19.9 C
Athens
Πέμπτη, 28 Μαρτίου, 2024
ΑρχικήΦιλοσοφία«Ἔστι Δίκης ὀφθαλμός, ὅς τὰ πάνθ' ὁρᾷ» - Το κοσμολογικό και οντολογικό...

«Ἔστι Δίκης ὀφθαλμός, ὅς τὰ πάνθ’ ὁρᾷ» – Το κοσμολογικό και οντολογικό επιχείρημα για την ύπαρξη του Θεού (Μέρος 2ο)


Του Μανώλη Στυλιανάκη,

Στο πρώτο μέρος του δίπτυχου αυτού άρθρου, αναλύθηκε το γνωστό στη φιλοσοφία ως «τελεολογικό επιχείρημα» που αποβλέπει στο να αποδείξει την ύπαρξη του Θεού, διαμέσου μιας a posteriori επαγωγικής συλλογιστικής διαστέλλοντας, κάνοντας προβολή δηλαδή, την αιτιώδη σχέση «δημιουργός-δημιουργία» στη δημιουργία του σύμπαντος. Στο πλαίσιο του παρόντος άρθρου θα κάνουμε μία ανάλυση των δύο έτερων επιχειρημάτων που ρίχνονται στο τραπέζι της αντιπαράθεσης, αναφορικά με το πολυσυζητημένο, τουλάχιστον στις έδρες των φιλοσοφικών σχολών, ζήτημα της ύπαρξης του Θεού.

Αναφορικά με το κοσμολογικό επιχείρημα, όπως αυτό εν σπέρματι πρωτοδιατυπώθηκε από τον Αριστοτέλη και εν συνεχεία διανθίστηκε από πλειάδα διανοουμένων: Περί οντογένεσης, τρία είναι τα πιθανά σενάρια με βάση τα οποία μία οντότητα οφείλει δυνητικά την ύπαρξή της.

Είτε μπορεί να δημιουργηθεί από το τίποτα, είτε αφ’ εαυτής της, είτε από κάτι άλλο. Έστω ότι μία οντότητα δημιουργήθηκε από το τίποτα. Καταλήγουμε σε άτοπο, διότι κατά το παρμενίδειο αξίωμα «Τίποτα προέρχεται από το τίποτα ή ex nihilo nihil fit», δηλαδή τίποτα δίνει τίποτα. Έστω ότι προέρχεται αφ’ εαυτής της. Πάλι άτοπο, διότι κάτι υστερόχρονο δεν μπορεί να γεννά το προτερόχρονο. Κάθε αλυσιδωτή σχέση αιτίου-αιτιατού είναι πεπερασμένη, έχουσα κάποια εναρκτήρια αιτία. Άρα, κάτι προέρχεται από κάτι άλλο, στο πλαίσιο μιας αιτιώδους συνάφειας. Άρα κάτι οφείλει την ύπαρξή του σε κάτι άλλο. Το σύμπαν υπάρχει. Είναι αδύνατον να δημιουργήθηκε από το τίποτα, διότι τίποτα δίνει τίποτα. Κάποια πρωταίτια αρχή δημιούργησε τον κόσμο.  Είτε λοιπόν ο κόσμος όλος μπορεί να αναχθεί σε μία φυσιοκρατική πρωταρχή, η οποία μένει να προσδιοριστεί και ν’ αποσαφηνιστεί με τις μεθόδους των φυσικών επιστημών, είτε η πρώτη αιτία είναι ο Θεός. Βέβαια η φύση δεν μπορεί να δημιουργεί φύση, διότι όπως είπαμε δεν νοείται προτερόχρονο αιτιατό που να έπεται ενός υστερόχρονου αιτίου. Άρα η πρώτη αρχή είναι μη φυσιοκρατική και ανάγεται στην ύπαρξη ενός υπέρτατου όντος. Ο Θεός λοιπόν υπάρχει και είναι η πρώτη αναίτιος αιτία. Αυτό είναι μία αδρομερής διατύπωση της αριστοτελίζουσας κοσμολογικής επιχειρηματολογίας για την ύπαρξη  του «ακίνητου κινούντος» ή της «άναρχης αρχής».

Ας δεχτούμε, έστω αξιωματικά, το ενδεχόμενο να δημιουργήθηκε ο κόσμος από τον Θεό. Αν ο κόσμος δημιουργήθηκε από το Θεό, τι συμπεράσματα μπορούμε να εξάγουμε για την ουσία του Θεού, άμα δεχτούμε ότι υπάρχει; Πώς θα μπορούσαμε να τον φανταστούμε και ποιες ιδιότητες θα του αποδίδαμε; Αν ο Θεός λοιπόν υπάρχει, είναι εξ ορισμού το τέλειο όν. Οι δώδεκα θεοί του Ολύμπου είναι ψευδοθεοί διότι πεινούν, διψούν, υποτάσσονται στις ορμές της φύσης και η ύπαρξή τους εξαρτάται από το νέκταρ και την αμβροσία. Μπορούμε να φανταστούμε ένα ον που δεν εξαρτάται μήτε από το νέκταρ, μήτε από την αμβροσία μήτε από το οτιδήποτε για να επιβιώσει κι αυτό το ον ξεπερνάει σε δύναμη τους θεούς του Ολύμπου. Μπορούμε όχι μόνο να φανταστούμε Θεούς ανώτερους από τους Θεούς πολλών θρησκειών, αλλά μπορούμε από την ιστορία να εξάρουμε παραδείγματα  κοινών ανθρώπων που έζησαν ζωή εγκρατέστερη, πιο ενάρετη και πιο πειθαρχημένη από πολλούς θεούς. Πώς γίνεται λοιπόν τέτοια μυθολογικά πλάσματα να είναι πραγματικοί Θεοί, όταν ακόμα και οι θνητοί άνθρωποι τούς ξεπερνούν στη φρόνηση, στη δύναμη, στην ευφυία και στην αρετή; Ακολουθώντας αυτήν την αλυσιδωτή αλληλουχία εξεύρεσης των ιδιοτήτων του θεού, κάποια στιγμή φτάνουμε στη μέγιστη δυνατή εικόνα του άχρονου, παντοδύναμου, πάνσοφου Θεού την οποία καμία άλλη ιδέα ή ομοίωμα Θεού δεν μπορεί να επισκιάσει, καθώς τελειότερη από αυτή δεν μπορεί να νοηθεί.

Κάποτε στο πολύ μακρινό παρελθόν 14 δισεκατομμύρια χρόνια πριν, γεννήθηκε το σύμπαν. Μαζί με το σύμπαν γεννήθηκε και ο χρόνος, ο οποίος ως εκ τούτου συνιστά μία διάσταση. Η κοσμική ιστορία είναι μια συνάρτηση του χρόνου. Αν ο Θεός έφτιαξε τον κόσμο τη χρονική στιγμή to, τότε μαζί με τον κόσμο έφτιαξε και τον χρόνο, δεδομένου ότι ο χρόνος είναι υλική διάσταση και μαζί με τον χώρο συγκροτούν το λεγόμενο χωροχρονικό συνεχές. Άρα, πριν την χρονική στιγμή to δεν υφίσταται η έννοια του χρόνου κι έτσι ο Θεός είναι άχρονος και κατ’ επέκτασιν αθάνατος, ως μη υποκείμενος στην εντροπική φθορά του χρόνου. Αν ο Θεός έδωσε ύπαρξη στην ύλη, τότε πριν τη δημιουργία της ύλης δεν υπήρχε καν ύλη και άρα ο Θεός είναι άυλος. Αν ο Θεός δημιούργησε τα πάντα, τότε γνωρίζει τα πάντα, μιας και αυτός τα έφτιαξε, άρα εξορισμού είναι παντοδύναμος και παντογνώστης. Αν ο Θεός δημιούργησε το σύμπαν όλο, τότε όλο το σύμπα θα μπορούσε να παρομοιαστεί σαν σφαίρα κι οι πλανήτες βόλοι στα χέρια του και ο ίδιος παντοκράτωρ που κρατάει στα χέρια του τα πάντα. Πώς θα μπορούσε άλλωστε ο δημιουργός της ύλης να υπόκειται στους νόμους της ύλης που ο ίδιος έφτιαξε και άνευ του οποίου δεν θα υπήρχε καν; Όπως χάρη στους δορυφόρους που βρίσκονται σε τροχιά γύρω από τη Γη μπορούμε κι έχουμε πλήρη εικόνα για όλη τη Γη, έτσι κι ο Θεός ως παντεπόπτης οφθαλμός βλέπει και ψηλαφίζει τα πάντα, καταφέρνοντας έτσι να είναι πανταχού παρών. Βλέπουμε λοιπόν πως εάν υπάρχει ο Θεός και είναι δημιουργός των πάντων, από λογική αναγκαιότητα δεν μπορεί να είναι τίποτα λιγότερο από τέλειος, δηλαδή άχρονος, παντοδύναμος, παντογνώστης, πάνσοφος πανεπιστήμων.

Η προαναλυθείσα αυτή προκείμενη συνιστά την ουσία του «οντολογικού επιχειρήματος», που φιλοδοξεί μέσω apriori νοησιαρχικών αναλυτικών συνεπαγωγών να αποδείξει την ύπαρξη του Θεού. Το κάτωθι επιχείρημα πρωτοδιατυπώθηκε από τον Ανσέλμο του Καντερμπερι, αλλά διαφορετικές εκδοχές διατυπώθηκαν κι από πλείστους άλλους επιστήμονες και διανοουμένους, όπως ο René Descartes, ο Immanuel Kant, ο Leibniz και άλλοι.

Αριστερά: Άνσελμος της Αόστης, αρχιεπίσκοπος του Canterbury, Ιταλός θεολόγος και φιλόσοφος, θεωρείται ένας εκ των κύριων εκπροσώπων του Σχολαστικισμού. Δεξια: Ιμμάνουελ Καντ, Γερμανός Φιλόσοφος και κορυφαίος εκπρόσωπος της περιόδου του Διαφωτισμού. Στο πόνημά του ” Der einzig mögliche Beweisgrund zu einer Demonstration des Daseins Gottes” επιχείρησε να συστηματοποιήσει το οντολογικό επιχείρημα του Ανσέλμου, αν και στη συνέχεια αναθεώρησε τις απόψεις του για την εγκυρότητά του

Όπως εξηγήσαμε, ο Θεός είναι εξ ορισμού το υπέρτατο και τέλειον ον και σαν αυτό τελειότερο και υπέρτερο δεν  μπορεί να συλληφθεί ή να λογισθεί, κι αυτό το αντιλαμβάνεται ακόμα κι ένας άθεος, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι χρειάζεται να πιστεύει. Άλλωστε κάτι που υπάρχει στο φαντασιακό μας δεν είναι απαραίτητο να υπάρχει και στην πραγματικότητα. Όπως ακριβώς ένας αρχιτέκτονας μπορεί να φαντάζεται και να ζωγραφίζειεπί χάρτου το οικοδόμημα που θέλει να χτίσει σ’ ένα προσχέδιο στο τετράδιό του, εκ των υστέρων όμως μόλις το χτίσει, το οικοδόμημα υπάρχει και σαν σχέδιο αλλά και σαν υπαρκτή οντότητα κτιστή και υλική, έτσι κι εμείς μπορούμε να φιλοσοφούμε περί Θεού, χωρίς απαραιτήτως να πιστεύουμε. Όπως ένας μηχανικός βάζει με το νου του φουτουριστικές τεχνητές νοημοσύνες που μέχρι πρότινος δεν υπήρχαν παρά μόνο στη σκέψη του ή σε βιβλία επιστημονικής φαντασίας, μόλις όμως συναρμολογήσει το τεχνητό όν τότε η ιδέα ξεφεύγει από τα σύνορα του φανταστικού κόσμου, ξεπηδάει από τα δισδιάστατα σύνορα του θεωρητικού χάρτινου σχεδίου του και παίρνει σάρκα και οστά ή, με βάση το παράδειγμά μας, μεταλλικό σκελετό, ξεπερνώντας κάθε προσδοκία και φαντασία! Την έννοια του Θεού λοιπόν, ως το Απόλυτο Είναι πέραν του οποίου τίποτε ανώτερο, υπέρτερο και τελειότερο δεν μπορεί να νοηθεί, την αντιλαμβάνεται ο οποιοσδήποτε, είτε είναι ένθεος είτε άθεος είτε αγνωστικιστής. Και για τον άθεο μπορεί ο Θεός να μην υπάρχει, ωστόσο σαν αναλυτική έννοια μπορεί να υπάρξει τουλάχιστον θεωρητικά στο μυαλό του.

Έστω τώρα ότι το Υπέρτατο Όν ΔΕΝ υπάρχει και δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένας φιλοσοφικός παροξυσμός του μυαλού. Είναι δυνατόν όμως κάτι τόσο τέλειο, όπως η οντότητα που φανταστήκαμε νοησιαρχικώς να μην υπάρχει και στην πραγματικότητα; Το ον όπως εξηγήσαμε είναι ανώτερο από το μη ον, δηλαδή αυτό που υπάρχει στην πραγματικότητα είναι ανώτερο από κάτι που δεν υπάρχει παρά μόνο στο κόσμο της φαντασίας. Αν υπήρχε και στη πραγματικότητα αυτό το τέλειο όν που υπάρχει στην φαντασία, τότε συνεπάγεται πως θα ήταν τελειότερο, αφού η ύπαρξη είναι ανώτερη της ανυπαρξίας και κομίζει κάτι επιπρόσθετο στην ιδέα. Όμως το τέλειο είναι η τελική υπερθετική βαθμίδα. Κάτι μπορεί να είναι καλύτερο από κάτι άλλο, αλλά είναι εντελώς αδόκιμο να σχηματίσεις κάτι τελειότερο από κάτι άλλο, αφού το τέλειο είναι εξορισμού το ανώτατο. Αν ο τέλειος Θεός υπήρχε μόνο στη φαντασία, τότε θα ήταν ατελής και θα μπορούσαμε να φανταστούμε ένα ον ανώτερο από αυτό, όμως κάτι τέτοιο είναι άτοπο διότι ούτε ο τέλειος Θεός είναι ατελής, ούτε μπορούμε να συλλάβουμε ένα όν τελειότερο του οποίου δεν μπορεί να συλληφθεί, σαν αυτό που περιγράψαμε στην αρχή. Και καταλήγει έτσι ο Ανσέλμος, με reductio ad absurdum, πως το υπέρτατο ον που θεωρούσαμε αποκύημα της διανοίας, όντως υπάρχει.

“Η Γέννηση του Αδάμ” στη Καπέλα Σιστίνα, Νωπογραφία του Μιχαήλ Άγγελου

Από την εποχή που πρωτοδιατυπώθηκε μέχρι σήμερα έχει δεχτεί σωρεία κριτικών. Κάποιοι θεωρούν ότι αποτελεί ένα σοφιστικό εννοιοκρατικό παίγνιο, που παίζει με τις λέξεις. Η κυριότερη ένσταση έναντι του οντολογικού επιχειρήματος προέρχεται από την επισήμανση ότι αν η δομή του ευσταθεί, τότε αποδεικνύει την ύπαρξη ΔΥΟ Θεών, ενός υπέρτατου καλού κι ενός υπέρτατου κακού, οπότε αν αληθεύει θα ερχόταν σε ευθεία σύγκρουση με τα δόγματα των κυρίαρχων μονοθεϊστικών θρησκειών. Όμως όπως είπε ο Μπέρτραντ Ράσελ, που στα πρώιμα φιλοσοφικά του χρόνια είχε αποδεχτεί την εγκυρότητα του επιχειρήματος, είναι ευκολότερο να το απορρίψεις ως εσφαλμένο παρά να εντοπίσεις πού έγκειται το σφάλμα του.


TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Μανώλης Στυλιανάκης
Μανώλης Στυλιανάκης
Γεννήθηκε στην Κρήτη και είναι τελειόφοιτος φοιτητής Φαρμακευτικής στο Πανεπιστήμιο Πατρών με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις πολιτικές υγείας και φαρμακευτικής περίθαλψης. Ακραιφνής Φιλελεύθερος και υπέρ της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Στον ελεύθερο χρόνο του ασχολείται με το Debate και το MUN, έχοντας συμμετάσχει σε σχετικούς διαγωνισμούς και προσομοιώσεις. Αγαπημένο ρητό: «Όσο αξίζει ένα άτομο, δεν αξίζει ο κόσμος όλος!»