23.1 C
Athens
Τετάρτη, 24 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΚοινωνίαΗ δημοκρατία πούλησε τη Μακεδονία

Η δημοκρατία πούλησε τη Μακεδονία


Της Άννας Κανάκη

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Στις 29/11, την επομένη της πανελλαδικής απεργίας πολλών του υπηρεσιών του  δημοσίου, οι εφημερίδες αναφέρουν μαζικές καταλήψεις σε σχολεία της επικράτειας, ειδικά στη Μακεδονία. Φαίνεται σαν μια τέλεια συγκυρία για να χάσουν μάθημα τα παιδιά, αλλά τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά. Εκείνη την Πέμπτη κλείνει το 14%, σύμφωνα με τις περισσότερες εκτιμήσεις, των σχολείων πανελλαδικά και ειδικότερα το 30% των σχολείων στης Δυτικής Θεσσαλονίκης, με μοναδικό αίτημα την αναθεώρηση της Συμφωνίας των Πρεσπών και με συνακόλουθη των καταλήψεων μία ανάμεικτη μαθητική και ενήλικη πορεία στο κέντρο της συμπρωτεύουσας. Τα πράγματα φαίνονται πια περισσότερο σοβαρά, ενώ το γεγονός λαμβάνει διαστάσεις στον τύπο.

ΤΙ ΣΥΝΕΒΗ;

Τα ρεπορτάζ που καλύπτουν το θέμα αναφέρουν μαθητές να βγαίνουν στο δρόμο με το συναίσθημα ότι έτσι αγωνίζονται για την Ελλάδα. Με έναν έφιππο μαθητή να οδηγεί ένα πλήθος χίλιων ατόμων περίπου, σε μια πορεία αποτελούμενη κατά κύριο λόγο από μαθητές, κατευθύνονται στο κέντρο της Θεσσαλονίκης φωνάζοντας συνθήματα έξω από το Υπουργείο Μακεδονίας-Θράκης και το Δημαρχείο, όπως «η Δημοκρατία πούλησε τη Μακεδονία», ή «δεν θα γίνεις Έλληνας ποτέ, Σκοπιανέ, Σκοπιανέ». Εντωμεταξύ, τα σχολεία κρατούν κλειστά οι μαθητές που δεν πηγαίνουν στην πορεία, δηλαδή μάλλον η πλειοψηφία των παιδιών, που είτε κρατούν την κατάληψη ή γυρνούν σπίτια τους. Ωστόσο, εκείνο που αναστατώνει την κοινή γνώμη είναι η αντίδραση των καθηγητών επί του θέματος. Ορισμένοι έχουν συμφωνήσει με τα παιδιά να μην τους καταχωριστούν απουσίες ενώ εκείνα θα λείπουν στην πορεία, ενώ άλλοι έχουν δηλώσει ξεκάθαρα την αντίθεσή τους τόσο σε αυτήν, όσο και στις καταλήψεις. Έτσι, δεν λείπουν οι αναφορές ότι τόσο μαθητές όσο και γονείς διαπομπεύουν καθηγητές εξαιτίας της άρνησης των τελευταίων να συμφωνήσουν στις καταλήψεις.

Το ζήτημα αποκτά διαστάσεις μετά τις αντιδιαστέλλουσες δηλώσεις της ΔΑΚΕ της Ε’ ΕΛΜΕ Θεσσαλονίκης και του ΔΣ της Ε’ ΕΛΜΕ. Αφενός, η ΔΑΚΕ (Δημοκρατική Ανεξάρτητη Κίνηση Εργαζομένων) Καθηγητών Δημόσιας Εκπαίδευσης υποστήριξε το δικαίωμα των μαθητών στη διαμαρτυρία μέσω των καταλήψεων των σχολείων τους για ένα ζήτημα εξέχουσας εθνικής σημασίας. Αφετέρου, η ΟΛΜΕ (Ομοσπονδία Λειτουργών Μέσης Εκπαίδευσης) θεώρησε τις βάσεις του κύματος καταλήψεων ακροδεξιές και έλαβε ξεκάθαρη θέση κατά αυτών. Η ομοιότητα όμως που παρουσιάζει η ανακοίνωση της πρώτης με την κατά 1 μέρα αργότερη δήλωση του βουλευτή της ΧΑ Χρήστου Παππά είναι αυτό που δυναμίτισε την κατάσταση προκαλώντας τους ανάλογους συνειρμούς.

Το θέμα από πολιτικό έχει πια γίνει ξεκάθαρα κομματικό. Μετά τις δηλώσεις των συλλόγων καθηγητών Μακεδονίας, έρχονται δηλώσεις από κάθε κόμμα που σέβεται τον εαυτό του. Στην πλειοψηφία τους αυτά, τόσο η κυβέρνηση όσο και κόμματα ανήκοντα στην αντιπολίτευση, δεν υποστηρίζουν τις καταλήψεις, όλα εκτός από ένα. Ο συνήθης ύποπτος, το κόμμα της Χρυσής Αυγής, κατηγορείται ότι βρισκόταν πίσω από το μαθητικό συλλαλητήριο και ότι μάλιστα αφού είχε έρθει σε επαφή με μαθητές και καθηγητές των σχολείων που συμμετείχαν στις καταλήψεις, παρουσίασε εκπροσώπους του και στην πορεία, που εμψύχωναν τους μαθητές και τους υπαγόρευαν τα συνθήματα.

ΦΤΑΙΕΙ Η ΣΥΜΦΩΝΙΑ;

Μπορεί η ίδια η Συμφωνία των Πρεσπών να αποτελέσει τον κύριο υπαίτιο; Μπορεί να είναι μία διεθνής συμφωνία με έντονο πολιτικό εκτόπισμα, υπεύθυνη για το 14% των ελληνικών σχολείων κλειστών; Η συμφωνία αυτή έχει από πλείστες όσες πηγές, περισσότερο και λιγότερο έγκυρες, επικριθεί ως ανεπαρκής. Είναι μία συμφωνία με κενά διότι αποτυγχάνει να λύσει θεμελιώδη ζητήματα και να προβλέψει άλλα που με μεγάλη πιθανότητα φαίνεται πως θα ανακύψουν. [Σχετικά βλ τη συνέντευξη του καθηγητή Μ. Σαρηγιαννίδη στην offline post.] Ένα από αυτά τα ζητήματα που δεν επιλύει οριστικά και σε ικανοποιητικό βαθμό είναι οι ουσιαστικοί φόβοι για αλυτρωτικές τάσεις που ενδέχεται να εκφραστούν από τη Βόρεια Μακεδονία. Παρά τη ρητή διάταξη που περιλαμβάνεται στη συμφωνία για αναθεώρηση του Συντάγματος ώστε να παραλειφθούν οι αναφορές του περί μακεδονικού αλυτρωτισμού, η διαπίστωση στην κοινή γνώμη πως Μακεδονία και Βόρεια Μακεδονία είναι δυο πράγματα διαφορετικά, είναι μάλλον δυσκολότερη. Ειδικά μετά τις δηλώσεις του κ Ζάεφ περί μακεδονικής γλώσσας που θα διδάσκεται στα ελληνικά σχολεία καθώς και περί «Βόρειας Μακεδονίας και Μακεδονίας του Αιγαίου», που προκάλεσαν ξανά αναστάτωση. Το όλο εγχείρημα απλώς δυσκολεύει όταν η εικόνα μεγαλώνει ώστε να χωρέσουν σε αυτή οι ισχυρές τουρκικές μειονότητες της Βόρειας Μακεδονίας, πολύ εύκολα κατευθυνόμενες από την τουρκική κυβέρνηση, η οποία δεν σταματά να δράττει κάθε ευκαιρία για το εθνικό της συμφέρον.

Από την άλλη, όμως είναι μάλλον άδικο να υποστηριχτεί πως πρόκειται για μια άδικη για την Ελλάδα συμφωνία που θέτει σε κίνδυνο την εδαφική ακεραιότητα της Μακεδονίας ή υποθηκεύει το μέλλον των μικρών Ελλήνων Μακεδόνων. Αυτό που σίγουρα αληθεύει είναι το γεγονός ότι η υπογραφή της συγκεκριμένης συμφωνίας αποτελεί μια πράξη της κυβέρνησης πολύ έντονα καταδικαστέα από την ελληνική κοινή γνώμη. Και ως εκ τούτου, παρουσιάζεται ως σύμβολο αποτυχίας της κυβέρνησης. Η τωρινή κυβέρνηση, όπως κάθε κυβέρνηση, έχει υποστηρικτές και κατακριτές. Όμως οι κατακριτές της δυσκολεύτηκαν να βασίσουν το «στόρυ της αποτυχίας της» πάνω στις υπογραφές μνημονίων συνεννόησης ή στα στεγνά αριθμητικά στοιχεία της ελληνικής οικονομίας, ή έστω στις αυτοαναιρούμενες προεκλογικές δηλώσεις. Η μεγάλη ευκαιρία ήρθε λοιπόν με την προσπάθεια επίλυσης αυτού του διεθνούς ζητήματος, η οποία δεν έφερε τίποτα άλλο παρά αντιδράσεις, εντός και εκτός Βουλής. Οι αντιδράσεις αυτές  είναι που καθιέρωσαν τη Συμφωνία των Πρεσπών ως σύμβολο της ιστορικής αποτυχίας της κυβέρνησης, αντιδράσεις μάλιστα που εκφράστηκαν στην πιο πρόσφατή τους μορφή από τα στόματα «αθώων μαθητών».

ΜΑ ΕΙΝΑΙ ΠΑΙΔΙΑ!

Ακριβώς αυτό όμως είναι το όπλο της συγκεκριμένης αντίδρασης, το γεγονός ότι αυτή η συμφωνία είναι τόσο κακή, που ακόμα και οι μαθητές άφησαν κατά μέρος τις σχολικές τους υποχρεώσεις, έκλεισαν με απόφασή τους τα σχολεία τους και βγήκαν να διαμαρτυρηθούν. Ακριβώς το δικό μας σημείο διαφωνίας: Ενώ η διαδήλωση είναι συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα για τους πολίτες κάθε ηλικίας ως μια μορφή διαμαρτυρίας για οποιοδήποτε ζήτημα με το οποίο διαφωνούν, δεν πρέπει να ισχύει το ίδιο και για τις σχολικές καταλήψεις. Αυτές έχουν ουσία στην περίπτωση που γίνονται για θέματα που αφορούν την εκπαίδευση ή τουλάχιστον τους ανήλικους μαθητές. Σημειωτέον, δε, ότι κοινό αίτημα των καταλήψεων ήταν η μη ψήφιση από το ελληνικό κοινοβούλιο της Συμφωνίας των Πρεσπών, και κανένα άλλο αίτημα αναφορικά με τα ολοφάνερα προβλήματα που και φέτος αντιμετώπισαν πολυάριθμα Γυμνάσια και Λύκεια.

Στη συζήτηση αυτή αξίζει να προστεθεί ο ρόλος-κλειδί  των δεκαπενταμελών των σχολείων που καταλήφθηκαν. Όπως όλες οι σημαντικές αποφάσεις, έτσι και εκείνη για αναγκαστικό κλείσιμο του σχολείου, λαμβάνονται από το σώμα του 15μελούς συμβουλίου, καθώς η κατάληψη του σχολείου από μία μειονοτική ομάδα παιδιών μάλλον αντίκειται στους δημοκρατικούς κανόνες λειτουργίας του σχολείου. Σε ποιο κάλεσμα όμως ανταποκρίνεται τυχόν απόφαση του15μελούς ή και των μεμονωμένων μαθητών για κατάληψη; Στα ανώνυμα καλέσματα που παρέλαυναν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης το κρίσιμο χρονικό διάστημα; Σε μία ανάγκη της μαθητικής κοινότητας για αντίδραση στη συμφωνία; Σε τυχόν πολιτική κατεύθυνση και οδηγίες δοθείσες σε παιδιά με επιρροή στο σχολικό χώρο ή ακόμα και σε καθηγητές; Οσοδήποτε σκανδαλιστικό κι αν ίσως ακούγεται αυτό, η αλήθεια είναι πως στην Ελλάδα δεν έγινε ποτέ μία σοβαρή συζήτηση για το κατά πόσο φορείς, ιδίως πολιτικοί, έχουν παρεισφρήσει με έμμεσο ή άμεσο τρόπο στο σχολικό θεσμό και τον έχουν διαβρώσει. Στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση αυτό θα μπορούσε να συντελεστεί κυρίως μέσω του Συλλόγου Διδασκόντων και του Συλλόγου Γονέων και Κηδεμόνων, όπου μεταξύ ενηλίκων υπάρχει τόσο ειλικρίνεια όσο και αντιστάσεις. Αλλά στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση υπάρχει ο πολύ αμεσότερος τρόπος, εκείνος του συμβουλίου των μαθητών. Είναι όμως εξωφρενικά υποκριτικό σε ένα χώρο όπου κάθε κοινωνικό ερέθισμα μεταπλάθεται έτσι ώστε να έχει την ελάχιστη πολιτική και –Θού, Κύριε- κομματική χροιά, να επιτρέπεται στους κάθε απόχρωσης κομματικούς φορείς να θέτουν μαθητές ως πόλους ενδοσχολικής πολιτικής τους και προσέλκυσης νέων οπαδών. Η λύση προφανέστατα δεν είναι η αντιδημοκρατική επιβολή κυρώσεων στους φανερά ή κρυφά πολιτικοποιημένους μαθητές, αλλά η άρνηση, και βέβαια με τη βοήθεια των καθηγητών, να φορούν τα κομματικά ενδιαφέροντα τον μανδύα των σχολικών προβλημάτων και να διαβρώνουν έτσι το εκπαιδευτικό σύστημα που ήδη σωρεύει περισσότερες ατέλειες. Με το να εξορίζουμε τον πολιτικό λόγο από τα σχολεία ή να τον συρρικνώνουμε στο «δευτερεύον» κατά την κοινή άποψη και εξεταστοκεντρικό μάθημα της Κοινωνικής και Πολιτικής Αγωγής/Πολιτικής Παιδείας, φαίνεται πως απλά κλείνουμε τα μάτια σε ένα πρόβλημα που παραμένει άλυτο. Και αυτό γίνεται παραπάνω από σαφές με μια απλή παρατήρηση των βίαιων και οργισμένων συνθημάτων που ακούστηκαν στην πορεία, τα οποία βγήκαν από τα λαρύγγια μαθητών περισσότερο αγανακτισμένων, παρά γαλουχημένων στον ευγενή διάλογο. Με άλλα λόγια, αν μια πολιτική συζήτηση είναι άσκοπη, γιατί οι μαθητές κατέλαβαν το σχολείο τους και βγήκαν στους δρόμους;

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Μετά από όλη τη διερώτηση για το αν η Συμφωνία των Πρεσπών δικαιολογεί τις μαθητικές αντιδράσεις, είναι τελικά σκόπιμο να αναρωτηθούμε ποια αν δικαιολογεί και τις καταλήψεις. Η κατάληψη αξιωματικά εκφράζεται ως την αντίδραση των μαθητών σε μία ενδοσχολική κατάσταση που είναι πλέον εξαιρετικά δύσκολο να ανεχθούν και ως αποτέλεσμα κλείνουν το σχολείο με απόφασή τους. Όμως οι πράξεις πρέπει πάντα να είναι ανάλογες προς τον επιδιωκόμενο σκοπό. Έτσι με μία κατάληψη ο σκοπός που επιδιώκεται πρέπει να είναι κατά βάση εκπαιδευτικός, με σεβασμό προς το θεσμό του σχολείου. Σαφώς η κατάληψη είναι ο βασικός τρόπος αντίδρασης των μαθητών, όμως και αυτή πρέπει να γίνεται με σύνεση και πάντα με απόφαση των μαθητών, όχι εξωσχολικών παραγόντων που τυχόν ευνοούνται από μια τέτοια κατάσταση. Στη δική μας όμως περίπτωση, ούτε η επικείμενη ψήφιση της Συμφωνίας ούτε και οι τελευταίες δηλώσεις του κ Ζάεφ περί διδασκαλίας της μακεδονικής γλώσσας φαίνεται να θεμελιώνουν πραγματικά λόγο κατάληψης.


Άννα Κανάκη

Είναι 19 ετών και είναι δευτεροετής φοιτήτρια του τμήματος Νομικής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Γνωρίζει αγγλικά,γερμανικά και γαλλικά και έχει συμμετάσχει σε πληθώρα φοιτητικών προσομοιώσεων και σεμιναρίων.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ