18.8 C
Athens
Σάββατο, 20 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΙστορίαΟ αρχαίος Έλληνας οπλίτης

Ο αρχαίος Έλληνας οπλίτης


Του Δημήτριου Θεοδωρή,

Ο αρχαίος Έλληνας οπλίτης αποτέλεσε τη ραχοκοκαλιά της οπλιτικής φάλαγγας. Αυτός ο στρατιώτης του βαρέως πεζικού, το γρανάζι μιας καλολαδωμένης πολεμικής μηχανής, αποτελούσε μαζί με τους συμπολεμιστές του τη πεμπτουσία του «ισχύς εν τη ενωσει». Το συλλογικό εκπαιδευμένο σώμα έρχεται πρώτο και παίρνει τη θέση του ατομικού ηρωικού μοντέλου.

Πρώτος ο Όμηρος είναι αυτός ο οποίος αναφέρεται στο σχηματισμό της φάλαγγας. Αναφερόταν σε διαδοχικές σειρές από βαριά οπλισμένους στρατιώτες του πεζικού σε πολύ κοντινή απόσταση μεταξύ τους. Οι στρατιώτες αυτοί ονομάζονταν «δορυφόροι». Έφεραν ολόσωμες ασπίδες οι οποίες τους κάλυπταν από το πηγούνι έως τους αστραγάλους. Διέθεταν μια χειρολαβή στο κέντρο της εσωτερικής πλευράς και ένα λουρί, δερμάτινο ιμάντα (τελαμώνα). Αυτού του είδους η ασπίδα αναρτάτο από τον ώμο του πεζού και έτσι είχε τη δυνατότητα να φέρει το έγχος, το κύριο επιθετικό όπλο, ένα δόρυ δηλαδή, 3,5-4 μέτρων. Οι δορυφόροι δεν έφεραν θωράκιση.

Τον 7ο αιώνα π. Χ., εξαιτίας μιας τεχνολογικής πολεμικής καινοτομίας γεννιέται ο οπλίτης και έπειτα η οπλιτική φάλαγγα.  Το βασικό χαρακτηριστικό της εξάρτησης του οπλίτη (20-27 κιλά συνολικά, διάκριση εξοπλισμού σε αμυντικό και επιθετικό) είναι το όπλον, δηλαδή η αργολική ασπίδα. Η ασπίδα αλλάζει και μαζί με αυτή αλλάζει και η πολεμική τακτική. Η νέα ασπίδα έχει διάμετρο 90 εκατοστά και πλατύ χείλος. Είναι μπρούτζινη ή χάλκινη. Επάλληλοι ραμμένοι δίσκοι δέρματος στερεώνονται σε ξύλινο ή μεταλλικό σκελετό. Το πιο σημαντικό όμως βρίσκεται στην εσωτερική πλευρά της και είναι η αργολική λαβή. Πλέον ο στρατιώτης δεν κρατάει απλώς την ασπίδα. Ουσιαστικά την «φοράει». Γίνεται προέκταση του αριστερού χεριού του. Ο οπλίτης περνάει το βραχίονά του σε μια λωρίδα με υποδοχή στο μέσο της ασπίδας (πόρπαξ). Στο εσωτερικό χείλος βρισκόταν επίσης ένας δερμάτινος ιμάντας (αντιλαβή). Αυτές οι δύο λαβές-υποδοχές καθιστούσαν την ασπίδα πιο σταθερή και ικανή να χρησιμοποιηθεί ανά πάσα στιγμή. Οι οπλίτες με μεγαλύτερη ευκολία μπορούν να προχωρούν, να αλλάζουν διάταξη και να πολεμούν με μεγαλύτερη ευχέρεια.  Οι οπλίτες κρατούσαν το όπλον με το αριστερό χέρι και η ασπίδα κάλυπτε κυρίως την αριστερή πλευρά, καθώς η μετατόπιση της στα δεξιά ήταν δύσκολη. Αυτό το μειονέκτημα λύθηκε με τους πυκνούς σχηματισμούς της οπλιτικής φάλαγγας. Ο πιο έμπειρος οπλίτης στεκόταν στα δεξιά. Κάλυπτε με την ασπίδα του την αριστερή πλευρά του και την δεξιά το διπλανού του. Όσο η γραμμή του σχηματισμού μένει αδιάσπαστη τόσο ο οπλίτης μένει ασφαλής. Οι οπλίτες κλείδωναν τις ασπίδες τους (Συνασπισμός) και χρησιμοποιώντας τον ωθισμό (βασική τακτική της οπλιτικής φάλαγγας, οι πίσω σειρές σπρώχνουν τις 2 πρώτες που συνήθως μάχονται) στόχευαν στη δημιουργία ρήγματος στην αντίπαλη παράταξη.

Κύριο επιθετικό όπλο παραμένει το δόρυ, το οποίο δεν προορίζεται για ρήψη. Αποτελείται από 2 και ύστερα από τον 6ο αιώνα π.Χ. από 3 μέρη. Το πρώτο μέρος ήταν το στέλεχος του δόρατος. Ένα μονοκόμματο κομμάτι ξύλου (φλαμουριά) με μήκος 2-2,5 μέτρων. Το δεύτερο μέρος ήταν η αιχμή, σιδερένια σε σχήμα φύλλου. Το τρίτο μέρος αποτελούσε μια βοηθητική αιχμή που ονομαζόταν σαυρωτήρ, χάλκινη στο πίσω μέρος του δόρατος.

Όταν τα δόρατα έσπαγαν αναλάμβαναν τα ξίφη. Το οπλιτικόν ξίφος είχε μήκος  60-65 εκατοστά. Κατασκευαζόταν από σίδερο και το έλασμά του ήταν φυλλόσχημο. Το ξίφος των Σπαρτιατών (ξυήλη) στο τέλος του Πελοποννησιακού Πολέμου έφτασε να έχει μήκος 45 εκατοστά. Τον 5ο αιώνα π. Χ. κάνει την εμφάνιση της και η «κοπίς», κοπίδα. Καθιερώνεται όμως τον 4ο αιώνα π. Χ. κυρίως κατά την εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Ήταν σιδερένια μονόκοπη σπαθομάχαιρα με βαρύ εμπροστόβαρο έλασμα και καμπύλη κλειστή. Ο οπλίτης που χρησιμοποιούσε το ξίφος, θεωρητικά μπορούσε να εκτελέσει 8 είδους χτυπήματα. Τα κοψίματα που μπορούσε να πραγματοποιήσει ήταν δύο: ένα κάθετο και διαγώνιο και οι νηκτικές επιθέσεις ήταν τριών τύπων. Όλα αυτά όμως είχαν άμεση εξάρτηση από το χώρο που είχε στη διάθεσή του ο οπλίτης καθώς εξαιτίας της στενότητας του χώρου στους πυκνούς σχηματισμούς οι κινήσεις του με το ξίφος περιορίζονταν.

Χάλκινες περικεφαλαίες κορινθιακού τύπου αποτέλεσαν τα κατεξοχήν πολεμικά κράνη των οπλιτών. Εμφανίστηκαν για πρώτη φορά τον 8ο αιώνα π. Χ και χρησιμοποιήθηκαν ακόμα και έξω από τα σύνορα του ελληνικού κόσμου. Ελαφρύς θώρακας φτιαγμένος από στρώματα υφάσματος και δέρματος ή βαριοί μεταλλικοί θώρακες από χάλκινες πλάκες, φτιαγμένες με τέτοιο τρόπο ώστε να μοιάζουν με μυώδη κορμό, κνημίδες και επωμίδες συμπληρώνουν τον εξοπλισμό των οπλιτών.

Οι οπλίτες ήταν υποχρεωμένοι να αγοράζουν και να συντηρούν τον εξοπλισμό τους. Μόνο οι Σπαρτιάτες οπλίτες ήταν επαγγελματίες στρατιώτες. Η εφεύρεση της οπλιτικής φάλαγγας απαιτεί μια διευρυμένη κοινωνική βάση η οποία επιφέρει πολιτικές και κοινωνικές αλλαγές. Η στρατιωτική αριστοκρατία περιορίζεται και μαζί με αυτή περιορίζεται ίσως και το μερίδιο των αριστοκρατών στην πολιτική εξουσία.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  • ΜΑΧΕΣ ΚΑΙ ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ, ΤΕΥΧΟΣ Νο 15
  • ΠΟΛΕΜΙΚΕΣ ΜΟΝΟΓΡΑΦΙΕΣ- ΜΥΚΗΝΑΙΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ, ΤΕΥΧΟΣ 10, ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΕΣ Α.Ε.
  • ΤΡΩΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ-Η ΠΙΟ ΔΙΑΣΗΜΗ ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ ΤΗΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ , ΟΙ ΜΟΝΟΓΡΑΦΙΕΣ ΤΟΥ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ «ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ»
  • ΑΡΧΑΙΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΟΠΛΙΤΕΣ-ΟΙ ΓΙΟΙ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ, ΟΙ ΜΟΝΟΓΡΑΦΙΕΣ ΤΟΥ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ «ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ»

Δημήτριος Θεοδωρής
Γεννήθηκε το 1997 στο Μαρούσι Αττικής, με καταγωγή από Λέσβο και Άρτα. Σπουδάζει Πολιτική Επιστήμη και Ιστορία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ