18.2 C
Athens
Πέμπτη, 25 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΤο δικαίωμα στην υγεία κατά το Ελληνικό Σύνταγμα

Το δικαίωμα στην υγεία κατά το Ελληνικό Σύνταγμα


Της Συμέλας Θεοδοσιάδου,

Ως υγεία νοείται η κατάσταση πλήρους σωματικής, ψυχικής και κοινωνικής ευεξίας/ευημερίας (a state of complete physical, mental and social well-being). Ο ευρύς αυτός θετικός ορισμός έχει υιοθετηθεί από τον Καταστατικό Χάρτη της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας στο Προοίμιό του, το 1946. Ωστόσο, ένας αρνητικός ορισμός της υγείας που υποστηρίζεται από την επιστημονική ιατρογενή κοινότητα και την ορίζει ως μιας φυσικής κατάστασης του ατόμου που αποκλείει κάθε μορφή ασθένειας ή αναπηρίας, η οποία περιορίζει τη φυσιολογική δραστηριότητά του, φαίνεται να είναι πιο λειτουργικός. Ως δίκαιο υγείας, επομένως, ορίζεται το σύνολο των κανόνων δικαίου που αποβλέπουν στην προστασία του αγαθού της υγείας.

Το συνταγματικό δικαίωμα της υγείας θέτει ένα status mixtus, καθώς η υγεία στο νομικό κόσμο αποτελεί συγχρόνως ατομικό κι κοινωνικό έννομο αγαθό, που χρήζει συνταγματικής πρόνοιας. Επομένως, η προστασία του δικαίωματος της υγείας συνίσταται από δύο εκφάνσεις, ήτοι την ατομική και την κοινωνική, οι οποίες τελούν υπό μία σχέση αλληλεξάρτησης και αλληλοσυμπλήρωσης. Σημαντικό είναι επίσης να τονιστεί εξαρχής το γεγονός ότι το δικαίωμα στην υγεία δεν προσεγγίζεται στο νομικό κόσμο ως απόλυτο αγαθό, καθώς κάτι τέτοιο είναι ανέφικτο, αφού δεν είναι μία υποχρέωση επίτευξης ενός εγγυημένου και συγκεκριμένου αποτελέσματος. Εντούτοις, εξετάζεται υπό το πρίσμα των παρεχόμενων υπηρεσιών υγείας που έχουν ως στόχο να καταστήσουν το λήπτη αυτών αποσυνδεδεμένο από τις περιπτώσεις που χαρακτηρίζονται ιατρικώς ως ασθένειες.

Το δικαίωμα της υγείας έχει ατομική διάσταση (status negativus) με την έννοια ότι παρέχεται ατομικά στο κάθε άτομο ξεχωριστά, φέρει δηλαδή έναν ατομικό χαρακτήρα. Το δικαίωμα στην υγεία αποτελεί συνισταμένη πολλών παραμέτρων, οι οποίες λειτουργούν αλληλεξαρτώμενα. Ο ίδιος ο πατέρας της ιατρικής επιστήμης, Ιπποκράτης διατύπωσε το ρητό: «κάλλιον το προλαμβάνειν του θεραπεύειν». Με άλλα λόγια, η προστασία του πολίτη από όποιαδήποτε προσβολή της υγείας του δεν επιτυγχάνεται μόνο με την παροχή κοινωνικής πρόνοιας και ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, αλλά σε ένα πρώτο στάδιο από την πρόληψη, δηλαδή την αποτροπή δημιουργίας επικίνδυνων για την υγεία του καταστάσεων που να συντρέχουν στο πρόσωπό του.

Η ατομική έκφανση του δικαιώματος της υγείας κατοχυρώνεται συνταγματικά σε δύο χωρία του Συντάγματος (Σ):

  • στο άρθρο 5 §2 και §5 Σ και
  • στο άρθρο 7§ 2 Σ

Η ratio των δύο συνταγματικών διατάξεων καθιερώνει μία ευθεία αξίωση ενάντι του κράτους από ενέργειες οι οποίες δύνανται να προσβάλουν τη ζωή και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και απορρέουν από την πρωταρχική υποχρέωση του κράτους να σέβεται την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Επομένως, το status negativus του ατομικού αυτού δικαιώματος εντοπίζεται στην υποχρέωση αποχής του κράτους και κάθε άλλου υποκειμένου (με ισχύ έναντι όλων – erga omnes) από οποιαδήποτε παρεμβατική συμπεριφορά που είναι δυνατόν να προσβάλει κάποια πτυχή της υγείας των πολιτών. Ρητή συνταγματική αναφορά γίνεται μάλιστα για την βιοϊατρική παρέμβαση όπου ορίζεται από ειδικότερο νόμο, ωστόσο είναι ενδεικτική κι όχι περιοριστική.

Πιο εκτενής είναι η κοινωνική διάσταση του δικαιώματος (status positivus), η οποία καθιερώνεται στο άρθρο 21§3 Σ. Βάσει της αντικειμενικής διατύπωσης της διάταξης, το Κράτος και συγκεκριμένα το Κράτος Δικαίου όπως θεμελιώνεται στο 25§1 Σ ως υποκείμενο, κατά τρόπο αόριστο και γενικό μεριμνά λαμβάνοντας μέτρα για την προστασία της υγείας. Όντας το δικαίωμα αυτό κοινωνικό, θέτει το Κράτος υπό την δέσμευση να παρεμβαίνει με θετικές ενέργειες και παροχή υπηρεσιών και αγαθών για την προστασία του δικαιώματος, δηλαδή τόσο για την πρόληψη όσο και την καταστολή/θεραπεία οιασδήποτε κατάστασης που βάλλεται κατά της προστασίας της υγείας και της ίδιας της υγείας ως έννομο αγαθό. Έτσι, λοιπόν, το Κράτος δραστηριοποιείται και δημιουργεί τις κατάλληλες υποδομές για παροχή υπηρεσιών ιατρικής περίθαλψης υψηλού επιπέδου, που αρμόζουν στην κατάσταση του ασθενούς. Ωστόσο, η παροχή υγειονομικού χαρακτήρα υπηρεσιών δεν αποτελεί κρατικό μονοπώλιο, αλλά δύναται να δημιουργηθούν και από την ιδιωτική πρωτοβουλία. Το Κράτος μάλιστα, οφείλει να ενισχύει τους ιδιωτικούς φορείς παροχής υπηρεσιών υγείας. Μερικά θετικά μέτρα που κατευθύνονται σε αυτόν τον σκοπό, είναι η παροχή επιδοτήσεων ή άλλων κινήτρων, αλλά και ο διοικητικός έλεγχος της ποιότητας των παρεχόμενων ιδιωτικών υπηρεσιών. Εντούτοις, η συνταγματική πρόβλεψη του 21§3 Σ έχει ως απότοκο ένα υγειονομικό κεκτημένο το οποίο είναι η απαγόρευση της κατάργησης θεσμών μέσω των οποίων πραγματώνεται η κρατική μέριμνα για την υγεία.

Γίνεται αντιληπτό ότι το δικαίωμα στην υγείας είναι ένα θεμελιώδες δικαίωμα γύρω από το οποίο έχει αναπτυχθεί μία πλούσια νομολογία που αντιμετώπισε πληθώρα ζητημάτων –άλλωστε το δίκαιο υγείας είναι ένας οριζόντιος κλάδος δικαίου που διαπερνά αρκετούς επιμέρους κλάδους δικαίου. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το ζήτημα αναφορικά με το κανονιστικό πεδίο του δικαιώματος για το αν το δικαίωμα αυτό είναι «αυτοεφάρμοστο» (self-executing); Αυτό το ερώτημα απασχόλησε τη θεωρία και τη νομολογία, δηλαδή εαν καθιερώνονται αγώγιμες αξιώσεις για την ικανοποίηση των διεκδικήσεων ή απαιτήσεων  που παρέχει σαν δικαίωμα, παρά το γεγονός ότι δεν υπόκειται σε νομοθετική υλοποίηση και συγκεκριμενοποίηση. Πιο συγκεκριμένα, οι σχετικές υποχρεώσεις του Κράτους δεν εξειδικεύονται επαρκώς και άρα να μην γίνεται η δικαστική κρίση να στηριχθεί αποκλειστικά στην συνταγματική διάταξη για να αποφανθεί καταλλήλως στο αγώγιμο αίτημα. Η κρατούσα άποψη σε θεωρία και νομολογία, αλλά και διεθνώς, υποστηρίζει ότι δεν προκύπτουν καταρχήν αγώγιμες αξιώσεις των φορέων του δικαιώματος έναντι του Κράτους για κοινωνικές παροχές από τα κοινωνικά δικαιώματα γενικώς, το δικαίωμα της υγείας συνεπώς. Θεωρείται ότι η απορρέουσα υποχρέωση του Κράτους έχει ως λήπτη την κοινωνία ως σύνολο και άρα η μη εκπλήρωση αυτής επιφέρει την δυνατότητα επανόρθωσης από το Κοινοβούλιο κι όχι συγκεκριμένα άτομα, τα οποία θα μπορούσαν να επιδιώξουν αξιώσεις ευθέως από το Σύνταγμα.

Άρα, καταρχήν, αγώγιμη αξίωση απορρέουσα από τα κοινωνικά δικαιώματα δεν μπορεί να εγερθεί στηριζόμενη αποκλειστικά σε συνταγματικές διατάξεις. Έτσι, για να αποκτήσουν τα κοινωνικά δικαιώματα χαρακτήρα υποκειμενικών θεμελιωδών δικαιωμάτων και άρα οι πολίτες να μπορούν να έχουν αγώγιμες αξιώσεις, προϋποθέτουν την ύπαρξη εκτελεστικών νόμων που να το προβλέπει. Η νομολογία, τείνει να υιοθετεί την άποψη ότι από το άρθρο 21 §3 Σ απορρέει ευθέως αγώγιμη αξίωση χωρίς κάποια νομοθετική παρεμβολή. Ως αποτέλεσμα, δημιουργείται η γνώμη ότι ειδικά για το δικαίωμα της υγείας θα μπορούσε να υφίσταται η ευθέως αγώγιμη αξίωση, υπό το πρίσμα ότι και οι νομοθετικές πράξεις που επιτρέπουν την αντιμετώπιση του δικαιώματος ως ένα τέλειο δημόσιο δικαίωμα στρεφόμενου αποκλειστικά κατά του Κράτους είναι θετικά μέτρα που πρέπει να λαμβάνονται για την καλύτερη θεσμική λειτουργία του δικαιώματος.

Οσόν αφορά τα υπόλοιπα συστατικά στοιχεία του δικαιώματος, αποδέκτης αυτού του κοινωνικού δικαιώματος δεν είναι άλλος από το Κράτος, καθ’ όσον δεσμεύεται συνταγματικώς να μεριμνά για αυτό. Φορείς του δικαιώματος, όπως προκύπτει από το γράμμα του νόμου, είναι καταρχήν όλοι οι Έλληνες πολίτες. Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψιν τη θεμελιώδη συνταγματική αρχή της αξίας του ανθρώπου που κατοχυρώνεται στο άρθρο 2 Σ, καθώς και άλλα νομοθετήματα όπως για παράδειγμα ο Ευρωπαϊκός Κοινωνικός Χάρτης στο άρθρο του υπ’αριθμόν 13 , γίνεται αποδεκτό ότι όλα τα πρόσωπα, ανεξαρτήτως ημεδαπής ή αλλοδαπής καταγωγής δικαιούνται βοήθεια για την πρόληψη, εξάλειψη ή βελτίωση της κατάστασης ανάγκης προσωπικής ή οικογενειακής φύσεως, όπως είναι και η υγεία. Άρα και με βάση την αρχή της ισότητας, φορέας του δικαιώματος είναι και κάθε κρατούμενος, ημεδαπός ή αλλοδαπός. Τέλος, το δικαίωμα της υγείας συχνά λόγω της βαρύνουσας σημασίας του, αποτελεί περιορισμό άλλων πράξεων που απορρέουν από άλλα συνταγματικώς κατοχυρωμένα δικαιώματα.

Τελικώς, οι συνταγματικές προβλέψεις για την το δικαίωμα της υγείας, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι είναι λιγότερο διατυπωμένες με σαφήνεια σε σχέση με τις συνταγματικές προβλέψεις για άλλα δικαιώματα. Σαν κλάδος δικαίου το δίκαιο της υγείας διέπει ποικίλους κλάδους δικαίου, όπως είναι το αστικό, το ποινικό και το διοικητικό δίκαιο και για το λόγο αυτό υπάρχει πληθώρα νομοθετημάτων που εξειδικεύουν τα θέματα του δικαίου σε επίπεδο εσωτερικού δικαίου.


Πηγές:

  • Σύνταγμα, πηγή: https://www.hellenicparliament.gr/Vouli-ton-Ellinon/To-Politevma/Syntagma/
  • Κώστας Χ. Χρυσόγονος – Σπύρος Β. Βλαχόπουλος (2017) Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, 4η αναθεωρημένη έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη
  • Άγγελος Στεργίου, Το δικαίωμα στην υγεία (άρθρο)
  • Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας: https://www.who.int/

Συμέλα Θεοδοσιάδου

Γεννηθείσα το 1996, είναι επί πτυχίω φοιτήτρια στο Τμήμα Νομικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Από ξένες γλώσσες, κατέχει άριστη γνώση της αγγλικής. Έχει παρακολουθήσει ημερίδες και συζητήσεις με νομικό περιεχόμενο. Μέσα από την αρθρογραφία, ευελπιστεί ότι θα κατανοήσει, διευρύνει κι ερευνήσει περαιτέρω το αντικείμενο σπουδών της. Στον ελεύθερό της χρόνο, ανάμεσα στις ασχολίες της, ξεχωρίζει τη δραστηριοποίησή της ως ενεργού μέλους φοιτητικού πολιτιστικού συλλόγου της Θεσσαλονίκης. Συμμετέχει στο εγχείρημα του OffLine Post αρθρογραφώντας κυρίως με νομικό άξονα.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Συμέλα Θεοδοσιάδου
Συμέλα Θεοδοσιάδου
Είναι απόφοιτη της Νομικής του ΑΠΘ και αυτό το διάστημα είναι ασκούμενη δικηγόρος. Από ξένες γλώσσες, κατέχει άριστη γνώση της αγγλικής. Έχει παρακολουθήσει ημερίδες και συζητήσεις με νομικό περιεχόμενο. Μέσα από την αρθρογραφία, ευελπιστεί ότι θα κατανοήσει, διευρύνει κι ερευνήσει περαιτέρω το αντικείμενο σπουδών της. Στον ελεύθερό της χρόνο, ανάμεσα στις ασχολίες της, ξεχωρίζει τη δραστηριοποίησή της ως ενεργού μέλους φοιτητικού πολιτιστικού συλλόγου της Θεσσαλονίκης. Συμμετέχει στο εγχείρημα του OffLine Post αρθρογραφώντας κυρίως με νομικό άξονα.