμπλί». Συμπερασματικά, με τη Συμφωνία αυτήν, ανατράπηκαν οι όροι από τη Συνθήκη της Λωζάννης περί της ανταλλαγής των πληθυσμών και των όρων εκκαθάρισης των περιουσιών, που είχαν εγκαταλειφθεί, ενώ, πλέον, οι κυβερνήσεις των δύο χωρών, από διαχειριστές των περιουσιών αυτών, γίνονταν κάτοχοι. Φυσικά, η Συμφωνία της Άγκυρας δεν ήταν ο τελικός προορισμός, αλλά ο απαραίτητος ενδιάμεσος σταθμός για την ελληνοτουρκική προσέγγιση, όπως την σχεδίαζε ο Βενιζέλος. Σίγουρα, από τη Συμφωνία, η Ελλάδα δεν αποκόμισε ουσιαστικά οφέλη, αλλά κατά τον Βενιζέλο, θα απέδιδαν οι ελληνικές υποχωρήσεις, καθώς θα προέκυπταν πολιτικά και διπλωματικά οφέλη.

 Συνθήκη Φιλίας, Ουδετερότητας, Διαλλαγής και Διαιτησίας (Οκτώβριος, 1930)

Στις 30 Οκτωβρίου του 1930, η ελληνική πλευρά ταξίδεψε εκ νέου στην Άγκυρα, προκειμένου να υπογραφεί η σημαντικότερη συμφωνία, ανάμεσα στις δύο πλευρές. Αυτή ήταν η Συνθήκη Φιλίας, Ουδετερότητας, Διαλλαγής και Διαιτησίας, η οποία υπεγράφη τέσσερεις μήνες μετά την υπογραφή του Οικονομικού Συμφώνου. Ο κυριότερος όρος και πρώτο άρθρο, ήταν, πως καμία χώρα δε θα συμμετείχε σε συνασπισμό πολιτικής και οικονομικής φύσεως, που θα στρεφόταν ενάντια στο άλλο συμβαλλόμενο μέρος και στο δεύτερο άρθρο συμφωνούνταν, πως αν ένα από τα δύο μέρη δεχόταν επίθεση από τρίτο κράτος, το άλλο μέρος θα παρέμενε ουδέτερο.  Επιπλέον υπεγράφησαν συμφωνίες «περί εγκαταστάσεως, εμπορίου και ναυτιλίας». Το Σύμφωνο Εγκαταστάσεως δεν έδινε τη δυνατότητα επιστροφής των προσφύγων στις εστίες τους, όπως είχαν πιστέψει αρκετοί, αλλά επιτρεπόταν η μετάβαση, εκατέρωθεν, των υπηκόων των δύο κρατών, χωρίς ιδιαίτερους ελέγχους, ενώ θα απαγορευόταν να μεταβεί οποιοσδήποτε αν το κράτος τον έκρινε επικίνδυνο για την εσωτερική ή εξωτερική ασφάλεια. Η Σύμβαση Εμπορίου δε διευθέτησε κάτι σημαντικό, καθώς το εμπόριο διευθετούνταν με ειδικές συμφωνίες (1903, 1923), ενώ τον τελευταίο καιρό καθοριζόταν με τρίμηνες, συνήθως, συμφωνίες. Το Πρωτόκολλο για τους Ναυτικούς Εξοπλισμούς, ήταν ιδιαιτέρως σημαντικό, ειδικά για την αδύναμη ελληνική οικονομία. Σε μία περίοδο οικονομικής ύφεσης, οι δύο χώρες, από το 1929, ανταγωνίζονταν στους ναυτικούς εξοπλισμούς, και συμφωνήθηκε, πως κάθε μέρος όφειλε να ενημερώνει έξι μήνες πριν, για ενδεχόμενη αγορά πολεμικών πλοίων «δια φιλικής ανταλλαγής απόψεων». Η μείωση των ναυτικών εξοπλισμών ενίσχυσε τη δυνατότητα της ελληνικής κυβέρνησης να εξοικονομήσει χρήματα και να προβεί στην ενίσχυση του στρατού ξηράς, που ήταν επιφορτισμένος με τη φύλαξη της βορειοελλαδικής μεθορίου. Τέλος, σύμφωνα με το 28ο και τελευταίο άρθρο, η Συμφωνία θα ίσχυε για πέντε χρόνια, και θα μπορούσε να ανανεωθεί.

Στις 5 Μαρτίου 1933 διεξήχθησαν εκλογές και το κόμμα του Ελευθερίου Βενιζέλου ηττήθηκε, ενώ τη διακυβέρνηση της χώρας ανέλαβε η Ηνωμένη Αντιπολίτευση υπό τον Παναγή Τσαλδάρη, στις 10 Μαρτίου, λόγω του αποτυχημένου στρατιωτικού κινήματος της 6ης Μαρτίου. Η Ηνωμένη Αντιπολίτευση αποτελούνταν από το Λαϊκό Κόμμα του Παναγή Τσαλδάρη, το Εθνικό Ριζοσπαστικό Κόμμα του Γεωργίου Κονδύλη, το Κόμμα Ελευθεροφρόνων του Ιωάννη Μεταξά και το Αγροτικό Κόμμα του Ιωάννη Σοφιανόπουλου. Παρά τις ιδεολογικές διαφορές ανάμεσα στα δύο κόμματα και την άσκηση διαφορετικής πολιτικής, στον τομέα των ελληνοτουρκικών σχέσεων, η κυβέρνηση Τσαλδάρη ακολούθησε το δρόμο, που είχε χαράξει ο Βενιζέλος κατά την τελευταία τού τετραετία 1928 – 1932. Η νέα κυβέρνηση, όχι μόνο διατήρησε τις καλές σχέσεις με τη γείτονα χώρα αλλά ενίσχυσε ακόμα περισσότερο τόσο τις σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών όσο και τις σχέσεις της Ελλάδας με τα υπόλοιπα βαλκανικά κράτη, καθώς Ελλάδα και Τουρκία είχαν να αντιμετωπίσουν έναν κοινό κίνδυνο, που άκουγε στο όνομα Βουλγαρία και βουλγαρικός αναθεωρητισμός. Η Βουλγαρία όντας μία εκ των ηττημένων χωρών κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ακολούθησε τα επόμενα χρόνια μία πολιτική αμφισβήτησης του status quo στα Βαλκάνια και έτσι ήταν μία εκ των αναθεωρητικών δυνάμεων της εποχής.

*Στο Β΄ μέρος ακολουθεί η «Εγκάρδια Συνεννόηση» του 1933 και το Βαλκανικό Σύμφωνο του 1934, οι οποίες ήταν Συμφωνίες με “άρωμα” Βαλκανίων αλλά μέσα από αυτές οι ελληνοτουρκικές σχέσεις ενισχύθηκαν ακόμα περισσότερο.


                                      Βιβλιογραφία-Πηγές 
  • Άγγελος Μ. Συρίγος, Ελληνοτουρκικές σχέσεις, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2015
  • Αντώνης Κλάψης, Αίνος Μνήμη Καθηγητού Ηλία Κρίσπη, η Ελληνοτουρκική Προσέγγιση στη Δεκαετία του 1930, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη 2015
  • Αντώνης Κλάψης, Το Ελληνοτουρκικό Σύμφωνο της 10ης Ιουνίου 1930, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών & Μελετών «Ελευθέριος Βενιζέλος», Εκδόσεις Ι. Σιδέρη, Αθήνα 2010
  • Κωνσταντίνος Σβολόπουλος, Η ελληνική εξωτερική πολιτική, 1900-1945, Βιβλιοπωλείον της Εστίας Ι.Δ. ΚΟΛΛΑΡΟΥ & ΣΙΑΣ Α.Ε., Αθήνα 2002
  • Τούντα – Φεργάδη Αρετή, Θέματα Ελληνικής Διπλωματικής Ιστορίας(1912-1940), Εκδόσεις Ι. Σιδέρης, Αθήνα 1996

Πελοπίδας-Παναγιώτης Κουλούρης

Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1996. Το 2014 ξεκίνησε τις σπουδές του, στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Πάντειου Πανεπιστημίου αποφοιτώντας το 2018. Τον Οκτώβριο ξεκίνησε τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο Νεαπόλεως Πάφου στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα "Νεότερη και Σύγχρονη Ευρωπαϊκή και Ελληνική Ιστορία". Στο OffLine Post αρθρογραφεί για τις κατηγορίες Πολιτικού και Ιστορίας.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ