13.2 C
Athens
Σάββατο, 20 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΕυρώπηΕλληνική Εξωτερική ΠολιτικήΤα αφηγήματα στη διεθνή πολιτική και η ελληνική εξιστόρηση

Τα αφηγήματα στη διεθνή πολιτική και η ελληνική εξιστόρηση


Του Πάνου Ιορδανίδη,

Ο Joseph Nye, προσπαθώντας να εξηγήσει τη σύγχρονη φύση της έννοιας της ισχύος που κατανέμεται στους δρώντες του διεθνούς συστήματος, αναφέρει ότι: «Η ισχύς εξαρτάται από το ποιανού ο στρατός κερδίζει, αλλά επίσης εξαρτάται από το ποιανού η ιστορία κερδίζει. Ένα δυνατό αφήγημα είναι πηγή ισχύος.»

Η παραπάνω διατύπωση φαίνεται πως έχει σημαντικό αντίκρισμα αν αναλογιστούμε το πώς οι μεγάλες δυνάμεις έφτασαν στην ηγεμονία αλλά και το πώς διατήρησαν την κυριαρχία τους ανά τους αιώνες. Κατά το μεγαλύτερο διάστημά της, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία, δεν κατείχε μόνο την μεγαλύτερη στρατιωτική δύναμη στην Ευρώπη, αλλά παράλληλα κουβαλούσε την Ρωμαϊκή κληρονομία της οικουμενικότητας και του αγέρωχου πολιτισμού της. Την περίοδο του «Pax Britannica», η Μεγάλη Βρετανία δεν είχε απλά ναυτική και οικονομική υπεροχή, αλλά ταυτόχρονα εδραίωσε την ηγεμονία της μέσα από την πεποίθηση μια κραταιής κοιτίδας πολιτικής και οικονομικής φιλοσοφίας που ενέπνευσε όλο τον κόσμο. Στον Ψυχρό Πόλεμο, οι υπερδυνάμεις ΗΠΑ και ΕΣΣΔ δεν επένδυαν μόνο σε φονικότερα όπλα μαζικής καταστροφής, αλλά προωθούσαν παρομοίως το «αμερικανικό όνειρο» και τον «νέο σοβιετικό άνθρωπο» αντίστοιχα. Σήμερα, η παγκόσμια φιλελεύθερη τάξη δεν απειλείται από απολυταρχικές δυνάμεις αποκλειστικά και μόνο επειδή οι ρωσικές επιδιώξεις έχουν κυριαρχήσει στον συριακό εμφύλιο ή επειδή η Κίνα έχει αναδυθεί σημαντικά σε οικονομικό επίπεδο. Απειλείται κυρίως γιατί το αφήγημα της παγκοσμιοποίησης έχει ηττηθεί ιδεολογικά από ένα άλλο λαϊκιστικό αφήγημα, το οποίο έχει κατοχυρώσει στις συνειδήσεις μας ότι η παγκοσμιοποίηση είναι μια διαδικασία όπου στέφθηκε με αποτυχία.

Τα αφηγήματα όμως στην διεθνή πολιτική, δεν αποτελούν μόνο υποστηρικτικές πηγές ισχύος των καταναγκαστικών στρατιωτικών και οικονομικών μέσων που χρησιμοποιούν οι μεγάλες δυνάμεις για την εδραίωσή τους. Δεν είναι λίγες οι φορές στην παγκόσμια πολιτική ιστορία όπου τα αφηγήματα έχουν χρησιμοποιηθεί ως τρόποι απόκτησης ισχύος για μεσαίες ή μικρότερες δυνάμεις στο διεθνές σύστημα, άλλοτε επιτυχημένα και άλλοτε όχι. Το Ιράν για παράδειγμα, εδραιώθηκε σαν αντίπαλο δέος της Σαουδικής Αραβίας στη Μέση Ανατολή με την «εξαγωγή της επανάστασης» ως ένα ριζοσπαστικό όπλο για τον καταπιεσμένο μουσουλμανικό κόσμο ενάντια στο αμερικανικό και σουνιτικό status quo της ευρύτερης περιοχής. Από την άλλη, το μεταψυχροπολεμικό αφήγημα της Τουρκίας, έτσι ώστε να αποτελέσει ηγέτιδα δύναμη για τις νεοσύστατες Τουρκογενείς δημοκρατίες του Καυκάσου και της Κεντρικής Ασίας, που ήταν βασισμένο στους κοινούς εθνοτικούς και πολιτισμικούς δεσμούς που μοιράζονταν, αποτέλεσε μια ατελέσφορη προσπάθεια απόκτησης ισχύος. Σε κάθε περίπτωση, μια εύρωστη στρατηγική για την άσκηση της εξωτερικής πολιτικής περιλαμβάνει μια κατευθυνόμενη και μονοδιάστατη εξιστόρηση της πραγματικότητας –η οποία προφανώς δεν χρειάζεται να διαθέτει έγκυρα, ορθά ή αληθή χαρακτηριστικά- , τόσο από οντολογική όσο και από δεοντολογική σκοπιά.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο λοιπόν, μπορούμε να πούμε πως αυτή η εξιστόρηση παρέχει την απαραίτητη νομιμοποιητική βάση για να ασκηθεί η εκάστοτε πολιτική. Όσο υποστηρικτικά όμως και να δρα, ένα αφήγημα από μόνο του δεν παρέχει την ανάλογη επάρκεια ούτως ώστε να θεωρηθεί μια πολιτική επιτυχημένη.

Η Ελλάδα, έχει χρησιμοποιήσει κατά καιρούς διάφορα αφηγήματα για την άσκηση της εξωτερικής της πολιτικής. Από το μεγαλεπήβολο όραμα της υλοποίησης της «Μεγάλης Ιδέας» στην στρατηγική της «εξημέρωσης του θηρίου», και από το «ανήκομεν εις τη Δύσιν» του Κ. Καραμανλή στην «εθνική ανεξαρτησία» του Α. Παπανδρέου, η ελληνική εξωτερική πολιτική έχει ενσαρκώσει αρκετές αφηγήσεις τόσο για τη θέση της χώρας σε περιφερειακό όσο και σε διεθνές επίπεδο. Οι εικόνες που καλλιεργήθηκαν ήταν προάγγελοι είτε για την αναβάθμιση είτε για την υποβάθμιση της γεωστρατηγικής θέσης της χώρας, ανάλογα και με τις ιδιαίτερες συνθήκες που κυριαρχούσαν κάθε φορά. Από το 2010 όμως, η Ελλάδα βρίσκεται έρμαιο των διεθνών και ευρωπαϊκών αφηγημάτων. Με το ξέσπασμα της κρίσης στην Ευρωζώνη και της προσφυγή της Ελλάδος στους διεθνείς και ευρωπαϊκούς οικονομικούς θεσμούς για τη σωτηρία της, κατά καιρούς έχουν κυριαρχήσει οι αντιλήψεις ότι «η Ελλάδα είναι μια χώρα που στερείται αξιοπιστίας» και ότι «αποτελείται από μη παραγωγικούς και οκνηρούς πολίτες, άρα είναι καταδικασμένη να βρίσκεται σε δυσχερή θέση». Το «Success Story» που προώθησε η διακυβέρνηση Σαμαρά, δεν ήταν ικανό σε καμία των περιπτώσεων για να αντικρούσει τις επικρατούσες αντιλήψεις.

Έτσι λοιπόν, φτάνουμε στο σήμερα, όπου η ελληνική πλευρά προσπαθεί να καθιερώσει ότι πλέον η Ελλάδα έχει βγει από την δύνη των προγραμμάτων διάσωσης και μπορεί να ακολουθήσει τον δικό της δρόμο. Αν και αυτή η διατύπωση της «καθαρής εξόδου» φαίνεται λογικοφανής, οι οικονομικές πραγματικότητες την θρυμματίζουν, μιας και οι δεσμευμένοι πλεονασματικοί στόχοι μοιάζουν εξωπραγματικοί για μια χώρα με τόσους χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, ενώ η ανεργία και η ανταγωνιστικότητα παραμένουν ανοιχτές πληγές. Τα οικονομικά αφηγήματα διαφέρουν κατά πολύ από τα πολιτικά και στρατιωτικά, καθόσον υφίστανται αντικειμενικά μετρήσιμα κριτήρια στα οικονομικά μεγέθη και τις επιδόσεις μια χώρας. Επομένως, καθίσταται εξαιρετικά δύσκολο να υπάρξει ένα αφήγημα, πηγή ισχύος, που θα εξιστορεί την εικόνα για το οικονομικό εκτόπισμα ενός κράτους και ταυτόχρονα θα αποκλίνει σημαντικά από την πραγματικότητα.

Μια βασική αρχή της δημόσιας διπλωματίας είναι η συνοχή που πρέπει να υπάρχει μεταξύ των φορέων που υλοποιούν την εκάστοτε πολιτική στόχευση. Προφανώς κάτι τέτοιο στην Ελλάδα δεν υπάρχει, με την πόλωση που επικρατεί για το ζήτημα του εν λόγω αφηγήματος να κυριαρχεί και να δυσχεραίνει οποιαδήποτε εφαρμογή δημόσιας διπλωματίας. Το εγχείρημα φαίνεται ακόμη πιο δύσκολο αν αναλογιστούμε ότι η διεθνής υποβάθμιση ανέκαθεν αποτελούσε πλήγμα για την εξωτερική πολιτική ενός κράτους. Σαφώς λοιπόν, το αφήγημα της «καθαρής εξόδου» που προσπαθεί να περάσει η ελληνική πλευρά, προϋποθέτει την ύπαρξη διεθνών ερεισμάτων που θα το στηρίξουν ούτως ώστε να εγκαθιδρυθεί και να αποτελέσει δυνατό χαρτί για την αναβάθμιση της θέσης της χώρας. Οι μέχρι στιγμής συνθήκες, δεν διαφαίνονται ευνοϊκές προς αυτήν την κατεύθυνση, παρόλο που διάφοροι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι έχουν σταθεί υποστηρικτικά.

Εν κατακλείδι, η ελληνική εξιστόρηση για την παρούσα θέση της χώρας δεν δύναται να αποτελέσει πηγή ισχύος, πρωτίστως γιατί αποκλείει σημαντικά από την πραγματικότητα και δευτερευόντως γιατί δεν λαμβάνει επαρκή στήριξη τόσο από το διεθνές όσο και από το εσωτερικό περιβάλλον. Άλλωστε, μιλάμε για ένα αφήγημα προϊόν κομματικού αριβισμού και όχι για μια συνεκτική στρατηγική ενός κράτους που έχει όραμα και επιδιώξεις. Υπό αυτήν την έννοια, μια τέτοια ιστορία είναι καταδικασμένη να αποτύχει.


Πάνος Ιορδανίδης

Απόφοιτος του Τμήματος Μεσογειακών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αιγαίου. Είναι λάτρης της διεθνούς πολιτικής τόσο σαν ακαδημαϊκό, όσο και σαν δημοσιογραφικό αντικείμενο. Έχει ασκηθεί σε πολιτικές διευθύνσεις του ΥΠΕΞ και δραστηριοποιείται ενεργά στον χώρο του εθελοντισμού σε ΜΚΟ, ακαδημαϊκά συνέδρια και εκπαιδευτικές προσομοιώσεις.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ