16.8 C
Athens
Παρασκευή, 26 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΤο φαινόμενο της ακάλυπτης επιταγής

Το φαινόμενο της ακάλυπτης επιταγής


Της Έφης Θανοπούλου,

Ολοένα και συχνότερα κάνει την εμφάνισή του το φαινόμενο μια επιταγή να είναι “ακάλυπτη”, να μην υπάρχουν δηλαδή τα απαραίτητα χρήματα (κατά την εμφάνιση) για την εξόφλησή της. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο νομικός χειρισμός των ακάλυπτων επιταγών τόσο από την πλευρά του εκδότη αυτών, όσο και από την πλευρά του κομιστή – λήπτη. Τα σχετικά με το αδίκημα της ακάλυπτης επιταγής αναφέρονται στο άρθρο 79 του Νόμου 5960/1933.

Ακάλυπτη είναι, ως ανεφέρθη, η επιταγή, η οποία εμφανίστηκε νομοτύπως και δεν πληρώθηκε από την τράπεζα, επειδή δεν υπήρχε κάλυψη. Ακάλυπτη είναι όμως και η επιταγή που έχει εκδοθεί με χρέωση λογαριασμού τρίτου προσώπου και δεν πληρώθηκε, επειδή δεν υπήρχαν διαθέσιμα στο λογαριασμό του τρίτου αυτού που υπέδειξε ο εκδότης.

Επικρατεί η άποψη ότι η ακάλυπτη επιταγή μπορεί να υπάρξει και σε περίπτωση πρόωρης ανακλήσεως της επιταγής. Αν και η ανάκληση αυτή δεν δεσμεύει την τράπεζα, οι τράπεζες, αν και δικαιούνται να πληρώσουν, σέβονται την ανάκληση αυτή και δεν πληρώνουν, σημειώνοντας στο σώμα της επιταγής ότι δεν την πληρώνουν «λόγω ανακλήσεως, παρά την ύπαρξη επαρκούς υπολοίπου». Ο Άρειος Πάγος, όμως, έχει προχωρήσει πέρα από τις τράπεζες. Στη σχετικώς πρόσφατη νομολογία του (Απόφαση υπ’ αριθμ. 354 / 2015), δέχεται ότι η πρόωρη ανάκληση της επιταγής καθιστά τα υπάρχοντα κεφάλαια μη διαθέσιμα για τη συγκεκριμένη επιταγή. Εξομοιώνει, έτσι, την επιταγή με ακάλυπτη.

H σύγχρονη Νομολογία αποβλέπει προφανώς στο να θέσει τέρμα στις καταχρήσεις που μαστίζουν τις συναλλαγές και κυρίως με την έκδοση μεταχρονολογημένων επιταγών (δηλ. επιταγών με ημερομηνία μεταγενέστερης από την αληθή υπογραφή τους) και την ταυτόχρονη ανάκλησή τους. Η θέση όμως αυτή, τουλάχιστον ως προς το ποινικό αδίκημα του άρθρου 79 του νόμου, φαίνεται να προσκρούει στο άρθρο 7 παρ. 1 εδ. α’ του Συντάγματος, κατά το οποίο: «Έγκλημα δεν υπάρχει ούτε ποινή επιβάλλεται χωρίς νόμο που να ισχύει πριν από την τέλεση της πράξεως και να ορίζει τα στοιχεία της».

Αν η λειτουργία της επιταγής δεν εξελιχθεί ομαλά και η επιταγή περιέλθει σε κατάσταση ανάγκης, αν δηλαδή κατά την έγκαιρη εμφάνισή της ο πληρωτής αρνηθεί την πληρωμή, ο κομιστής μπορεί να ασκήσει αναγωγή κατά του εκδότη, των οπισθογράφων, και των άλλων τυχόν υπόχρεων (άρθρα 40 επόμ. ν. 5960). Εξάλλου, και αυτός που θα πληρώσει την επιταγή έπειτα από αναγωγή μπορεί, ενδεχομένως, να στραφεί εναντίον άλλου υπόχρεου, για να εισπράξει από αυτόν ό,τι κατέβαλε. Στην επιταγή υπάρχει μόνο η αναγωγή κατά ή μετά τη λήξη. Επομένως, δεν υπάρχει η αναγωγή προ της λήξεως. Η αναγωγή στην επιταγή ρυθμίζεται από τα άρθρα 40-48 ν. 5960/1933.

Επειδή η επιταγή χρησιμεύει ως μέσο πληρωμής, η παραγραφή των αξιώσεων που απορρέουν από αυτή είναι πολύ σύντομη (6 μήνες) . Συγκεκριμένα, οι αξιώσεις αυτές παραγράφονται μετά από έξι μήνες, που αρχίζουν: α) αν πρόκειται για την αξίωση του κομιστή κατά του εκδότη και των άλλων υπόχρεων, από τη λήξη της προθεσμίας προς εμφάνιση της επιταγής και β) αν πρόκειται για την αξίωση αυτού που πλήρωσε κατ’ αναγωγή προς απόδοση των καταβληθέντων κατά των υπόχρεων απέναντι του, από την ημέρα που πλήρωσε ή από την ημέρα που ενήχθη προς πληρωμή. Στην περίπτωση που ο κομιστής εξέπεσε από το δικαίωμα αναγωγής, επειδή δεν εμφάνισε έγκαιρα ή δεν βεβαίωσε κατά τον προσήκοντα τρόπο την άρνηση πληρωμής ή επειδή παραγράφηκε η αξίωσή του, έχει αναγωγή αδικαιολόγητου πλουτισμού. Την αγωγή αυτή ρυθμίζει το άρθρο 60 ν. 5960. Πρέπει να σημειωθεί ότι, όσον αφορά την επιταγή, υπάρχει διάσταση απόψεων σχετικά με την έννοια της ζημίας που απαιτείται ως προϋπόθεση για την αγωγή του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Πάντως, οι περισσότερες αποφάσεις (όπως και επί συναλλαγματικής) τάσσονται με την άποψη ότι ζημία υπάρχει, όταν ο ενάγων έχασε την αγωγή, ενώ ελάχιστες ακολουθούν την άποψη ότι ζημία υπάρχει, όταν ο ενάγων έχασε μόνο την αγωγή από την επιταγή,  λόγω εκπτώσεως ή παραγραφής και είναι αδιάφορο αν έχει ακόμα δυνατότητα εγέρσεως αγωγής από την υποκείμενη σχέση.


Πηγές

  • Α. Κιάντου – Παμπούκη- Η μεταχρονολογημένη επιταγή
  • Α. Κιάντσυ – Παμπούκη – Δίκαιο Αξιόγραφων
  • Ν. Ρόκας – Αξιόγραφα
  • Ν. 5960/1933

Έφη Θανοπούλου

Γεννήθηκε στα Τρίκαλα Θεσσαλίας, όπου κατοικεί και εργάζεται ως Δικηγόρος στο ιδιόκτητο Δικηγορικό της Γραφείο στην πόλη των Τρικάλων. Είναι απόφοιτη του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης, του τμήματος της Νομικής και έχει ειδικευτεί στο Ποινικό Δίκαιο, στο Εμπορικό Δίκαιο και Δίκαιο της Αναγκαστικής Εκτελέσεως. Έχει συμμετάσχει σε πλείονες ημερίδες και συνέδρια σε αντικείμενο τους προαναφερθέντες τομείς δικαίου, ενώ έχει σημαντική εθελοντική δράση σε ιδιαίτερα ευαισθητοποιημένους φορείς κοινωνικής δράσης. Συγγράφει στην θεματική ενότητα των Νομικών Θεμάτων με αντικείμενο το Ποινικό και Εμπορικό Δίκαιο.

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ