17.7 C
Athens
Παρασκευή, 19 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΙστορίαΗ Μικρασιατική Εκστρατεία στον πολιτικό λόγο της εποχής (1919-22)

Η Μικρασιατική Εκστρατεία στον πολιτικό λόγο της εποχής (1919-22)


Του Βασίλη Χατζή, 

Το 1921 η Ελλάδα θα ετοιμαζόταν να γιορτάσει την επέτειο των 100 χρόνων από την Ελληνική Επανάσταση του 1821, αυτή που συντέλεσε στην ανάδυση του Νέου Ελληνικού Κράτους ως ανεξάρτητου, έπειτα από περίπου τετρακόσια χρόνια εθνικής καταπίεσης. Η πρώτη αυτή επέτειος θα ήταν ξεχωριστή καθώς το Ελληνικό κράτος θα τη γιόρταζε με τον διπλασιασμό των εθνικών εδαφών του και με την εκπλήρωση του εθνικού οράματος της Μεγάλης Ελλάδας και τη δημιουργία της «Ελλάδας των δυο ηπείρων και των πέντε θαλασσών». H τύχη ωστόσο, αυτού του εθνικού οράματος έμελλε να αλλάξει και τα πράγματα να λάβουν τελείως διαφορετική πορεία, σε βαθμό τέτοιο που η Ελλάδα εισήλθε σε ένα φαύλο κύκλο πολιτικών, οικονομικών αλλά και κοινωνικών κρίσεων στις οποίες δυσκολεύτηκε να ανταπεξέλθει και να τις αντιμετωπίσει. Οι εξωτερικοί παράγοντες, όπως η Εθνική Επανάσταση των Νεότουρκων το 1919 και η ιταλική αντίδραση, λόγω του εμποδίου που έθεταν οι ελληνικές διεκδικήσεις στα ιταλικά συμφέροντα της περιοχής, αναμφίβολα επηρέασαν την έκβαση της Μικρασιατική Εκστρατείας εις βάρος του ελληνικού κράτους. Παρόλα αυτά, η αδυναμία της πολιτικής συνεννόησης στο εσωτερικό του κράτους, ο «διχασμός» των πολιτικών παρατάξεων σχετικά με την διαχείριση του Μικρασιατικού Ζητήματος καθώς και η μη εφαρμογή μιας σχεδιασμένης και οργανωμένης στρατιωτικής στρατηγικής στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο που προέκυψε στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας το διάστημα 1919- 1922, αποτέλεσαν το σημαντικότερο αίτιο για την καταστροφή.

Ήδη από το 1919, στα πλαίσια της Διάσκεψης της Ειρήνης στο Παρίσι ανάμεσα στους νικητές τους Μεγάλου Πολέμου, το ζήτημα της Μικράς Ασίας αποτέλεσε ένα από τα εκείνα που προκάλεσαν σοβαρές αντιπαραθέσεις. Η Ελλάδα είχε εξασφαλίσει την υποστήριξη της Βρετανίας, η οποία οραματιζόταν την δημιουργίας ενός ισχυρού ελληνικού κράτους με το οποίο θα ήλεγχαν μαζί την Ανατολική Μεσόγειο, καθώς και της Γαλλίας, όχι όμως και της Ιταλίας, η οποία ήταν δυσαρεστημένη λόγω του ότι δινόταν προτεραιότητα στις ελληνικές αξιώσεις στην περιοχή και όχι στις δικές της, αλλά και των Ηνωμένων Πολιτειών που αμφισβητούσαν την ελληνική πληθυσμιακή πλειοψηφία στην ευρύτερη περιοχή της Σμύρνης.

Με έγκριση, πάντοτε των Συμμάχων, τον Μάϊο 1919 ο ελληνικός στρατός αποβιβάστηκε στο λιμάνι της Σμύρνης, η οποία αποτελούσε πλέον μια ζώνη κατοχής του ελληνικού στρατού, συμπεριλαμβανομένης και της ευρύτερης περιοχής. Ο καθορισμός της τύχης της περιοχής επισφραγίστηκε επιπλέον με τη Συνθήκη των Σεβρών το καλοκαίρι του 1920. Με τη συνθήκη αυτή, η Δυτική και η Ανατολική Θράκη, έως και τα πρόθυρα της Κωνσταντινούπολης, τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, μαζί με την Ίμβρο και την Τένεδο, καθώς και τα Δωδεκάνησα πλην της Ρόδου κατακυρώνονταν στην Ελλάδα. Όσον αφορά την περιοχή της Σμύρνης, αυτή θα έμενε υπό οθωμανικό έλεγχο, η άσκηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων θα περνούσε στην ελληνική κυβέρνηση ενώ τέλος, μετά την πάροδο πέντε ετών οι κάτοικοι της περιοχής θα αποφάσιζαν με δημοψήφισμα αν επιθυμούσαν την προσάρτηση ή όχι της περιοχής στην Ελλάδα.

Παρέλαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη

Ο Βενιζέλος επέστρεψε στην Ελλάδα και παρουσίασε πανηγυρικά την συμφωνία που είχε πετύχει με τους Συμμάχους. Η επιτυχία του αυτή τον έκανε να αισθάνεται πλέον βέβαιος για την νίκη του στην εκλογική αναμέτρηση που πλησίαζε τον Νοέμβριο του ίδιου έτους. Παρόλα αυτά, ο Βενιζέλος και το κόμμα του ηττήθηκαν αποσπώντας ελάχιστες μόνο έδρες σε σύγκριση με την συνασπισμένη αντιπολίτευση των αντιβενιζελικών. Ο αντίκτυπος του αποτελέσματος των εκλογών αυτών φάνηκε ξεκάθαρα από τη στάση των Συμμάχων, οι οποίοι προειδοποίησαν την νέα κυβέρνηση πως η Συνθήκη των Σεβρών δεν θα επικυρωνόταν αν η νέα φιλοβασιλική κυβέρνηση επέτρεπε την επάνοδο του βασιλιά Κωνσταντίνου στον θρόνο. Οι Σύμμαχοι βρίσκονταν αντιμέτωποι με την επιστροφή ενός «εχθρού» τους κατά τον πόλεμο που προηγήθηκε αλλά είχαν πλέον χάσει και τον Ελευθέριο Βενιζέλο, έναν πολιτικό ηγέτη που εκτιμούσαν ιδιαίτερα, είχαν συνεργαστεί ξανά μαζί του πάμπολλες φορές και όπως ήταν φυσικό μπορούσαν να εμπιστευτούν δίχως να έχουν αμφιβολίες.

Τα αίτια της εκλογικής ήττας του Βενιζέλου ήταν ξεκάθαρα. Ο Βενιζέλος πίστευε πως οι διπλωματικές του επιτυχίες, με επιστέγασμα τη Συνθήκη των Σεβρών, θα του χάριζαν την νίκη στις εκλογές του Νοέμβριου.

Ωστόσο δεν υπολόγιζε πως ο ελληνικός λαός βρισκόταν σχεδόν αδιάκοπα σε πόλεμο από το 1912 και πως πλέον αδυνατούσαν να συνδράμουν ξανά την κυβέρνηση να χρηματοδοτήσει έναν νέο επικείμενο πόλεμο. Έτσι, ο λαός προτιμούσε την διατήρηση της «μικράς Ελλάδος» όπως είχε αυτή διαμορφωθεί, παρά την δημιουργία της «Μεγάλης Ελλάδος», ένα εγχείρημα που θα συνοδευόταν από επιπλέον οικονομική αφαίμαξη του κράτους και πολιτικές κρίσεις που θύμιζαν κατά πολύ τον πρόσφατο Εθνικό Διχασμό του 1915- 1917. Αυτή άλλωστε η πρόταση αποτέλεσε και το κύριο μέρος της προεκλογικές ρητορικής των αντιβενιζελικων παρατάξεων, δίνοντας τους το προβάδισμα. Η ρητορική των Φιλελευθέρων ήταν μονάχα εθνικιστική και προωθούσε την πολιτική της εθνικής ολοκλήρωσης που είχε τεθεί σε εφαρμογή ήδη από το 1912. Παρέβλεπαν επίσης και το γεγονός πως στις εκλογές την 1ης Νοεμβρίου 1920 ψήφιζαν μόνο οι Έλληνες πολίτες της «παλαιάς Ελλάδας» που είχαν υποστεί τις απώλειες και τις καταστροφές των συνεχών πολέμων, και όχι οι Έλληνες της Μικράς Ασίας, του Πόντου, της Βορείας Ηπείρου, της Κύπρου και της Ανατολικής Θράκης, τους οποίους ο Βενιζέλος επιχειρούσε να εντάξει στην ελληνική επικράτεια.

Το Μικρασιατικό Ζήτημα και κατ’ επέκταση η Μικρασιατική εκστρατεία απασχόλησαν την ελληνική πολιτική σκηνή σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα την περίοδο 1920 με 1922. Κατά την περίοδο πριν τις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920 τα πολιτικά κόμματα της αντιπολίτευσης, οι λεγόμενες «αντιβενιζελικές» παρατάξεις, μέσω του τύπου και στις προεκλογικές τους ομιλίες δήλωναν την διαφοροποίηση τους από την πολιτική που ασκούσε η κυβέρνηση των Φιλελευθέρων, αντιτιθέμενοι πάντοτε στην εφαρμογή της Συνθήκης των Σεβρών και της πολιτικής του αλυτρωτισμού. Οι Εθνικόφρονες του Δημητρίου Γούναρη και τα μικρότερα αντιβενιζελικά κόμματα κατέβηκαν συνασπισμένα με κοινό πολιτικό πρόγραμμα ως «Ηνωμένη Αντιπολίτευσις» ή «Ηνωμένη», ενώ ακόμη και το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδας (ΣΕΚΕ), το οποίο είχε ιδρυθεί το 1918, βρισκόταν στην ίδια πολιτική γραμμή με τους αντιβενιζελικούς. Το ΣΕΚΕ υιοθέτησε εξαρχής τη διεθνιστική ιδεολογία, απορρίπτοντας έτσι τον ελληνικό εθνικισμό όσο και τον πόλεμο εν γένει, κάτι που στάθηκε αρκετό για το κόμμα αυτό να συμπορευτεί με την αντιπολίτευση και όχι με τους Φιλελευθέρους, των οποίων το πολιτικό πρόγραμμα εστίαζε αποκλειστικά στην αξιοποίηση της Συνθήκης των Σεβρών και την επέκταση των ελληνικών συνόρων για τη δημιουργία της Μεγάλης Ελλάδος.

Χάρτης της Συνθήκης των Σεβρών

Οι πολιτικές εξελίξεις και η απογοήτευση της ήττας οδήγησαν τον Βενιζέλο να αποχωρήσει από την Ελλάδα, χωρίς όμως να σταματήσει να μετέχει ενεργά στις εξελίξεις και να παρεμβαίνει στα γεγονότα. Η νέα κυβέρνηση φρόντισε να απορρίψει τις προτάσεις που κατατέθηκαν στη Διασυμμαχική Συνδιάσκεψη του Λονδίνου (5- 18 Μαρτίου 1921) που προέβλεπαν την λήξη του πολέμου με την Τουρκία και την υπογραφή μιας νέας συνθήκης που θα είχε ως βάση της αυτή των Σεβρών. Η Κεμαλική κυβέρνηση της Άγκυρας απέρριψε επίσης την πρόταση λόγω του ότι δεν προέβλεπε την αποχώρηση του ελληνικού στρατού από τη Σμύρνη και τη λήξη της κατοχής. Ο ελληνικός στρατός αμέσως αναχώρησε από τρείς αφετηρίες με σκοπό την κατάληψη του Εσκί Σεχίρ και του Αφιόν Καραχισάρ. Η νέα κυβέρνηση που είχε ως εξελέγη με εντολή να τερματίσει την επιθετική πολιτική του Βενιζέλου και να δώσει τέλος στην «βενιζελική τυρρανία» ήταν εκείνη που στην πραγματικότητα ξεκίνησε έναν πόλεμο που θα είχε καταστροφικές συνέπειες για την Ελλάδα.

Τα γεγονότα του 1921 και 1922 σχετίζονται με μάχες μεταξύ των δύο στρατών, τα αποτελέσματα των οποίων ήταν αμφίβολα. Σε κάθε περίπτωση, στις πρώτες μάχες η νίκη του ελληνικού στρατού επαινείται ένθερμα από την κυβέρνηση και από τον ελληνικό τύπο. Τον Ιούλιο του 1921 ο ελληνικός στρατός είχε καταλάβει το Αφιόν Καραχισάρ, το Εσκί Κεχίρ και την Κιουτάχεια ενώ με νέες εντολές άρχισε να κατευθύνεται προς την Άγκυρα, την πρωτεύουσα των επαναστατών κεμαλιστών, με σκοπό να την καταλάβει και να δώσει οριστικό τέλος στον πόλεμο. Οι Φιλελεύθεροι στην Ελλάδα, ήδη από τον Μάρτιο του 1921, όταν τα ηνία της κυβέρνησης ανέλαβε ο Δημήτριος Γούναρης μετά από παραίτηση του Ν. Καλογερόπουλου, δήλωναν τη στήριξη τους προς την κυβέρνηση και την πολιτική που ακολουθούσε στο μέτωπο. Ο μόνος πλέον που φαινόταν να αντιτίθεται στην επεκτατική μανία που διέπνεε την ελληνική κυβέρνηση ήταν ο ίδιος ο Ελευθέριος Βενιζέλος ανήσυχος τόσο για τις δραματικές εξελίξεις που θα είχε η πορεία προς την Άγκυρα όσο και για την στάση των μελών του κόμματος του. Στις 19 και 20 Σεπτεμβρίου του 1921 δημοσιεύτηκαν οι δυο επιστολές του Ελευθερίου Βενιζέλου που προειδοποιούσαν την κυβέρνηση πως η κατάληψη της Άγκυρας δεν θα έδινε τέλος στον πόλεμο. Οι προειδοποιήσεις αυτές του Βενιζέλου, όπως άλλωστε και η πρόταση του για την σύμπτυξη του μετώπου σε μια περιφέρεια γύρω από τη Σμύρνη αντί για την προέλαση του ελληνικού στρατού προς την Ανατολή κατά το προηγούμενο έτος, απορρίφθηκαν εκ νέου από την κυβέρνηση της Αθήνας.

Ως το 1922 τα προβλήματα που είχαν δημιουργηθεί στο μέτωπο δεν μπορούσαν πλέον να αγνοηθούν. Ο ελληνικός στρατός ήταν αδύνατο να υπερασπιστεί το ευρύ μέτωπο, αναμένοντας μέχρι την υπογραφή μια συνθήκης που θα έληγε τον πόλεμο, χωρίς την εξωτερική οικονομική βοήθεια από τις Δυνάμεις της Δύσης, η οποία είχε διακοπεί ως αντίποινα για την επάνοδο του βασιλιά Κωνσταντίνου στο θρόνο. Επιπλέον, οι λιποτάκτες ήταν αναρίθμητοι και οι τραυματίες και νεκροί πολλοί. Ο πρωθυπουργός Δημήτρης Γούναρης είχε αντιληφθεί το οικονομικό και στρατιωτικό αδιέξοδο και ζητούσε την άμεση εκκίνηση των διπλωματικών διαδικασιών για την λήξη του πολέμου. Η Ελλάδα θα αναγκαζόταν να εγκαταλείψει το μέτωπο αλλά και τον ελληνικό πληθυσμό της περιοχής αν δεν προχωρούσε άμεσα η διαδικασία αυτή.

Το πολιτικό κλίμα της χώρας είχε πλέον εκτραχυνθεί. Το κλίμα δυσπιστίας προς την κυβέρνηση συνεχώς διευρυνόταν, ο Βενιζέλος από το εξωτερικό κατηγορούσε την κυβέρνηση για τους εσφαλμένους χειρισμούς της πάνω στο ζήτημα αλλά και για τον ίδιο τον βασιλιά για την αδικαιολόγητη ανάμειξη του στις κοινοβουλευτικές διαδικασίες, ενώ οι Σύμμαχοι, έχοντας χάσει τη δυσπιστία τους προς την Ελλάδα, σε νέα τους σύσκεψη αποφάσισαν την αποχώρηση της Ελλάδας από την περιοχή της Σμύρνης αλλά και από την Ανατολική Θράκη. Οι Μικρασιάτες Έλληνες, με την υποστήριξη πάντοτε της Αθήνας και όντας απελπισμένοι, επέσπευσαν τις διαδικασίες για την δημιουργία ενός αυτόνομου «Μικρασιατικού Κράτους» υπό την επίβλεψη του Σουλτάνου. Τον Ιούλιο του 1922 το σχέδιο της αυτονόμησης κρίθηκε ανεδαφικό και απορρίφθηκε. Στις 13 Αυγούστου εκδηλώθηκε η τουρκική αντεπίθεση, η οποία σφράγισε την τύχη του ελληνισμού της Μικράς Ασίας και αποτέλεσε την αφετηρία μια νέας εποχής κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής αστάθειας για την Ελλάδα.


Βασίλης Χατζής

Γεννηθείς το 1996. Μεγάλωσε και σπούδασε στην Αθήνα. Είναι απόφοιτος του τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, με ειδίκευση στη Νεότερη Ιστορία. Κύρια ενδιαφέροντα του αποτελούν η πολιτική, κοινωνική και πολιτισμική ιστορία του 19ου και 20ου αιώνα, καθώς επίσης και ζητήματα της Μεταπολεμικής περιόδου. Γνωρίζει Αγγλικά, Ιταλικά και Ισπανικά.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ