20.5 C
Athens
Παρασκευή, 19 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΙστορίαΠρόσφυγες, οικονομία και μεσοπόλεμος

Πρόσφυγες, οικονομία και μεσοπόλεμος

Της Άννας Δοβρίδου,

Το προσφυγικό πρόβλημα και η διευθέτησή του δέσποσαν στο διάστημα του Μεσοπολέμου. Οι αριθμοί των προσφυγικών ροών που προέκυψαν από την υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών, υπό συνθήκες έκτακτης ανάγκης, άλλαξαν καθοριστικά μορφή στην ελληνική κοινωνία. . Σύμφωνα με την απογραφή του 1928, υπολογίζεται ότι ο αριθμός των προσφύγων που εισήλθαν ανέρχεται στους 1.221.849 ανθρώπους που αντιστοιχούσε στο 20% του τότε πληθυσμού της χώρας.

Η αποκατάσταση, λοιπόν, των ξεριζωμένων αλλά και η ομαλή τους ένταξη στο κοινωνικό σύνολο της χώρας ήταν στις προτεραιότητες του Ελευθέριου Βενιζέλου. Ο ίδιος, υποστήριζε πως η άμεση και η όσο το δυνατόν ταχύτερη ενσωμάτωση των πληθυσμών αυτών στο εργατικό δυναμικό της Ελλάδας, θα αποτελούσε το κλειδί στην επίλυση του ζητήματος αυτού. Στο ίδιο πνεύμα, η φιλοκυβερνητική επιθεώρηση Εργασία προειδοποιούσε πως οι οποιεσδήποτε απαιτήσεις και προσδοκίες των προσφύγων θα έπρεπε να τερματιστούν και πως θα έπρεπε να αφοσιωθούν εξ᾽ολοκλήρου στην οικοδόμηση ενός νέου μέλλοντος στην χώρα που πλέον κατοικούν.

Προκειμένου όμως να αποκατασταθούν οι πληθυσμοί αυτοί, έπρεπε να επιλυθεί το φλέγον και μακροχρόνιο ζήτημα της διανομής τον εθνικών γαιών, γνωστό και ως “Αγροτικό Ζήτημα”. Κατά αυτόν τον τρόπο, η άφιξη των παραπάνω, λειτούργησε ως μοχλός πίεσης για την ελληνική κυβέρνηση. Έτσι, η υποχρέωσης αυτής να μεταβιβάσει περίπου 5.000.000 στρέμματα γης σφραγίστηκε με το Πρωτόκολλο της 29/9/23.

Αφότου λοιπόν συμφωνήθηκε η σύναψη δανείου διαμέσου της επικοινωνίας με την Κοινωνία των Εθνών, ιδρύθηκε η Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων, ένας αυτόνομος οργανισμό, με έργο να συνδράμει στην αποκατάσταση των νέων πληθυσμών. Η ΕΑΠ λειτούργησε από το 1923 έως το 1930 και συντέλεσε κυρίως  στην αποκατάσταση των προσφύγων στην ύπαιθρο.

Ωστόσο, η κατανομή των προσφυγικών πληθυσμών δεν υπήρξε γεωγραφικά ισομερής. Μεγάλα τμήματα πληθυσμών, οδηγήθηκαν στη Μακεδονία και τη Δυτική Θράκη, καθώς εκεί υπήρχαν διαθέσιμες εκτάσεις γης. Βέβαια, ζωτικής σημασίας ήταν και η εξασφάλιση της αριθμητικής υπεροχής του ελληνικού στοιχείου στις συγκεκριμένες περιοχές. Συγκεκριμένα, στη Μακεδονία οι πρόσφυγες κάλυψαν το 52% του πληθυσμού της, ενώ στη Δυτική Θράκη το 8,8% περίπου.  Στη Στερεά Ελλάδα το ποσοστό αυτό έφτασε το 25,1% και στα νησιά του Αιγαίου μόλις το 4,6%. Η συντριπτική πλειοψηφία των ξεριζομένων όμως, αναζήτησε την τύχη της στην Αθήνα, η οποία εκείνο το διάστημα θεωρήθηκε ως “η γη της επαγγελίας” για πρόσκαιρες θέσεις εργασίας.

Οι επιδράσεις του προσφυγικού εποικισμού στη Μακεδονία υπήρξαν χαρακτηριστικές. Οι νέοι πλέον κάτοικοι προχώρησαν στην εκτέλεση μεγάλων έργων. Μεταξύ αυτών, υπήρξαν η κατασκευή δρόμων και γεφυρών, η εκτέλεση λιμενικών εργασιών, καθώς και εγγειοβελτιωτικά και αρδευτικά έργα, κυρίως στις πεδιάδες των Σερρών, της Δράμας και της Θεσσαλονίκης. Ακόμη, ιδιαίτερης σημασίας ήταν η αποξηρανση λιμνών, όπως του Αχινού, Γιαννιτσών και Αματόβου, καθώς και η παράδοση των νέων καλλιεργήσιμων εκτάσεων που προέκυψαν  σε ακτήμονες πρόσφυγες, αλλά και γηγενείς.Επομένως, η αγροτική οικονομία αναζωογονήθηκε και τονώθηκε αισθητά.

Βέβαια, και η συγκέντρωση πολλών προσφύγων στα αστικά κέντρα προσέφερε νέες δυνατότητες στο εμπόριο και στη βιομηχανία. Οι περισσότεροι ήταν έμπειροι τεχνίτες και, βρισκόμενοι σε δυσμενή θέση, εργάζονταν με ιδιαίτερα χαμηλές αμοιβές. Εμφανίστηκε κατά αυτό το τρόπο μια  αξιόλογη και φτηνή εργατική δύναμη, η οποία με την σειρά της πυροδότησε επιπλέον κίνητρα για τη δημιουργία νέων παραγωγικών μονάδων. Δεν απουσίαζαν όμως και αυτοί που διέθεταν κάποιο σημαντικό κεφάλαιο. Εκείνοι κατάφεραν να ασχοληθούν με το εμπόριο και τη βιοτεχνία, συχνά με μεγάλη επιτυχία.

Η παρουσία των προσφύγων στην Ελλάδα επέφερε επίσης μια αξιόλογη διεύρυνση της εσωτερικής αγοράς. Η εγκατάστασή τους τόσο στους αστικούς, όσο και στους αγροτικούς χώρους, λειτούργησε ταυτόχρονα και ως ευκαιρία για την αξιοποίηση κεφαλαίων και την απόληψη κερδών.Θα μπορούσε επομένως, να ισχυριστεί κανείς ότι η διεύρυνση της πιστωτικής πολιτικής των τραπεζών ήταν αποτέλεσμα αυτής της μετακίνησης πληθυσμών.

Εν γένει, η εγκατάσταση των προσφύγων επέφερε εκ βάθρων αλλαγές στην ελληνική οικονομία. Η διανομή αγροκτημάτων σε καλλιεργητές, επέφερε κινητοποίηση των εγχώριων πόρων. Επίσης, τα μουσουλμανικά εδάφη που αποδόθηκαν στην ΕΑΠ για την αποκατάσταση ακτημόνων προσφύγων θεωρείται πως συνέβαλαν αποφασιστικά στην ομογενοποίηση της εθνικής ταυτότητας των νέων καλλιεργητών. Με την σειρά της, η αύξηση του πληθυσμού, δημιούργησε συνθήκες κατάλληλες για διεύρυνση της αγοράς. Η προσπάθεια στο σύνολό της προκάλεσε την εισροή ξένων κεφαλαίων, αγγλικών και αμερικανικών, που επενδύθηκαν στην Ελλάδα με σκοπό την αξιοποίηση αυτής της οικονομικής συγκυρίας. Βεβαίως δεν έλειψαν και οι αρνητικές συνέπειες. Η συσσώρευση φθηνού εργατικού δυναμικού στις πόλεις, επέβαλε μείωση των ημερομισθίων και γρήγορα επικράτησαν συνθήκες πείνας, η οποίες κορυφώθηκαν με την παγκοσμίου επιπέδου οικονομική κρίση που ακολούθησε.

Άννα Δοβρίδου
Γεννήθηκε το 1995 και μεγάλωσε στην Στουτγάρδη της Γερμανίας. Μετέπειτα βρέθηκε στην Ξάνθη και κατόπιν οι σπουδές της, την οδήγησαν στην Θεσσαλονίκη. Είναι απόφοιτη του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ. Τα ενδιαφέροντα της περιλαμβάνουν την μελέτη και ενασχόληση με ιστορικά θέματα ποικίλου περιεχομένου.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ