20.8 C
Athens
Παρασκευή, 19 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΙστορίαΤα γεγονότα της Θεσσαλονίκης το 1903: τα προεόρτια του Ίλιντεν

Τα γεγονότα της Θεσσαλονίκης το 1903: τα προεόρτια του Ίλιντεν


Του Διονύση Κουσκουλή,

Η εξέγερση του Ίλιντεν στις 20 Ιουλίου/2 Αυγούστου 1903 είναι προϊόν των εθνικών ζυμώσεων που διαδραματίζονται στη Βουλγαρία από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Η εκκλησιαστική χειραφέτηση των Βουλγάρων το 1870 με την έκδοση του αντίστοιχου σουλτανικού φιρμανιού, ήταν το πρώτο βήμα για την επίτευξη του σχεδίου περί ίδρυσης εθνικού κράτους. Το εθνικό σχέδιο αποσκοπούσε στην ίδρυση ενός μεγάλου βουλγαρικού κράτους στα όρια του μεσαιωνικού κράτους του Σαμουήλ. Μέσω της Εκκλησίας, αρχικά, μπορούσε να ευοδωθεί το παραπάνω, καθώς οι Βούλγαροι ταύτιζαν τα όρια της εξαρχικής δικαιοδοσίας με τα μελλοντικά σύνορα του εθνικού κράτους. Η τακτική των Βουλγάρων στόχευε στην απόσπαση βερατιών από τον σουλτάνο, με τα οποία πατριαρχικές επισκοπές σε διεκδικήσιμες περιοχές θα προσχωρούσαν στην Εξαρχία, αποτελώντας αυτόματα μελλοντικές εθνικές διεκδικήσεις του βουλγαρικού κράτους. Οι δύο πρώτες επισκοπές ήταν τα Σκόπια και η Αχρίδα που ενσωματώθηκαν το 1874. Με την ένταξη και των Βελεσσών οριστικοποιήθηκαν de jure και οι προϋποθέσεις για την ενσωμάτωση μελλοντικών επισκοπών, οι οποίες προέβλεπαν ότι η προσχώρηση θα διεκπεραιωνόταν κατόπιν δημοψηφίσματος, στο οποίο έπρεπε τα 2/3 να ψηφίσουν υπέρ.

Κατά τη διάρκεια της δυναμικής διακυβέρνησης του Στεφάν Σταμπουλώφ (1887-1894) η Βουλγαρία ισχυροποιείται σε οικονομικό επίπεδο, καθώς στη χώρα εισρέει αυστριακό κεφάλαιο. Το 1890 η χώρα θα μετενσωματώσει την Αχρίδα και τα Σκόπια, τα οποία απώλεσε το 1878 λόγω της εξέγερσης του Απριλίου το 1876. Μετά τη πάροδο 4 ετών χάρη στη πολιτική του Σταμπουλώφ, προσαρτήθηκαν οι επισκοπές Νευροκοπίου και Βελεσσών, εκ των οποίων τα τελευταία αφαιρέθηκαν επίσης το 1878.

Η περίοδος ρήξης ρωσόφιλων και ρωσόφοβων θα τερματισθεί προσωρινά επί πρωθυπουργίας του Κωνσταντίν Στόιλωφ, οποίος εξασφάλισε τρία βεράτια για τις επισκοπές της Δίβρας, Στρώμνιτσας και Μοναστηρίου το 1897. Επίσης, η θητεία του συνδέθηκε με την ίδρυση των πρώτων εθνικιστικών-απελευθερωτικών οργανώσεων, οι οποίες αποσκοπούσαν στην απελευθέρωση της Μακεδονίας και στην ένταξη της στο βουλγαρικό κράτος. Το 1893 ιδρύθηκε η IMARO, δηλαδή το βουλγαρικό Κομιτάτο Μακεδονίας-Θράκης (μετέπειτα Ε.Μ.Ε.Ο.) με έδρα τη Θεσσαλονίκη, η οποία, ιδίως στις αρχές του 20ου αιώνα ανέπτυξε έντονη επαναστατική δράση στη Μακεδονία, υποχρεώνοντας δια της βίας ντόπιους ελληνίζοντες, βουλγαρίζοντες και σερβίζοντες Σλαβομακεδόνες να ενταχθούν σε ένοπλα αντάρτικα σώματα και στην Εξαρχία. Τα μέλη της IMARO αποκαλούνταν σεντραλιστές, μερικοί από τους οποίους ήταν οι Ντάμε Γκρούεφ, Γιάν Σαντάνσκυ, Γκότσε Ντέλτσεφ, Ιβάν Χατζηνικόλωφ, Πετρ Πορπάσωφ, Ιβάν Γκαρβάνωφ, Χρήστο Ταρτάτσεφ και άλλοι. Η οργάνωση αυτή ελεγχόταν, αρχικά, στενά από το Ανώτατο Μακεδονικό Κομιτάτο της Σόφιας, το οποίο ιδρύθηκε το 1896 και του οποίου τα μέλη αποκαλούνταν βερχοβιστές. Κατά τα τέλη του 19ου με αρχές 20ου αιώνα οι δύο ομάδες θα συγκρουστούν, καθώς η μεν πρώτη (IMARO) ήθελε διεθνοποίηση του Μακεδονικού προς όφελος της Βουλγαρίας μέσα από πολεμικές ενέργειες, αντιδρώντας απέναντι στην εθελούσια ποδηγέτηση απέναντι στη Σόφια, ενώ η δεύτερη απέρριπτε κάθε επιπόλαιη εχθροπραξία που θα υπονόμευε το κύρος της χώρας.

Το 1898 οι Ορτζέτο (Ortzeto), ψευδώνυμο του Γιόρνταν Πόπε Γιορντάνωφ (Yordan PopeYordanov) και Κωνσταντίν Κίρκωφ (Konstadin Kirkov) ιδρύουν στη Θεσσαλονίκη την ομάδα των Ταραχοποιών με αρχηγό τον Ορτζέτο. Αργότερα, η ομάδα μετονομάστηκε σε βαρκάρηδες ή γκεμιτζήδες. Το 1900 οι Μερντγιάνωφ (Merdjanov) και Ορτζέτο καταστρώνουν σχέδιο για ανατίναξη της Οθωμανικής Τράπεζας. Τον Ιούνιο του ιδίου έτους σκάβουν σήραγγα, στην οποία θα τοποθετούσαν τα εκρηκτικά. Το 1901, όμως, πριν προλάβουν να ολοκληρώσουν το σκάψιμο, απελάθηκαν από τη πόλη. Παρ’ όλα αυτά, οι αρχές δεν ανακάλυψαν τη σήραγγα. Οι προσπάθειες θα επαναληφθούν το Σεπτέμβριο του 1902 με τη συνάντηση Ορτζέτο, Μέτσεφ (Metchev), Mandjoukov και Πάβελ Σάτεφ (Pavel Shatev). Στις 15/28 Απριλίου υλοποιήθηκε το σχέδιο περί ανατίναξης του γαλλικού πλοίου, Guadalquivir. Ήδη, από τις 4/17 Απριλίου είχαν καταφθάσει στη πόλη, οι Ντέλτσεφ, Γκρούεφ και Γκαρβάνωφ. Στις 16/29 Απριλίου η κατάσταση εκτραχύνθηκε, ενώ την επομένη κηρύχθηκε στρατιωτικός νόμος με στόχο την αποκατάσταση της τάξης και την σύλληψη των υπαιτίων για την ανατίναξη του πλοίου και των τρομοκρατικών επιθέσεων που ακολούθησαν σε άλλα κτίρια της πόλης, όπως η Οθωμανική Τράπεζα και η Γερμανική Λέσχη.

Το επαναστατικό κίνημα των γκεμιτζήδων στη Θεσσαλονίκη απηχούσε τη πολιτική και εθνική αναστάτωση, στην οποία βρισκόταν η χώρα, όπου η γνώμη της κυβέρνησης πολλές φορές υπερκαλύπτεται από τα εθνικιστικά προγράμματα των Κομιτάτων. Στην ουσία, αδυναμία της χώρας να αποτρέψει τη διενέργεια του κινήματος και τη περαιτέρω τρομοκρατική δράση των κομιτατζήδων, αφενός υποδηλώνει ότι όχι μόνο η κυβέρνηση, αλλά όλος ο πολιτικός κόσμος της χώρας τελούσε υπό το καθεστώς των Κομιτάτων, καθώς αυτά μέσω μιας παρελκυστικής εθνικής πολιτικής ασκούσαν επίδραση σε ένα λαό που διψούσε, στη πλειονότητα του, να επεκτείνει τα σύνορα του νεοβουλγαρικού κράτους έχοντας ως πρότυπο το μεσαιωνικό κράτος του Σαμουήλ. Αφετέρου, όμως, υποδηλώνει τη σιωπηρή ανοχή του πολιτικού κόσμου, ο οποίος, επίσης, προσδοκούσε εκπλήρωση των εθνικών στόχων, διαφωνώντας με τα Κομιτάτα, και ιδίως με την IMARO, ως προς την επιλογή μιας ευέλικτης πολιτικής, μέσω της οποίας θα μπορούσε να ευοδωθεί υπό ευνοϊκές συγκυρίες.

Εν τέλει, η οικονομική, πολιτική, διοικητική και δικαστική παρακμή της Αυτοκρατορίας συνέβαλε στην έκρηξη μιας εξέγερσης, η οποία ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία, όταν οι υπαίτιοι αυτής άρχισαν να εφαρμόζουν βίαιες μεθόδους, προκειμένου να παρακινήσουν τους ντόπιους πάντα υπό το υποτιθέμενο σύνθημα της απελευθέρωσης των ομοθρήσκων σε μια εξέγερση, η οποία θα επιδείνωνε την ήδη επιβαρυμένη θέση τους απειλώντας ακόμα και τη ζωή τους. Η IMARO βασίστηκε υπερβολικά πάνω σε αυτή την εξαθλίωση των ντόπιων, πιστεύοντας ότι αυτό σε συνδυασμό με την εμφύσηση ή τόνωση του μεγαλοβουλγαρισμού, θα ήταν αρκετό για να τους πείσει να αυτοθυσιαστούν για μια χώρα, οι δυνάμεις της οποίας προβάλλουν την απελευθέρωση περισσότερο ως μια εθνική υποχρέωση των ντόπιων, ειδικά αυτών που προσδιορίζονταν ως βουλγαρίζοντες Σλαβομακεδόνες, απέναντι στη μητέρα-Βουλγαρία και λιγότερο ως μια επιτακτική ανάγκη των ίδιων να αποκατασταθούν σε ένα εθνικό κράτος με ομοεθνή κυβέρνηση, η οποία υποχρεώνεται συνταγματικά να μεριμνεί για την ασφάλεια και ομαλή διαβίωση των πολιτών της χώρας. Η πραγματική αποτυχία του καταδυναστευτικού βουλγαρικού κινήματος θα αποδειχθεί κατά τη διάρκεια του μακεδονικού αγώνα κατά τα προσεχή έτη.

Διονύσης Κουσκουλής

Ζει στην Θεσσαλονίκη, όπου σπουδάζει Ιστορία και Αρχαιολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο. Γνωρίζει άριστα αγγλικά και γερμανικά, ενώ έχει συμμετάσχει σε μία σειρά προγραμμάτων, σεμιναρίων και επιστημονικών συνεδρίων. Στον ελεύθερο του χρόνο, ασχολείται με την μουσική.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ