14.4 C
Athens
Σάββατο, 20 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΠολιτικήΓνώμηΕκλογές 1981: «Το ΠΑ.ΣΟ.Κ στη κυβέρνηση, ο λαός στην εξουσία»

Εκλογές 1981: «Το ΠΑ.ΣΟ.Κ στη κυβέρνηση, ο λαός στην εξουσία»


Του Γιώργου Κωστόπουλου,

Οι βουλευτικές εκλογές του 1981 μπορούν να χαρακτηριστούν ως η μεγαλύτερη τομή στη σύγχρονη πολιτική καθημερινότητα της Ελλάδας. Για πρώτη φορά στα ελληνικά χρονικά, ένα κόμμα με καθαρά Αριστερή πολιτική ατζέντα καταφέρνει να κερδίσει την εκλογική μάχη και μάλιστα με τρόπο εκκωφαντικό. Ο ελληνικός λαός, μετά από τρεις σχεδόν  δεκαετίες, ξεπέρασε τα εμφυλιοπολεμικά πάθη και επέτρεψε σε ένα κόμμα πιο ριζοσπαστικό και σοσιαλιστικό να ανέλθει στην εξουσία, κόντρα στον έντονο συντηρητισμό που χαρακτήριζε την τότε ελληνική κοινωνία.

Συγκεκριμένα, στις 18 Οκτωβρίου 1981 διεξήχθη η τρίτη εκλογική αναμέτρηση στα χρόνια της Μεταπολίτευσης, η οποία ακολούθησε την λήξη της θητείας της κυβέρνησης Κωνσταντίνου Καραμανλή και μετέπειτα Γεωργίου Ράλλη. Το Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα απέσπασε τη μερίδα του λέοντος, συγκεντρώνοντας το 48,07% που του εξασφάλισαν 172 έδρες. Σχεδόν 12 ολόκληρες μονάδες πίσω ακολούθησε η Νέα Δημοκρατία του Γεωργίου Ράλλη, που γνώρισε την πρώτη της εκλογική ήττα λαμβάνοντας το 35,88% και 115 έδρες. Τρίτο και τελευταίο κόμμα που πέτυχε την είσοδό του στο κοινοβούλιο ήταν το Κ.Κ.Ε. του Χαρίλαου Φλωράκη, που συγκέντρωσε το 10,93% των ψήφων και 13 έδρες. Κανένα άλλο κόμμα δεν κατάφερε να πετύχει ένα ικανοποιητικό αποτέλεσμα, ώστε να εκλέξει κάποιο βουλευτή.

Η νίκη του ΠΑ.ΣΟ.Κ έκανε σύντομα το γύρο της Ευρώπης, καθώς την εποχή εκείνη αποτέλεσε μια κοσμογονική αλλαγή στα πολιτικά πράγματα της Ελλάδας. Ο Ανδρέας Παπανδρέου, κατά τις προεκλογικές του ομιλίες, είχε σπείρει τον αέρα της ουσιαστικής και πραγματικής «Αλλαγής», που σύντομα έγινε κεντρικό σύνθημα της καμπάνιας του κόμματος. Μιας «Αλλαγής» στα θεμέλια της κοινωνίας, ενάντια σε συντηρητικές παραδόσεις και κόντρα στο status quo της εποχής.

Το πολιτικό πρόγραμμα του ΠΑ.ΣΟ.Κ ήταν αρκετά ριζοσπαστικό και μιλούσε για ζητήματα που αποτελούσαν ταμπού για την έντονα συντηρητική ελληνική κοινωνία. Θέματα όπως η ισότητα των δύο φύλων, η νομιμοποίηση του πολιτικού γάμου, η κατάργηση της μοιχείας ως ποινικό αδίκημα και η κατάργηση του θεσμού της προίκας ήρθαν στο προσκήνιο με την μεταρρύθμιση του Οικογενειακού Δικαίου που πραγματοποιήθηκε από την πρώτη κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου.

Σε επίπεδο εξωτερικής πολιτικής, το ΠΑ.ΣΟ.Κ κατά τις προεκλογικές του εξαγγελίες τασσόταν με μεγάλη επιφύλαξη απέναντι στην Ευρωπαϊκή πορεία της χώρας και στη σύμπραξή της με τη Δύση. Η έξοδος από την τότε Ε.Ο.Κ., καθώς και από το ΝΑΤΟ αποτελούσαν προτεραιότητες για το ΠΑ.ΣΟ.Κ το οποίο είχε υιοθετήσει, ως αναφέρθηκε, μια αρκετά αριστερή οπτική των πραγμάτων, κρατώντας ίσες αποστάσεις από τις δύο υπερδυνάμεις στο πλαίσιο μιας ουδετερότητας. Συνθήματα όπως «Έξω οι βάσεις του θανάτου» και «Ε.Ο.Κ. και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο» ήταν πολύ δημοφιλή την εποχή εκείνη, ωστόσο η συνέχεια δεν επιβεβαίωσε κανένα από τα παραπάνω πολιτικά τσιτάτα.

Στο αντίπαλο στρατόπεδο, αυτό της Νέας Δημοκρατίας, η ήττα ήταν κάτι που βίωναν για πρώτη φορά και σε αυτή μεγάλο ρόλο έπαιξε η απουσία του ιδρυτή του κόμματος Κωνσταντίνου Καραμανλή. Η ανάληψη των καθηκόντων του Προέδρου της Δημοκρατίας από τον Καραμανλή, έφερε στην ηγεσία του κόμματος τον Γεώργιο Ράλλη, ο οποίος δεν κατάφερε σε καμιά περίπτωση να διαχειριστεί ούτε την παρακαταθήκη που είχε αφήσει ο ιδρυτής στο κόμμα, αλλά ούτε και το πολιτικό εκτόπισμα του Ανδρέα Παπανδρέου.

Σε ένα κομβικό σημείο για την Ελλάδα και τον κόσμο γενικότερα, καθώς την ίδια περίοδο ο Ψυχρός Πόλεμος βρισκόταν πολύ κοντά στο τέλος, ο ελληνικός λαός έδειξε να απελευθερώνεται από τη γενικότερη συντήρηση και να αποκτά ένα πιο ανοιχτό και σοσιαλιστικό πνεύμα. Σχεδόν ένας στους δύο ψηφοφόρους στήριξε το ΠΑ.ΣΟ.Κ, με το εκλογικό αποτέλεσμα να παίρνει επικές διαστάσεις. Με αυτή την εξέλιξη, ουσιαστικά το ΠΑ.ΣΟ.Κ πέτυχε να γίνει ο βασικός εκπρόσωπος τόσο του Δημοκρατικού Κέντρου, έως και της τότε Αριστεράς, παίρνοντας τη σκυτάλη από το κόμμα του Γεωργίου Παπανδρέου την Ένωση Κέντρου.

Το 1981 ήταν η χρονιά της αλλαγής των δεδομένων και αυτό το παραδέχονται όλοι ανεξαρτήτως πολιτικής κατεύθυνσης. Μιας αλλαγής που η Ελλάδα είχε ανάγκη μιας που είχε μείνει πολύ πίσω για τα δεδομένα της Ευρώπης σε επίπεδο κοινωνικό και νομικό. Ο Παπανδρέου βρέθηκε την κατάλληλη στιγμή στο κατάλληλο μέρος και με το χάρισμά του ένωσε τον ελληνικό λαό και ιδίως τα φτωχά λαϊκά στρώματα που επί χρόνια δεν είχαν κάποια συγκεκριμένη πολιτική εκπροσώπηση. Όπως μαρτυρά και ένα από τα κεντρικά συνθήματα της εποχής «το ΠΑ.ΣΟ.Κ στη κυβέρνηση, ο λαός στην εξουσία», δείγμα της εμβέλειας που είχε το κόμμα αυτό στα λαϊκά, κυρίως, στρώματα.

Η Ελλάδα χρειάζεται κατά καιρούς παρόμοιες «αλλαγές», ώστε να ξεφεύγει από εσωτερικούς διχασμούς και διεθνείς απομονώσεις. Η αλλαγή νοοτροπίας και η φιλελευθεροποίηση των θεσμών είναι σημάδι ενός υγιούς πολιτικού συστήματος που δεν προσκολλάται σε αναχρονιστικές και παλιομοδίτικες τεχνικές, αλλά έχει τη διάθεση να δείξει πως είναι ευέλικτο και ανοιχτό σε νέες ιδέες. Τέτοιες αλλαγές έχει ανάγκη η πολιτική ζωή της χώρας μας και προς αυτό το δρόμο οφείλουν να βαδίζουν όλοι οι εκπρόσωποι του συνταγματικού τόξου, ώστε να πετύχουμε ξανά παρόμοιες ριζικές «αλλαγές».


Γιώργος Κωστόπουλος

Απόφοιτος του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου. Το διάστημα αυτό σπουδάζει Δημοσιογραφία και ΜΜΕ σε ιδιωτικό Ινστιτούτο εκπαίδευσης. Έχει προηγούμενη εμπειρία στην αρθρογραφία καθώς την περίοδο 2016-2017 υπήρξε αρθρογράφος για διάφορα site ποικίλης ύλης, ενώ από τις αρχές του 2018 είναι ιδρυτής και διαχειριστής ενημερωτικού group αθλητικού περιεχομένου στα social media. Από ξένες γλώσσες γνωρίζει αγγλικά.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Γιώτα Κοσκινά
Γιώτα Κοσκινά
Γεννήθηκε στην Αθήνα και μεγάλωσε στον Πειραιά. Αποφοίτησε το 2016 από το τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου με κατεύθυνση την Πολιτική Επιστήμη. Είναι μεταπτυχιακή φοιτήτρια του τμήματος Επικοινωνίας και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης στο μεταπτυχιακό με τίτλο «Πολιτική και Διαδίκτυο» του Πανεπιστημίου Αθηνών. Εργάζεται στον ιδιωτικό τομέα ως επικοινωνιολόγος.