21.2 C
Athens
Πέμπτη, 25 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΠολιτισμόςΗ πατριωτική "Cultίλα" του Παπαφλέσσα

Η πατριωτική “Cultίλα” του Παπαφλέσσα


Του Μιχάλη Γιαννακίδη,

Πριν από 48 χρόνια η Finos Films και ο Ερρίκος Ανδρέου έφεραν στη ζωή τον «Παπαφλέσσα», μια υπερπαραγωγή 12 εκατομμυρίων δραχμών, που όπως έμαθα στο διαδίκτυο, έχει χαρακτηριστεί έπος του ελληνικού κινηματογράφου. Μέχρι πρότινος, δεν είχα δει την ταινία, παρά μόνο την τελευταία σκηνή, μα ο χαρακτηρισμός μου φάνηκε δικαιολογημένος, άλλωστε, έχει την μεγαλύτερη τιμή που μια ελληνική ταινία μπορεί να έχει: Προβάλλεται στην ελληνική τηλεόραση στα τέλη κάθε Μαρτίου εδώ και δεκαετίες. Η μόνη άλλη ταινία που μπορεί να την ανταγωνιστεί σε αυτόν τον τομέα είναι τα πάθη του Χριστού και εντελώς συμπτωματικά και στις δύο παραγωγές η Παναγία παίζει σημαντκό ρόλο.

Σήμερα, αποφάσισα να δω τον Παπαφλέσσα, όχι γιατί μου ζητήθηκε να τη σχολιάσω για το άρθρο μου, αλλά για να ξυπνήσω τον πατριωτισμό που υπάρχει κάπου βαθιά μέσα στη ψυχή μου. Χωρίς να το περιμένω, κιόλας, από τους τίτλους της ταινίας με κατέκλεισε φόβος. Βλέπετε, είμαι παντελώς άσχετος όσον αφορά τον ελληνικό κινηματογράφο, αλλά αναγνώρισα το όνομα της Κάτιας Δανδουλάκη όταν πετάχτηκε στην οθόνη μου και φοβήθηκα πως η αμάθεια μου δεν θα μου επιτρέψει να καταλάβω ποιόν ρόλο παίζει. Ευτυχώς για μένα, παίζει τον μόνο γυναικείο ρόλο σημασίας στην ταινία, μετά τη Παναγία φυσικά, οι εικόνες της οποίας είχαν κάποια εξαιρετικά κοντινά πλάνα. Τον τρίτο πιο σημαντικό γυναικείο ρόλο έχει η Οριένταλ χορεύτρια του Αγά, η οποία, είμαι σίγουρος, τρομοκράτησε πολλούς γονείς και έκανε χαρούμενα πολλά αγόρια το μακρινό 1971.

Η ταινία ξεκινά με μια διαμάχη μεταξύ Τούρκων και Ελλήνων, όπως θα περίμενε κανείς, αλλά όχι για την ελευθερία του ελληνικού λαού, μα για κάποια στρέμματα γύρω από ένα μοναστήρι, το μοναστήρι του Παπαφλέσα. Μπορεί αυτή η διαμάχη να σας φαίνεται ασήμαντη, μέχρι, όμως, να σας πω ότι αυτα τα στρέμματα βρίσκονταν στην ελληνική πρωτεύουσα της κάνναβης, την Καλαμάτα (Η δεύτερη θέση ανήκει αδιαμφισβήτητα στα Ζωνιανά), όποτε καταλαβαίνω τη σημαντικότητα αυτής της έκτασης, την οποία τελικά ο Παπαφλέσσας υπερασπίζεται.

Έπειτα, ο Παπαφλέσσας φεύγει από την μονή, ταξιδεύει στην Κωνσταντινούπολη οπού μυείται στην Φιλική Εταιρεία από τον Παναγιώτη Αναγνωστόπουλο, ο οποίος κερδίζει το, ιδιαίτερα ανταγωνιστικό, βραβείο του καλύτερου μύστακα της ταινίας, και γυρίζει πίσω στην Ελλάδα. Όντας στα πάτρια εδάφη, ο Παπαφλέσσας δίνει μια ομιλία ”φωτιά” και προσπαθεί, παθιασμένα, να πείσει τους συμπατριώτες του να ξεσηκωθούν.

Το μεγαλύτερο πρόβλημα που απασχολεί τους ήρωες του έθνους και τις ταινίας δεν είναι τόσο το αν θα κάνουν επανάσταση, αλλά το πότε, ενώ όσο προσπαθούν να αποφασίσουν τη σωστή ημερομηνία καπνίζουν ναργιλέ. Δεν σας κάνω πλάκα, οι ναργίλεδες όχι μόνο κάνουν την εμφάνιση τους στα σημαντικά meeting της ταινίας, αλλά είναι και ο μόνος ενωτικός παράγοντας μεταξύ Τούρκων και Ελλήνων, καθώς και οι δύο λαοί τους εκτιμούν. Τελικά η ημερομηνία που ορίζεται είναι η *σταματήστε την ανάγνωση αν δεν έχετε δει την ταινία* 25ή Μαρτίου και η επανάσταση αρχίζει με την πρώτη ελληνική νίκη.

Κάπου τότε, στη μέση της ταινίας, έκανα ένα μικρό διάλειμμα και όταν επέστρεψα είδα την ταινία με διαφορετικό μάτι. Δεν ξέρω αν βρήκα αποκρουστική την εικόνα του πολέμου, ακόμη και με τα, γελοία, πλέον, εφέ της αποχής ή αν απλά στέρεψα από αστεία, μα η ώρα άρχισε να περνάει πιο αργά.  Δεν έφταιγε η σκηνοθεσία ή η υποκριτική, ούτε το γεγονός ότι ήξερα τι θα συμβεί στο τέλος.

Αυτό που με πείραξε ήταν το ύφος της ταινίας. Τα συνεχή, εμφανή και μη, μηνύματα για την ανωτερότητα των Ελλήνων και την κατωτερότητα των Τούρκων και αυτή η σιγουρία μας για την έγνοια του ενός και μοναδικού Θεού για το έθνος μας, αλλά όχι για τα άλλα. Μηνύματα που η ελληνική κοινωνία, για δεκαετίες, κακώς, τρώει με το κουτάλι.

Φυσικά, οι παραπάνω ”ατέλειες” της ταινίας δεν υπονομεύουν τις ηρωικές πράξεις του Παπαφλέσσα, ή οποιουδήποτε άλλου ήρωα του ’21, όμως με τον τρόπο που προβάλλονται αποδεικνύουν ότι η κακή τέχνη μπορεί, τελικά, να ξευτελίσει το οτιδήποτε.


Μιχάλης Γιαννακίδης

Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, αλλά μένει μόνιμα στην Αθήνα. Είναι τριτοετής φοιτητής Πολιτικών Επιστημών και Διεθνών Σχέσεων, στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου. Εργάζεται στον ιδιωτικό τομέα και πιο συγκεκριμένα στον χώρο τον media, ενώ στον ελεύθερο του χρόνο, ασχολείται με την τέχνη και την άθληση.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ