21.5 C
Athens
Πέμπτη, 25 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΠολιτικήTΟ ΠΟΤΑΜΙ: Πόσο ορμητικό είναι τελικά;

TΟ ΠΟΤΑΜΙ: Πόσο ορμητικό είναι τελικά;


Του Χρίστου Γριζόπουλου,

Στην Ελλάδα του 2018 συναντάμε περισσότερα από 150 ενεργά πολιτικά κόμματα. Χαρακτηριστικό είναι ότι τα 105 εξ αυτών ιδρύθηκαν κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης που έπληξε τη χώρα μας τα τελευταία 9 χρόνια. Στο παρόν άρθρο θ’ ασχοληθούμε με την περίπτωση ενός πολιτικού κόμματος/κινήματος που, παρότι μετρά μόλις 4 χρόνια παρουσίας στην ελληνική πολιτική σκηνή, έχει καταφέρει ν΄ απασχολήσει εντόνως την κοινή γνώμη και να βγει στο πολιτικό προσκήνιο της χώρας.

Στις 26 Φεβρουαρίου του 2014 ιδρύεται το Ποτάμι. Ιδρυτής και επικεφαλής (αλλά όχι πρόεδρος) αυτού, ο μέχρι πρότινος γνωστός δημοσιογράφος, Σταύρος Θεοδωράκης. Ήδη, από την ίδρυσή του, καταλαβαίνουμε ότι πρόκειται για μια ξεχωριστή περίπτωση πολιτικού φορέα για τα ελληνικά δεδομένα. Αυτό, διότι το Ποτάμι είναι ένα κόμμα χωρίς κάποια συγκεκριμένη ιδεολογία. Η επιθυμία του ιδρυτή του αλλά και των στελεχών ήταν ξεκάθαρη. Το Ποτάμι δεν έπρεπε να αποτελέσει άλλο ένα παραδοσιακό κόμμα που θα παραμένει προσκολλημένο σε συγκεκριμένες κομματικές δομές και ιδεολογίες, αλλά θα χαρακτηριζόταν από πολιτική ευελιξία και προοδευτικές αρχές, σύμφωνα με τις ανάγκες του τόπου. Παρ’ όλα αυτά, θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε το Ποτάμι ως ένα μεταμοντέρνο σοσιαλδημοκρατικό πολιτικό κίνημα/κόμμα της κεντροαριστεράς. Σύμφωνα με τον κ. Θεοδωράκη το κόμμα αυτό συνιστά μια εναλλακτική επιλογή για όλους εκείνους τους ψηφοφόρους που είναι ενάντιοι στο λαϊκισμό, το συντηρητισμό, τον κομματισμό και τις ακρότητες.

Επιπλέον, αυτό που καθιστά το Ποτάμι ως μια ιδιάζουσα περίπτωση, είναι η σχέση που έχει το κόμμα με τα media της χώρας. Μάλιστα, θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι το «πέρασμα» των ΜΜΕ στο πολιτικό προσκήνιο της χώρας. Κατ’ αυτόν το τρόπο, γίνεται παράλληλα αντιληπτή μια προσπάθεια μετατροπής των τηλεθεατών σε ψηφοφόρους του κόμματος.

Πράγματι, το Ποτάμι καταφέρνει ως «χείμαρρος» να διεισδύσει για τα καλά στην πολιτική ζωή της χώρας. Η ρητορική του σε συνδυασμό με την επιλογή αξιόλογων υποψηφίων από το χώρο, κυρίως, της Κεντροαριστεράς που δεν είχαν ως τότε ενεργή πολιτική παρουσία, αλλά διακρίνονταν για την πλούσια και επιτυχημένη επαγγελματική σταδιοδρομία τους, αποδεικνύονται αρκετά για την είσοδο του κόμματος στη Βουλή. Στις εκλογές του Ιανουαρίου του 2015,το Ποτάμι συγκεντρώνει ποσοστό 6.05% και εξασφαλίζει 17 από τις 300 έδρες στο Ελληνικό Κοινοβούλιο. Έτσι λοιπόν, καταφέρνει ν’ αναδειχθεί τέταρτη πολιτική δύναμη της χώρας, το οποίο αποτελεί σημαντικό επίτευγμα, αν αναλογιστεί κανείς πως ως κόμμα μετρούσε κάτι λιγότερο από ένα χρόνο ζωής στις εκλογές του Ιανουαρίου του 2015.

Σύμφωνα με τα παραπάνω, καθίσταται σαφές πως το Ποτάμι ήρθε για να μείνει και να πρωταγωνιστήσει στην πολιτική ζωή του τόπου. Ισχυρή μιντιακή υποστήριξη, προοδευτικές εξαγγελίες και εν τέλει ανάδειξή του ως τέταρτη πολιτική δύναμη στις εθνικές εκλογές του Ιανουαρίου του 2015, αποδεικνύουν του λόγου το αληθές.

Μήπως, όμως, τελικά όλα αυτά δεν είναι αρκετά για να εξασφαλίσει ένα κόμμα την πολιτική του επιβίωση; Η συνέχεια της πολιτικής διαδρομής του Ποταμιού θα μπορούσαμε να πούμε με ασφάλεια ότι είναι αντίθετη από τις έως τότε προσδοκίες και ενδείξεις. Το ίδιο γρήγορα που το Ποτάμι κατάφερε να μετατραπεί σε «χείμαρρο» σαρώνοντας στις εκλογές του Ιανουαρίου του 2015 και κερδίζοντας το ενδιαφέρον και την υποστήριξη μεγάλης μερίδας ψηφοφόρων, αντίστοιχα γρήγορα η λάμψη αυτή «θάμπωσε» μετατρέποντάς το -ας μου επιτραπεί ο όρος- σε «ρυάκι» και μόλις μισό χρόνο αργότερα, στις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015, το Ποτάμι βρέθηκε από το 6.05% στο 4.09%.Επιπροσθέτως, σύμφωνα με τις τελευταίες δημοσκοπήσεις, αν διεξάγονταν εθνικές εκλογές σήμερα το κόμμα θα συγκέντρωνε ένα ποσοστό της τάξεως του 1.2% και συνεπώς θα βρισκόταν εκτός Κοινοβουλίου.

Για το λόγο αυτό, είναι σημαντικό να παραθέσουμε τον κυριότερο λόγο που συνέβαλε στην πολιτική πτώση του Ποταμιού σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα. Αυτός δεν είναι άλλος από τη μη ύπαρξη συγκεκριμένης ιδεολογίας του κόμματος. Με άλλα λόγια, η ιδεολογία της μη ιδεολογίας που επέλεξε ν’ ακολουθήσει το Ποτάμι, όπως αποδεικνύεται εκ του αποτελέσματος, δεν ήταν ικανή ώστε να του εξασφαλίσει τη διατήρηση του στο πολιτικό προσκήνιο της χώρας. Συχνές μάλιστα είναι οι διαμάχες που ξεσπούν κατά καιρούς στο εσωτερικό του κόμματος σχετικά με την επιλογή της συγκεκριμένης στρατηγικής. Μάλιστα, δεν είναι λίγες οι φορές, που οι διαμάχες αυτές οδήγησαν στην αποχώρηση βουλευτών από την κοινοβουλευτική ομάδα του κόμματος. Σαν αποτέλεσμα, το Ποτάμι σήμερα αριθμεί μόλις έξι βουλευτές από το σύνολο των δέκα που εξελέγησαν στις εθνικές εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015. Ο πρώτος που «άνοιξε το χορό» των αποχωρήσεων ήταν ο κύριος Χάρης Θεοχάρης που επέλεξε να συνεχίσει ως ανεξάρτητος βουλευτής τον Απρίλιο του 2016. Στη συνέχεια, τη σκυτάλη των αποχωρήσεων πήρε ο κύριος Ιάσων Φωτήλας, επιλέγοντας να προσχωρήσει στη Νέα Δημοκρατία. Τα κρούσματα των αποχωρήσεων συνεχίστηκαν, με την κυρία Κατερίνα Μάρκου να εκφράζει και αυτή τη δυσαρέσκειά της για την πολιτική κατεύθυνση του Ποταμιού και εν τέλει να επιλέγει την ανεξαρτητοποίησή της ως βουλευτής το Νοέμβριου του 2016, πριν προσχωρήσει και αυτή στη ΝΔ στις αρχές του 2018. Τέλος,ο κύριος Ιλχάν Αχμέτ αποτέλεσε το τελευταίο, μέχρι σήμερα, πλήγμα στην κοινοβουλευτική δύναμη του κόμματος που αποχώρησε για τους ίδιους λόγους με τους προαναφερθέντες βουλευτές, τον Ιανουάριο του 2017 όταν ανακοίνωσε την έναρξη της συνεργασίας του με τη Δημοκρατική Συμπαράταξη.

Συνεπώς, μπορεί κανείς ν’ αντιληφθεί πως το μέλλον του Ποταμιού ως ανεξάρτητο, ισχυρό κόμμα, με παρουσία στο Ελληνικό Κοινοβούλιο, προβλέπεται δυσοίωνο. Ως εκ τούτου, δε θα πρέπει να μας προκαλέσει καμία έκπληξη μία πιθανή σύμπλευση και συνεργασία του Ποταμιού με κάποιο άλλο κόμμα στις επερχόμενες εκλογές του 2019 είτε αυτό είναι η Νέα Δημοκρατία, είτε ακόμα και με τον περισσότερο «κεντρώο» πλέον Σύριζα, προκειμένου να εξασφαλίσει την πολιτική του επιβίωση. «Από κύλικος μέχρι χειλέων πολλά πέλει» άλλωστε, όπως σοφά είπαν οι αρχαίοι ημών πρόγονοι.


Χρήστος Γριζόπουλος
Γεννημένος το 1992 με καταγωγή από τη Θεσσαλονίκη.Απόφοιτος Πολιτικών Επιστημών και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου Αθηνών. Κάτοχος μεταπτυχιακού στη Διεθνή Ανάπτυξη και Διεθνή Πολιτική Οικονομία του Πανεπιστημίου του Μπέρμινγχαμ. Άριστη γνώση της Αγγλικής και της Γερμανικής γλώσσας.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ